Ε.Π.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗΣ

Ο Παράξενος Κεφαλονίτης
Τι αέρας ανάποδος, ποια φουρτούνα οργισμένη τον έριξε εκείνον τον άμοιρο νησιώτη στ’ απόκεντρα, στ’ απάτητα χωριά μας, που έπρεπε να περπατήσεις εδώθε μια μέρα για να φτάσεις σε δημόσιο δρόμο; Εκεί, εξόν απ’ τους ντόπιους που ήταν ριζωμένοι στο χώμα τους σαν τα δέντρα και τα κοτρόνια του τόπου, κανένας ξένος δεν πατούσε ποτέ. Οι μόνες αρχές που μας είχε στείλει το κράτος ήταν η χωροφυλακή: Κάτι Κρητίκαροι με φουσκωτές βράκες και μαύρο κεφαλοπάνι, με βούρδουλα στο χέρι, σ’ έπιανε τρόμος να τους βλέπεις, μόλο που οι περισσότεροι ήταν ήρεμοι ανθρώποι. Κοντά στους χωροφυλάκους γνοιάστηκαν τότε να μας στείλουν και δάσκαλο, αφού ο δικός μας, ο βαλμένος από την κοινότητα, είχε φύγει με τους κληρωτούς.
Ετσι λοιπόν μας ήρθε ο δάσκαλος ο Κεφαλονίτης.
Πού να ήταν τάχα, σε ποιο μέρος της Γης, αυτή η Κεφαλονιά; Στο σχολειό μας, που εξακολουθούσε να βρίσκεται μες στο παρεκκλήσι του Αηνικόλα, δεν είχαμε βέβαια χάρτη, ούτε ήμασταν τόσο πολύ προχωρημένοι στη Γεωγραφία, για να ξέρουμε πού έπεφτε αυτό το νησί. Ομως θα βρίσκονταν πολύ μακριά, στα πέρατα του κόσμου, αφού κανένας δικός μας δεν είχε φτάσει εκεί, ούτε άλλος από κει μας ξανάρθε ποτέ.
Και να τώρα που ξεφύτρωσε στο χωριό μας τούτος ο Κεφαλονίτης.
Ηταν άμαθος από τέτοια μέρη, δεν ήξερε καλά καλά να περπατήσει. Το χωριό μας έρχονταν κατηφοριά κι είχε όλο κακοτοπιές. Πριν από λίγα χρόνια βούλιαξε κιόλας και η εικόνα που θα παρουσίαζε σ’ έναν πρωτόφερτο δε θα ‘ταν καθόλου ευχάριστη. Μέρες, βδομάδες έκανε ο καινούριος δάσκαλος να το συνηθίσει, γιατί, λέει, του ‘ρχόταν σκοτούρα!
Μα ήταν κι ένα άλλο χειρότερο που τον πιλάτευε κει στη μοναξιά. Τα παιδιά δεν άργησαν να το μάθουν και το λέγαν αναμεταξύ τους σα να μην το πίστευαν:
– Ο δάσκαλος ο Κεφαλονίτης σκιάζεται τα σκυλιά…
Και όποτε τον καλούσαν στα σπίτια, δίσταζε πολύ να πάει μουσαφίρης.
– Ε, ε! φώναζε από παραπέρα με τη συρτή, αστεία φωνή του. Δέστε το σκύλο σας να περάσω!
Ολοι έκαναν γούστο, κρυφογελούσαν μαζί του, γιατί ο φόβος του φαινόταν αλήθεια κωμικός. Να βλέπεις έναν κοτζάμ άντρα με μπαστούνι στο ένα χέρι, με πέτρες στο άλλο, να στέκεται στην άκρη της ρούγας φωνάζοντας στις απορημένες νοικοκυράδες να δέσουν τα σκυλιά τους, τους φύλακες των σπιτιών, που μονάχα όταν έπαιρναν να ψωμώσουν οι ρόκες τα περιόριζαν με τριχιές μερικά, όσα είχαν το κακό συνήθειο να τρων, σαν τα γιδερά ή τις γελάδες, καλαμπόκια, και τώρα ετούτος να θέλει να βάλει τάξη στους ανθρώπους και στα ζωντανά, ε, αυτό ήταν ένα θέαμα, ένα άκουσμα που δεν είχε ξανασταθεί στα χωριά μας.
(…)
– Πωπώ, μαντρόσκυλα! έλεγε για τα πιο συνηθισμένα, τα πιο άκακα σχεδόν.
Για να μην έχει μπερδέματα μαζί τους, προτιμούσε να κάθεται στην κατοικία του, στο κέντρο του χωριού, δίπλα απ’ την αστυνομία και τα μαγαζιά, εκεί που δεν είχαν βέβαια καμιά θέση τα σκυλιά, εκείνα είχαν τη δουλειά τους, το καθένα κοντά στο κονάκι του.
Ακούγοντας όμως για κατοικία του δασκάλου, μην πάει ο νους σας σε τίποτε το ξεχωριστό! Κοιμόταν απλούστατα μες στο σχολειό, δηλαδή στο παρεκκλήσι, επειδή κανένα σπίτι στο χωριό δεν είχε διαθέσιμη κάμαρα να του παραχωρήσει. Ετσι κι αυτός το έπιασε στα δυτικά της εκκλησιάς, στην απάνω μεριά, το «γυναίκειο», όπου ανέβαινε κανείς με τρία τέσσερα σκαλοπάτια. Στην πλακόστρωτη εκείνη εξέδρα, να πούμε, είχε ένα κουτσοτράπεζο, χωρίς συρτάρι, για γραφείο, μ’ ένα σκαμνί απ’ το μπακάλικο για κάθισμα και κάτι παλιοσάνιδα παραπέρα, με κοτρόνες από κάτου, που του χρησίμευαν για κρεβάτι. Ο πρόχειρος κοιτώνας του με όλο το νοικοκυριό – μια τέντζερη κι ένα καπάκι, καθώς και το τσουκάλι για νερό – ήταν εκτεθειμένα στην κοινή περιέργεια.
{…}
Ο δάσκαλός μας όμως είχε κι άλλες παραξενιές, λόξες με το σωρό.
Μια μέρα με τ’ απόβροχο μας είδε στο διάλειμμα σκορπισμένους εκεί γύρω, στα χωράφια και στις μεγάλες πέτρες. Του κινήθηκε η περιέργεια, ήθελε να μάθει γιατί σκύβουμε έτσι.
– Μαζώνουμε μπομπόλια, δάσκαλε! τον πληροφόρησε κάποιος.
Στην αρχή μόρφασε μ’ αποστροφή, γιατί πήγε ο νους του αλλού, στα «σαλίτια» που λέμε εμείς, στους σιχαμένους γυμνοσάλιαγκους. Μα όταν του πήγε ένα δείγμα κι είδε πως πρόκειται για σαλιγκάρια με τα στριφτά καβούκια, αλλάζοντας έκφραση και γνώμη, μας έβαλε να του βρούμε κι αυτουνού. Τα παιδιά σκόρπισαν αμέσως με χαρούμενους αλαλαγμούς, περίεργα να ιδούν τι θα κάνει ο δάσκαλος. Ηταν φανερό πως δεν τα ‘θελε για πετροβόλημα, όπως τα μαθητούδια, ούτε για να τους τσακίζει ανώφελα τα τσόφλια, όπως έκαναν εκείνα με την παιδιάτικη αναισθησία τους. Ο δάσκαλος είχε άλλο σκοπό, ούτε λίγο ούτε πολύ θα τα έτρωγε.
– Θα τα κάμω γιαχνί, μονολογούσε χωρίς εμείς να καταλαβαίνουμε τη σημασία.
(…)
Αλλη μια μέρα μας είδε απ’ το σκολειό αντίκρυ στη ρίπα, στο άδεντρο μέρος που κυνηγιόμασταν πετώντας ο ένας απάνω στον άλλον κατιτί. Επειδή αργήσαμε κιόλας να φτάσουμε, ζήτησε να μάθει τι ήταν εκείνο.
– Ενα πουλί, του απάντησε κάποιος τολμηρός απ’ την παρέα. Το σκότωσε ο Νάκος Νάσιος στον αέρα και μας το ‘δωσε να παίξουμε. Δεν τρώγεται.
Χωρίς να χάσει καιρό, έστειλε έναν από μας να του φέρει το πουλί πέρ’ απ’ το λαγκάδι, όπου το είχαμε πετάξει. Αργησε κάμποσο ο μαθητής, ίσως κι επίτηδες, για να γλιτώσει το μάθημα. Οταν γύρισε με το πουλί, ο Κεφαλονίτης το πήρε, το κοίταξε, το γύρισε από δω, το εξέτασε από κει, το απίθωσε απάνω στο τραπέζι, άνοιξε ένα βιβλίο – Ζωολογία, φαίνεται – και με ύφος ειδικού αποφάσισε:
– Αυτό τρώγεται. Γίνεται ωραίο στιφάδο…, πρόσθεσε πιο σιγά.
Την τελευταία λέξη δεν την καταλάβαμε πάλι, αλλά μας έφτανε η απροσδόκητη ανακάλυψή του για το πουλί που δεν το ‘χε σε τίποτε να το φάει.
Γυρίζοντας στα σπίτια μας το αναφέραμε του μαχαλιώτη μας του Νάκου Νάσιου, που κάθονταν απάνω στο δρόμο κι εκείνες τις μέρες ήταν με λίγη άδεια στο χωριό, στρατιώτης ακόμα με τους άλλους.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του:
– Φαίνεται πως ο δάσκαλός σας δεν έχει σπυρί μυαλό. Και τι γράμματα καρτερείτε να μάθετε απ’ αυτόν; Αμ εκείνο ήταν μπουφογέρακο, δεν τα γνωρίζω εγώ; Αλλά τέτοιοι είν’ οι Κεφαλονίτες, έχουμε κι έναν στο λόχο μας, φλογέρα το κεφάλι…
{…}
Αρχίσαμε να βλέπουμε μ’ άλλο μάτι, σαν είδος μασόνο, το δάσκαλό μας που έτρωγε μαγειρεμένα σαλιγκάρια, που δειπνούσε με μαγαρισμένα πουλιά. Παρόλο που δεν ήταν νευρικός, ούτε και μας χτυπούσε συχνά, θα προτιμούσαμε να έχουμε έναν δικό μας, ντόπιο, που να τον νιώθουμε κι ας μας έδερνε.
Στο μεταξύ εκείνος, αποκλεισμένος σχεδόν εκεί στο μεσοχώρι, μη θέλοντας να πίνει ρακί στα μαγαζιά με τους χωριανούς μας, μην πολυκάνοντας παρέα ούτε τους γειτόνους του χωροφυλάκους, αποφεύγοντας να πηγαίνει και στα σπίτια απ’ το φόβο των σκυλιών, που φάνταζαν στα μάτια του σαν τρομερά θηρία, καθόταν κλεισμένος εκεί στην έρημη κόχη της εκκλησιάς, μπροστά στις αμίλητες σκυθρωπές εικόνες, ανάμεσα στην τέντζερη που την έλεγε κατσαρόλα και στο καπάκι που το έλεγε πιάτο, ασυνεννόητος, απομόναχος και πικραμένος, με μόνη του ελπίδα τη μετάθεση (όταν θα ξεθύμωνε ή θα εξουδετερώνονταν ο ισχυρός διώχτης του που τον είχε πετάξει εδωπέρα), με μόνη του συντροφιά γι’ αυτόν τον παντάξενο, τη χρυσόφλογη, φλύαρη φωτιά που έκαιγε κοντά στον τοίχο μαυρίζοντάς τον ολοένα και σχηματίζοντας σωρό τη στάχτη.
Γιώργος Κοτζιούλας: “Ο παράξενος Κεφαλονίτης”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου