Αβανιά = βλάβη, συκοφαντία
Αβάντα = βοήθεια, στήριγμα
Αβαντσάρω = έχω να λάβω από κάποιον, μου χρωστάνε
Αβαράρω = απωθώ το πλεούμενο
Αβάρετος = ακούραστος
Αβαρία = ζημιά
Αβασκαίνω = ματιάζω
Αβασκαντήρα = μικρό χρωματιστό κοχύλι αποτρεπτικό του ματιάσματος
Αβγατίζω = αυξάνω
Αβγοκόβω = ρίχνω στη σούπα ή άλλο φαγητό μείγμα αυγού ή λεμονιού
Αβέρτο = ελεύθερο, ανοιχτό
Βαβά = γιαγιά
Βαγένι = βαρέλι κρασιού
Βαζούρα = λιποθυμία
Βαΐζω = λυγίζω, γέρνω
Βαντάκα = στίβα ρούχων
Βαντιέρα = δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα αλλά και για άλλες χρήσεις
Βαρυγομάω = αγανακτώ, δυσφορώ
Βελέντζα = μάλλινο κλινοσκέπασμα
Βεντερούγα = κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης
Βεράγκι = σπίτι ανοιχτό και αφύλαχτο
Βολά = φορά
Βολεί = χωράει, επιτρέπεται
Βουρλίζω = αγανακτώ κάποιον
Γαδίνι = σουπιέρα
Γαλουρίζω = χαριεντίζομαι με βρέφος
Γάνα = μουντζούρα
Γαρδέλι = καρδερίνα
Γαρμπής = νοτιοδυτικός άνεμος
Γατσούλι = γατάκι
Γεννητσούρια = γέννηση
Γεροκομάω = περιποιούμαι κάποιον στα γεράματά του
Γήπατα = ψυχικό θάρρος
Γίκος = σύλοχο χοντρόρουχων διπλωμένα με τάξη πάνω σε κασέλλα
Γιόμα = μεσημέρι
Γκαστρολογιέμαι = νομίζω ότι είμαι έγκυος
Γκέστα = καμώματα, νάζια
Γνούφα = ημέρα ομιχλώδης και υγρή
Γούπατο = περιοχή που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τις γειτονικές
Γουρλώνω = ανοίγω πολύ τα μάτια, πνίγω
Γουρμάζω = ωριμάζω
Γραίος = βορειοανατολικός άνεμος
Γρίντζολα = εκνευρισμός
Γρουμπανάω = δίνω αλλεπάλληλες γροθιές σε κάποιον
Γυρολόγος = πραματευτής
Δαύτος = αυτός
Δειλινάω = τρώω ελαφρά
Δελόγκου = αμέσως
Δέμπλα = σκοινί τεντωμένο για το άπλωμα των ρούχων
Δετόρος = γιατρός
Διακονεύω = ζητιανεύω
Διάφορο = κέρδος, αμοιβή
Δικάει = φτάνει, αρκεί
Δόλι = δόλωμα στο ψάρεμα
Δραγάτα = παρατηρητήριο του δραγάτη
Δρολάπι = βροχή με δυνατούς ανέμους
Έγκαψη = επιθυμία, πόθος
Εκειός = εκείνος
Έμπος = καταρρακτώδης βροχή
Έντεσα = πιάστηκα από κάπου
Έντογια = νάτο
Έντωσα = ανακουφίστηκα
Εξπήριος = έξυπνος
Ζαβά = στραβά
Ζάβγια = μικρή πόρπη
Ζαγάρι = κυνηγόσκυλο ή τιποτένιος άνθρωπος
Ζαμπαρούχι = ακατάσχετο συνάχι
Ζεματάω = καίω
Ζεύκι = φαγοπότι, καλοπέραση
Ζέχνω = είμαι βρώμικος
Ζορκόκωλος = πολύ φτωχός
Ζόρκος = γυμνός
Ζούδιο = άσχημος
Ζουρλοκαμπιέρης = επιπόλαιος, τρελός
Ζωχαδιάζω = νευριάζω
Θάμαρη = τρόμος, απόγνωση
Θέρμη = πυρετός
Θλυκώνω = σκεπάζω
Θιαμαίνομαι = παραξενεύομαι
Καδένα = αλυσίδα
Κανδέλλα = ξύλινο δοκάρι
Κάζο = περιπέτεια, λοιδωρία
Κάκοψος = όσπρια που δεν βράζουν καλά
Κακαρώνω = πεθαίνω
Καμπιόνι = πονηρός, ιδιόρρυθμος άνθρωπος
Καναλίζω = ξεπλένω τα ρούχα
Καντάρω = τραγουδάω με ομάδα κανταδόρων
Καντούνι = στενό σοκάκι
Καρακαϊδόνης = άσχημος
Καρανιάζω = διψάω υπερβολικά
Καρδαμώνω = δυναμώνω
Λάβα = υπερβολική ζέστη
Αβάντα = βοήθεια, στήριγμα
Αβαντσάρω = έχω να λάβω από κάποιον, μου χρωστάνε
Αβαράρω = απωθώ το πλεούμενο
Αβάρετος = ακούραστος
Αβαρία = ζημιά
Αβασκαίνω = ματιάζω
Αβασκαντήρα = μικρό χρωματιστό κοχύλι αποτρεπτικό του ματιάσματος
Αβγατίζω = αυξάνω
Αβγοκόβω = ρίχνω στη σούπα ή άλλο φαγητό μείγμα αυγού ή λεμονιού
Αβέρτο = ελεύθερο, ανοιχτό
Βαβά = γιαγιά
Βαγένι = βαρέλι κρασιού
Βαζούρα = λιποθυμία
Βαΐζω = λυγίζω, γέρνω
Βαντάκα = στίβα ρούχων
Βαντιέρα = δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα αλλά και για άλλες χρήσεις
Βαρυγομάω = αγανακτώ, δυσφορώ
Βελέντζα = μάλλινο κλινοσκέπασμα
Βεντερούγα = κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης
Βεράγκι = σπίτι ανοιχτό και αφύλαχτο
Βολά = φορά
Βολεί = χωράει, επιτρέπεται
Βουρλίζω = αγανακτώ κάποιον
Γαδίνι = σουπιέρα
Γαλουρίζω = χαριεντίζομαι με βρέφος
Γάνα = μουντζούρα
Γαρδέλι = καρδερίνα
Γαρμπής = νοτιοδυτικός άνεμος
Γατσούλι = γατάκι
Γεννητσούρια = γέννηση
Γεροκομάω = περιποιούμαι κάποιον στα γεράματά του
Γήπατα = ψυχικό θάρρος
Γίκος = σύλοχο χοντρόρουχων διπλωμένα με τάξη πάνω σε κασέλλα
Γιόμα = μεσημέρι
Γκαστρολογιέμαι = νομίζω ότι είμαι έγκυος
Γκέστα = καμώματα, νάζια
Γνούφα = ημέρα ομιχλώδης και υγρή
Γούπατο = περιοχή που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τις γειτονικές
Γουρλώνω = ανοίγω πολύ τα μάτια, πνίγω
Γουρμάζω = ωριμάζω
Γραίος = βορειοανατολικός άνεμος
Γρίντζολα = εκνευρισμός
Γρουμπανάω = δίνω αλλεπάλληλες γροθιές σε κάποιον
Γυρολόγος = πραματευτής
Δαύτος = αυτός
Δειλινάω = τρώω ελαφρά
Δελόγκου = αμέσως
Δέμπλα = σκοινί τεντωμένο για το άπλωμα των ρούχων
Δετόρος = γιατρός
Διακονεύω = ζητιανεύω
Διάφορο = κέρδος, αμοιβή
Δικάει = φτάνει, αρκεί
Δόλι = δόλωμα στο ψάρεμα
Δραγάτα = παρατηρητήριο του δραγάτη
Δρολάπι = βροχή με δυνατούς ανέμους
Έγκαψη = επιθυμία, πόθος
Εκειός = εκείνος
Έμπος = καταρρακτώδης βροχή
Έντεσα = πιάστηκα από κάπου
Έντογια = νάτο
Έντωσα = ανακουφίστηκα
Εξπήριος = έξυπνος
Ζαβά = στραβά
Ζάβγια = μικρή πόρπη
Ζαγάρι = κυνηγόσκυλο ή τιποτένιος άνθρωπος
Ζαμπαρούχι = ακατάσχετο συνάχι
Ζεματάω = καίω
Ζεύκι = φαγοπότι, καλοπέραση
Ζέχνω = είμαι βρώμικος
Ζορκόκωλος = πολύ φτωχός
Ζόρκος = γυμνός
Ζούδιο = άσχημος
Ζουρλοκαμπιέρης = επιπόλαιος, τρελός
Ζωχαδιάζω = νευριάζω
Θάμαρη = τρόμος, απόγνωση
Θέρμη = πυρετός
Θλυκώνω = σκεπάζω
Θιαμαίνομαι = παραξενεύομαι
Καδένα = αλυσίδα
Κανδέλλα = ξύλινο δοκάρι
Κάζο = περιπέτεια, λοιδωρία
Κάκοψος = όσπρια που δεν βράζουν καλά
Κακαρώνω = πεθαίνω
Καμπιόνι = πονηρός, ιδιόρρυθμος άνθρωπος
Καναλίζω = ξεπλένω τα ρούχα
Καντάρω = τραγουδάω με ομάδα κανταδόρων
Καντούνι = στενό σοκάκι
Καρακαϊδόνης = άσχημος
Καρανιάζω = διψάω υπερβολικά
Καρδαμώνω = δυναμώνω
Λάβα = υπερβολική ζέστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου