μάθαιναν να εκτιμώ ιδιαίτερα κάποιους ανθρώπους του χωριού μου.
Δεν ήταν πλούσιοι, ανάμεσα τους ήταν οι φτωχότεροι του χωριού.
Δεν ήταν μορφωμένοι, ανάμεσα τους ήταν αγράμματοι. Δεν είχαν
τίτλους ευγενείας, είχαν τον τίτλο του έντιμου. Είχαν όμως παλέψει
τη ζωή σα θεριά ανήμερα. Κονταροχτυπήθηκαν μαζί της.
Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, ξεθωριάζουν ακόμα και τα ονόματα, όχι
όμως η μνήμη τους και συχνά τους κάνω νοερά μνημόσυνα.
Αυτά σκεφτόμουνα σήμερα κάτω στη θάλασσα του Αηγ-Γιώργη.
Αυτά και τη Σταθούλα. Ένα θηλυκό θεριό. Μια έντιμη γυναίκα που
άρπαξε τη ζωή απ τα μαλλιά.
Σαν τότε που πέθανε από φυματίωση ο πατέρας της και οι χωριανοί
φοβήθηκαν να πάνε να βοηθήσουν στο ξόδι.
Φόρτωσε το νεκρό πατέρα στη πλάτη και τον πήγε, μόνη, και τον
έθαψε στο νεκροταφείο. (Θα έβαζα θαυμαστικό αν δεν πίστευα πως
είναι λίγο. Μάλλον η δικιά μου γλώσσα δεν διαθέτει σύμβολο για
κάτι τέτοιο.)
Αυτά σκεφτόμουν καθώς ανάμεσα σε μένα και τη θάλασσα έβλεπα
το μικρό της γιό με το γιό του, και το γιό του γιού του.
Να ήταν σκεφτόμουν από μια άκρη και η κυρά Σταθούλα. Να
αναγαλλιάζει η ψυχή της. Να αναγαλλιάζουν και τα κόκαλα στον
τάφο της. Και δάκρυσα
Θεός σχωρέστην,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου