Στα παλιά νοικοκυριά απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν ο χτιστός φούρνος, είτε ενσωματωμένος στην κουζίνα του κυρίως σπιτιού, είτε χτισμένος ξεχωριστά στο φουρνόσπιτο.
Τα βασικά υλικά για το χτίσιμο του φούρνου ήταν ο φουρνόπηλος και οι πυροκόττες.
- Ο φουρνόπηλος ήταν κόκκινος άργιλος, εν αφθονία στα Κύθηρα σε πολλές τοποθεσίες όπως στις Σπηλίες και στα Ορδυκολόγια, κατάλληλος για να συγκολλήσουν οι πέτρες που σχημάτιζαν το θόλο του φούρνου.
- Οι πυροκόττες ήταν από μαλακό σχιστόλιθο, πέτρωμα κατάλληλο για φούρνο, που υπήρχε σε πολλά σημεία των Κυθήρων, όπως στην περιοχή της Βρουλέας κ.α. Ο φούρνος χτιζότανε πάνω σε μια χτιστή βάση.
Πρώτα έφτιαχναν τον πατόφουρνο. Κοπανίζανε με σφυρί βύσαλα από σπασμένα πιθάρια, σταμνιά, τούβλα κ.α. και τα κάνανε πολύ μικρά κομμάτια σαν γαρμπίλι. Το μαλάσανε με λάσπη και στρώνανε στρογγυλό τον πάτο του φούρνου.
Κατόπιν τοποθετούσαν ένα καρφί καταμεσής του πατόφουρνου από το οποίο δένανε ένα καλάμι, το μήκος του οποίου καθώριζε τη διάμετρο και γενικά το μέγεθος του φούρνου. Με οδηγό το καλάμι έχτιζαν με το φουρνόπηλο τις πυροκόττες γύρω γύρω από τον πατόφουρνο ανεβαίνοντας σιγά σιγά κατά τον εκφορικό τρόπο και όταν έφταναν στην κορυφή του φούρνου, στο στρογγυλό άνοιγμα, σφήνωναν μια πέτρα, το λεγόμενο κλειδί και έτσι έδενε γερά ο θόλος.
Για να χτίσουν τις πέτρες που έγερναν προς τα μέσα στο επάνω μέρος του φούρνου, χρησιμοποιούσαν για υποστήλωση και καλούπι συγχρόνως ένα ταψί. Από το έξω μέρος σουβαντίζανε το φουρνάκι με φουρνόπηλο και στη συνέχεια περιέκλειαν την κατασκευή με τοίχο και στέγαστρο. Ανάμεσα τοποθετούσαν άμμο που έπαιζε το ρόλο του θερμοσυσσωρευτή.
Ο πόρος του φούρνου, δηλ. το άνοιγμα έπρεπε να είναι όσο γίνεται πιο μικρό. Ήταν ένα Π που αρχικά γινόταν με πωριά, αργότερα με σίδερο. Μπροστά στον πόρο έφτιαχναν το λακκόφουρνο, ένα λάκκο όπου τραβούσαν τα κάρβουνα με μια σιδερένια βέργα.
Η ρούτα ήταν ένα πανί βρεγμένο με το οποίο καθαρίζανε το φούρνο για να τοποθετήσουν τα ψωμιά πολλές φορές απ’ ευθείας στον πυρωμένο πατόφουρνο.
Για να κάψουν το φούρνο χρησιμοποιούσαν κυρίως πρίνους και ασπαλάθους, αλλά και σπάρτους που έκαναν σμπάρα καθώς καίγονταν και λιόκλαδα. Σ’ αυτά τα παραδοσιακά φουρνάκια φούρνιζαν τα ψωμιά, τα παξιμαδοκούλουρα, τα κριθαροκούλουρα, τις καλισούνες, το ροδινό, την ξιγκόπιττα, τα χριστόψωμα και όλα τα υπέροχα τερψιλαρύγκια της χωριάτικης Τσιριγώτικης κουζίνας, αλλά και τα φουρνητά της εκλεκτικιστικής μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, όπως το βενετσιάνικο παστίτσιο, τα ζαχαροκούλουρα, τα παστιτσέτα, τα σκαρσελάκια, τις σπιουμίλιες, την πάστα μύλου κ.α.
Το φούρνισμα τα παλιά χρόνια, που πολλές φορές γινόταν συνεταιρικά μεταξύ των γειτόνων ήταν ένα πανηγύρι και η χαρά των παιδιών που τριγύριζαν γύρω από τη μαστόρισσα του φούρνου για να εξασφαλίσουν ένα καλό κομμάτι.
Τα βασικά υλικά για το χτίσιμο του φούρνου ήταν ο φουρνόπηλος και οι πυροκόττες.
- Ο φουρνόπηλος ήταν κόκκινος άργιλος, εν αφθονία στα Κύθηρα σε πολλές τοποθεσίες όπως στις Σπηλίες και στα Ορδυκολόγια, κατάλληλος για να συγκολλήσουν οι πέτρες που σχημάτιζαν το θόλο του φούρνου.
- Οι πυροκόττες ήταν από μαλακό σχιστόλιθο, πέτρωμα κατάλληλο για φούρνο, που υπήρχε σε πολλά σημεία των Κυθήρων, όπως στην περιοχή της Βρουλέας κ.α. Ο φούρνος χτιζότανε πάνω σε μια χτιστή βάση.
Πρώτα έφτιαχναν τον πατόφουρνο. Κοπανίζανε με σφυρί βύσαλα από σπασμένα πιθάρια, σταμνιά, τούβλα κ.α. και τα κάνανε πολύ μικρά κομμάτια σαν γαρμπίλι. Το μαλάσανε με λάσπη και στρώνανε στρογγυλό τον πάτο του φούρνου.
Κατόπιν τοποθετούσαν ένα καρφί καταμεσής του πατόφουρνου από το οποίο δένανε ένα καλάμι, το μήκος του οποίου καθώριζε τη διάμετρο και γενικά το μέγεθος του φούρνου. Με οδηγό το καλάμι έχτιζαν με το φουρνόπηλο τις πυροκόττες γύρω γύρω από τον πατόφουρνο ανεβαίνοντας σιγά σιγά κατά τον εκφορικό τρόπο και όταν έφταναν στην κορυφή του φούρνου, στο στρογγυλό άνοιγμα, σφήνωναν μια πέτρα, το λεγόμενο κλειδί και έτσι έδενε γερά ο θόλος.
Για να χτίσουν τις πέτρες που έγερναν προς τα μέσα στο επάνω μέρος του φούρνου, χρησιμοποιούσαν για υποστήλωση και καλούπι συγχρόνως ένα ταψί. Από το έξω μέρος σουβαντίζανε το φουρνάκι με φουρνόπηλο και στη συνέχεια περιέκλειαν την κατασκευή με τοίχο και στέγαστρο. Ανάμεσα τοποθετούσαν άμμο που έπαιζε το ρόλο του θερμοσυσσωρευτή.
Ο πόρος του φούρνου, δηλ. το άνοιγμα έπρεπε να είναι όσο γίνεται πιο μικρό. Ήταν ένα Π που αρχικά γινόταν με πωριά, αργότερα με σίδερο. Μπροστά στον πόρο έφτιαχναν το λακκόφουρνο, ένα λάκκο όπου τραβούσαν τα κάρβουνα με μια σιδερένια βέργα.
Η ρούτα ήταν ένα πανί βρεγμένο με το οποίο καθαρίζανε το φούρνο για να τοποθετήσουν τα ψωμιά πολλές φορές απ’ ευθείας στον πυρωμένο πατόφουρνο.
Για να κάψουν το φούρνο χρησιμοποιούσαν κυρίως πρίνους και ασπαλάθους, αλλά και σπάρτους που έκαναν σμπάρα καθώς καίγονταν και λιόκλαδα. Σ’ αυτά τα παραδοσιακά φουρνάκια φούρνιζαν τα ψωμιά, τα παξιμαδοκούλουρα, τα κριθαροκούλουρα, τις καλισούνες, το ροδινό, την ξιγκόπιττα, τα χριστόψωμα και όλα τα υπέροχα τερψιλαρύγκια της χωριάτικης Τσιριγώτικης κουζίνας, αλλά και τα φουρνητά της εκλεκτικιστικής μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, όπως το βενετσιάνικο παστίτσιο, τα ζαχαροκούλουρα, τα παστιτσέτα, τα σκαρσελάκια, τις σπιουμίλιες, την πάστα μύλου κ.α.
Το φούρνισμα τα παλιά χρόνια, που πολλές φορές γινόταν συνεταιρικά μεταξύ των γειτόνων ήταν ένα πανηγύρι και η χαρά των παιδιών που τριγύριζαν γύρω από τη μαστόρισσα του φούρνου για να εξασφαλίσουν ένα καλό κομμάτι.
Φουρνάκι στην Καρβουνάδα σε ερειπωμένο σπίτι με 3 σπεντόνια. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου