ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Χαρακτηριστικά: Λιτή-απέριττη, κομψή γραμμή, με απειράριθμα κεντήματα και πολλά κοσμήματα που κάνουν φανταχτερή την παρουσία της.
Φορέθηκε από όλες τις χωρικές έως τα τέλη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και από τις γυναίκες των λαϊκών τάξεων της πόλης έως το 1925. Εξαίρεση αποτελούσαν οι δασκάλες των δημοτικών σχολείων στα χωριά και του Γυμνασίου στην πόλη. Για αυτές τις γυναίκες έλεγαν τότε ότι φορούσαν τα “Ευρωπαϊκά” ρούχα. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο όπου πολλοί μετανάστευσαν στην Αθήνα ή το εξωτερικό, οι γυναίκες αυτές έπαψαν να φορούν την Λευκαδίτικη φορεσιά στα νέα μέρη όπου διέμεναν, κυρίως λόγω αμηχανίας, και στην Λευκάδα άρχιζε σιγά-σιγά να εγκαταλείπεται η τοπική ενδυμασία. Σήμερα μόνο οι ηλικιωμένες γυναίκες των χωριών φορούν την στολή.
Οι επιρροές που έχει δεχτεί η Λαϊκή Λευκαδίτικη φορεσιά είναι από δυτικά πρότυπα: από Βενετία (καθώς οι Βενετοί είχαν κυριαρχία στη Λευκάδα από το 1864-1797. Σε πολλά μέρη της έχει ομοιότητες με φορεσιές από ορισμένες περιοχές της Ιταλίας, από την Νότια Γαλλία (Τουλούζη) και από ορισμένες περιοχές της Ισπανίας.
Αξίζει να πούμε ότι το φόρεμα μοιάζει στην γραμμή του με την φορεσιά των γυναικών της Κνωσού. Η ονομασία της ήταν τα “Ρωμαϊκά”, η οποία μας παραπέμπει στο Βυζάντιο και εδώ μιλάμε για την λαϊκή φορεσιά έτσι όπως την ξέρουμε σήμερα, που για τους Λευκαδίτες σήμαινε Ελληνική (ντόπια ενδυμασία) σε αντίθεση με τα Φράγκικα (δυτική πλευρά). Η ενδυμασία πριν τα “Ρωμαϊκά” ήταν η Παλιότερη Λευκαδίτικη Φορεσιά, η οποία χρονολογείται από το 17ο αιώνα.
Χαρακτηριστικά: Λιτή-απέριττη, κομψή γραμμή, με απειράριθμα κεντήματα και πολλά κοσμήματα που κάνουν φανταχτερή την παρουσία της.
Φορέθηκε από όλες τις χωρικές έως τα τέλη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και από τις γυναίκες των λαϊκών τάξεων της πόλης έως το 1925. Εξαίρεση αποτελούσαν οι δασκάλες των δημοτικών σχολείων στα χωριά και του Γυμνασίου στην πόλη. Για αυτές τις γυναίκες έλεγαν τότε ότι φορούσαν τα “Ευρωπαϊκά” ρούχα. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο όπου πολλοί μετανάστευσαν στην Αθήνα ή το εξωτερικό, οι γυναίκες αυτές έπαψαν να φορούν την Λευκαδίτικη φορεσιά στα νέα μέρη όπου διέμεναν, κυρίως λόγω αμηχανίας, και στην Λευκάδα άρχιζε σιγά-σιγά να εγκαταλείπεται η τοπική ενδυμασία. Σήμερα μόνο οι ηλικιωμένες γυναίκες των χωριών φορούν την στολή.
Οι επιρροές που έχει δεχτεί η Λαϊκή Λευκαδίτικη φορεσιά είναι από δυτικά πρότυπα: από Βενετία (καθώς οι Βενετοί είχαν κυριαρχία στη Λευκάδα από το 1864-1797. Σε πολλά μέρη της έχει ομοιότητες με φορεσιές από ορισμένες περιοχές της Ιταλίας, από την Νότια Γαλλία (Τουλούζη) και από ορισμένες περιοχές της Ισπανίας.
Αξίζει να πούμε ότι το φόρεμα μοιάζει στην γραμμή του με την φορεσιά των γυναικών της Κνωσού. Η ονομασία της ήταν τα “Ρωμαϊκά”, η οποία μας παραπέμπει στο Βυζάντιο και εδώ μιλάμε για την λαϊκή φορεσιά έτσι όπως την ξέρουμε σήμερα, που για τους Λευκαδίτες σήμαινε Ελληνική (ντόπια ενδυμασία) σε αντίθεση με τα Φράγκικα (δυτική πλευρά). Η ενδυμασία πριν τα “Ρωμαϊκά” ήταν η Παλιότερη Λευκαδίτικη Φορεσιά, η οποία χρονολογείται από το 17ο αιώνα.
Τα μέρη της παλαιότερης γυναικείας φορεσιάς
● το συντρόφι (βρακί, εσώρουχο)
• το πουκάμισο
• το φουστάνι
• το καβάδι
• το κοντογούνι
• η καμπλέζα
• το σεγγούνι
• το κοντέσι
• η φλοκάτα
• η ποδιά
• το δέμα
• η σκούφια
• το κεφαλομάντηλο
• οι κάλτσες
● το συντρόφι (βρακί, εσώρουχο)
• το πουκάμισο
• το φουστάνι
• το καβάδι
• το κοντογούνι
• η καμπλέζα
• το σεγγούνι
• το κοντέσι
• η φλοκάτα
• η ποδιά
• το δέμα
• η σκούφια
• το κεφαλομάντηλο
• οι κάλτσες
Τα μέρη της νεότερης γυναικείας φορεσιάς
• το πουκάμισο
• το συντρόφι
• το γελέκι(εσωτερικό)
• το καμιζέτο
• το κότολο
• το φουστάνι
• η σπαλέτα
• η ποδιά
• το κοντέσι
• η φλοκάτα
• η μπέρτα
• το δέμα
• το κεφαλοπάνι
• οι κάλτσες
• η σκούφια
• {μόνο για τις νυφικές φορεσιές} ο τσουμπές και το φέσι
• το πουκάμισο
• το συντρόφι
• το γελέκι(εσωτερικό)
• το καμιζέτο
• το κότολο
• το φουστάνι
• η σπαλέτα
• η ποδιά
• το κοντέσι
• η φλοκάτα
• η μπέρτα
• το δέμα
• το κεφαλοπάνι
• οι κάλτσες
• η σκούφια
• {μόνο για τις νυφικές φορεσιές} ο τσουμπές και το φέσι
ΜΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ
Το συντρόφι: ονόμαζαν έτσι το εσώρουχο γιατί απέφευγαν να το φωνάζουν “βρακί” όπου το θεωρούσαν ντροπή.
Το πουκάμισο: φτιάχνονταν από λεπτό λινό ύφασμα στον αργαλειό και το φορούσαν από μέσα από την στολή. Ήταν μακρύ μέχρι τον αστράγαλο, πολλές φορές με μανίκια, αρκετά άνετο και πάντα κεντημένο.
Το φουστάνι ή σαγιάς ή νταραγί: το πιο χαρακτηριστικό μέρος της φορεσιάς. Η ονομασία του ως σαγιάς προέρχεται από το Βυζάντιο (σάγιον:φόρεμα). Φτιαχνόταν από νταραγί ύφασμα σε χρώματα (κίτρινο, κόκκινο, νεραντζί και γαλάζιο). Μπροστά ήταν κάθετα ανοιχτό έως το στήθος και στη συνέχεια είχε πολλά ασημένια κουμπιά. Το φορούσαν πάνω από το πουκάμισο και συνήθως με ζωνάρι.
Το καβάδι ή κατούνι: ήταν κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά με μανίκια ως τον αγκώνα ή τον καρπό του χεριού, ως πουκάμισο. Συνήθως ήταν κεντημένο.
Το σεγγούνι: ήταν ένας μάλλινος επενδυτής από χοντρό και ζεστό ύφασμα αργαλειού και το φορούσαν πάνω από το φόρεμα ή την καμπλέζα. Μοιάζει με το κοντέσι. Κούμπωνε στο πλάι με 1 κουμπί ή δένονταν σε θηλιές με 2 κορδόνια. Ήταν κομψό με λίγες διακοσμήσεις από γαϊτάνια.
Το κοντέσι: ήταν μάλλινος επενδυτής από χοντρό ύφασμα, χωρίς μανίκια, ανοιχτό κάθετα και μακρύ ως τον αστράγαλο. Ήταν πολύ περιποιημένα με πλούσιο κέντημα και σε ποικίλους έντονους χρωματισμούς. Είχε το ρόλο του πανωφοριού και η έλλειψη μανικιών διευκόλυνε στο σκύψιμο.
Η φλοκάτα: ήταν σαν το κοντέσι. Ή διαφορά της ήταν ότι ήταν κεντημένη παντού με κόκκινα μεταξογάιτανα. Στο εσωτερικό είχε φλοκάτη και γύρω-γύρω κρέμονταν κρόσσια.
Η ποδιά: ήταν στολίδι της φορεσιάς. Τη φορούσαν και οι παντρεμένες και οι ανύπαντρες, σε καθημερινές και σε γιορτινές μέρες, εκτός από τη νύφη. Στο πάνω μέρος ήταν στενή, κάτω πλατιά και καναλωτή, και πάντα λεπτή και ανάλαφρη. Η ποδιά άλλοτε ήταν κεντημένη και άλλοτε σκέτη και συνήθως στο δεξιό μέρος είχε ένα εξώραφο τσεπάκι. Σε μερικές ποδιές στην ούγια έραβαν μια πρόσθετη πλατιά διακοσμητική ταινία που λεγόταν καμμούφο, το οποίο ήταν κεντημένο αριστοτεχνικά. Φτιαχνόταν από απλό ύφασμα έως και μεταξωτό. Το χρώμα της ήταν το ίδιο με το χρώμα του φορέματος.
Το πουκάμισο: φτιάχνονταν από λεπτό λινό ύφασμα στον αργαλειό και το φορούσαν από μέσα από την στολή. Ήταν μακρύ μέχρι τον αστράγαλο, πολλές φορές με μανίκια, αρκετά άνετο και πάντα κεντημένο.
Το φουστάνι ή σαγιάς ή νταραγί: το πιο χαρακτηριστικό μέρος της φορεσιάς. Η ονομασία του ως σαγιάς προέρχεται από το Βυζάντιο (σάγιον:φόρεμα). Φτιαχνόταν από νταραγί ύφασμα σε χρώματα (κίτρινο, κόκκινο, νεραντζί και γαλάζιο). Μπροστά ήταν κάθετα ανοιχτό έως το στήθος και στη συνέχεια είχε πολλά ασημένια κουμπιά. Το φορούσαν πάνω από το πουκάμισο και συνήθως με ζωνάρι.
Το καβάδι ή κατούνι: ήταν κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά με μανίκια ως τον αγκώνα ή τον καρπό του χεριού, ως πουκάμισο. Συνήθως ήταν κεντημένο.
Το σεγγούνι: ήταν ένας μάλλινος επενδυτής από χοντρό και ζεστό ύφασμα αργαλειού και το φορούσαν πάνω από το φόρεμα ή την καμπλέζα. Μοιάζει με το κοντέσι. Κούμπωνε στο πλάι με 1 κουμπί ή δένονταν σε θηλιές με 2 κορδόνια. Ήταν κομψό με λίγες διακοσμήσεις από γαϊτάνια.
Το κοντέσι: ήταν μάλλινος επενδυτής από χοντρό ύφασμα, χωρίς μανίκια, ανοιχτό κάθετα και μακρύ ως τον αστράγαλο. Ήταν πολύ περιποιημένα με πλούσιο κέντημα και σε ποικίλους έντονους χρωματισμούς. Είχε το ρόλο του πανωφοριού και η έλλειψη μανικιών διευκόλυνε στο σκύψιμο.
Η φλοκάτα: ήταν σαν το κοντέσι. Ή διαφορά της ήταν ότι ήταν κεντημένη παντού με κόκκινα μεταξογάιτανα. Στο εσωτερικό είχε φλοκάτη και γύρω-γύρω κρέμονταν κρόσσια.
Η ποδιά: ήταν στολίδι της φορεσιάς. Τη φορούσαν και οι παντρεμένες και οι ανύπαντρες, σε καθημερινές και σε γιορτινές μέρες, εκτός από τη νύφη. Στο πάνω μέρος ήταν στενή, κάτω πλατιά και καναλωτή, και πάντα λεπτή και ανάλαφρη. Η ποδιά άλλοτε ήταν κεντημένη και άλλοτε σκέτη και συνήθως στο δεξιό μέρος είχε ένα εξώραφο τσεπάκι. Σε μερικές ποδιές στην ούγια έραβαν μια πρόσθετη πλατιά διακοσμητική ταινία που λεγόταν καμμούφο, το οποίο ήταν κεντημένο αριστοτεχνικά. Φτιαχνόταν από απλό ύφασμα έως και μεταξωτό. Το χρώμα της ήταν το ίδιο με το χρώμα του φορέματος.
Το δέμα: ήταν ένα μικρό λεπτό και φτηνό εσωτερικό μαντήλι που το φορούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες για να συγκρατούν τα μαλλιά τους, κάτι ανάλογο με το σημερινό δίχτυ. Το χρησιμοποιούσαν για πρακτικούς λόγους γιατί δεν προλάβαιναν να χτενίζονται σε καθημερινή βάση. Το ύφασμά του ήταν λεπτό και αραιό, που σκέπαζε την κορυφή του κεφαλιού και δένονταν σε κόμπο πίσω, κάτω από τις κοτσίδες.
Η σκούφια: ήταν κάλυμμα του κεφαλιού σε σχήμα πλούσιου μπερέ. Ένα είδος γυναικοκάπελου χωρίς περιφερειακό γείσο. Στο κέντρο είχε μια μικρή φουντίτσα. Την φορούσαν οι ευκατάστατες ηλικιωμένες και οι παπαδιές. Οι καθημερινές σκούφιες ήταν απλές, ενώ οι γιορτινές κεντημένες.
Το κεφαλομάντηλο: απαραίτητο εξάρτημα της Λευκαδίτικης φορεσιάς σε σχήμα πάντα τετράγωνο. Το φορούσαν παντού ακόμη και μέσα στο σπίτι. Το χρώμα του, η ποιότητα, το είδος του και το μέγεθος ήταν ανάλογα με την ηλικία και την οικονομική κατάσταση της γυναίκας. Το χρώμα συνήθως ακολουθούσε το χρώμα του φορέματος: κίτρινο, πράσινο, κόκκινο, καφέ, γαλάζιο, μαύρο. Ως προς την ποιότητα είχαν: τα μεταξωτά, τα βαμβακερά, τα λινά και τα μάλλινα. Το κεφαλομάντηλο το φορούσαν πάνω από το δέμα με ιδιαίτερη τέχνη: το έριχναν διπλωμένο, όχι όμως ακριβώς στη μέση και έτσι οι δύο γωνίες έπεφταν συμμετρικά στους ώμους ενώ η τρίτη ανάμεσα από τις κοτσίδες. Άφηνε ακάλυπτο το λαιμό και δημιουργούσε συμμετρικές αναλογίες μεταξύ λαιμού και ώμων.
Η τσίπα: ήταν το φθηνό και πρακτικό μαντήλι της Λευκαδίτισσας. Πάντα την φορούσαν οι γυναίκες. Όταν την έβγαζαν γίνονταν αντικείμενο κουτσομπολιού και κατακραυγής.
Οι κάλτσες ή σκαλτσούνια: κάλτσες βαμβακερές ή μάλλινες σε χρώμα άσπρο, καφέ ή γαλάζιο σκούρο.
Η σκούφια: ήταν κάλυμμα του κεφαλιού σε σχήμα πλούσιου μπερέ. Ένα είδος γυναικοκάπελου χωρίς περιφερειακό γείσο. Στο κέντρο είχε μια μικρή φουντίτσα. Την φορούσαν οι ευκατάστατες ηλικιωμένες και οι παπαδιές. Οι καθημερινές σκούφιες ήταν απλές, ενώ οι γιορτινές κεντημένες.
Το κεφαλομάντηλο: απαραίτητο εξάρτημα της Λευκαδίτικης φορεσιάς σε σχήμα πάντα τετράγωνο. Το φορούσαν παντού ακόμη και μέσα στο σπίτι. Το χρώμα του, η ποιότητα, το είδος του και το μέγεθος ήταν ανάλογα με την ηλικία και την οικονομική κατάσταση της γυναίκας. Το χρώμα συνήθως ακολουθούσε το χρώμα του φορέματος: κίτρινο, πράσινο, κόκκινο, καφέ, γαλάζιο, μαύρο. Ως προς την ποιότητα είχαν: τα μεταξωτά, τα βαμβακερά, τα λινά και τα μάλλινα. Το κεφαλομάντηλο το φορούσαν πάνω από το δέμα με ιδιαίτερη τέχνη: το έριχναν διπλωμένο, όχι όμως ακριβώς στη μέση και έτσι οι δύο γωνίες έπεφταν συμμετρικά στους ώμους ενώ η τρίτη ανάμεσα από τις κοτσίδες. Άφηνε ακάλυπτο το λαιμό και δημιουργούσε συμμετρικές αναλογίες μεταξύ λαιμού και ώμων.
Η τσίπα: ήταν το φθηνό και πρακτικό μαντήλι της Λευκαδίτισσας. Πάντα την φορούσαν οι γυναίκες. Όταν την έβγαζαν γίνονταν αντικείμενο κουτσομπολιού και κατακραυγής.
Οι κάλτσες ή σκαλτσούνια: κάλτσες βαμβακερές ή μάλλινες σε χρώμα άσπρο, καφέ ή γαλάζιο σκούρο.
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΡΗ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ ( “Ta Ρωμαϊκά”)
Η νεότερη φορεσιά της Λευκαδίτισσας, που φοριέται και σήμερα έχει σαν βάση το κομψό και καναλωτό φουστάνι με την ολοφάνερη δυτική του επίδραση. Τα δυτικής προέλευσης μέρη, που μπήκαν στην φορεσιά μαζί με το φουστάνι ήταν: το γελέκι, το καμιζέτο, η σπαλέτα, το κότολο και η μπέρτα. Από την παλαιότερη φορεσιά καταργήθηκαν ο σαγιάς, το σεγγούνι, το καβάδι, το ζωνάρι, η καμπζέλα, το κοντογούνι και η σκούφια. Από Αιγοπελαγίτικη προέλευση ήταν ο τσουμπές.
Το γελέκι: γιλέκο το οποίο έχει το μέγεθος του ανδρικού και το φορούσαν πάνω από το πουκάμισο οι παντρεμένες. Ήταν από βαμβακερό ή λινό ύφασμα στον αργαλειό. Αποτελούσε ένα είδος στηθόδεσμου για να στηρίζει και να προβάλλει αρμονικά το στήθος. Μπροστά είχε ένα τετράγωνο άνοιγμα και από εκεί και κάτω ήταν κάθετα σχιζμένο και κούμπωνε με 4 κουμπιά. Δεξιά-αριστερά πολλές φορές έβαζαν χωνευτά καλάμια (μπανέλες) για να παίρνει σταθερή πλάγια κλίση το ρούχο. Το κενό ανάμεσα από το γελέκο και το πουκάμισο το γέμιζαν με κομμάτια ύφασμα για να δώσουν το ποθητό σχήμα στο μπούστο. Κάποια γελέκα ήταν κεντημένα και κάποια σκέτα. Το κεντημένο μέρος το έλεγαν πόντζο. Το χρώμα του ήταν πάντα άσπρο.
Το καμιζέτο: ήταν ένα άλλο είδος στηθόδεσμου από λινό ύφασμα του αργαλειού ή από βαμβακερό ύφασμα. Δεν έχει πλάτες όπως το γελέκι, αλλά περνιόταν στους ώμους με δύο λωρίδες και δενόταν στη μέση πίσω με δύο ταινίες στενές. Ήταν σε σχήμα παραλληλογράμμου και περνιόταν από μασχάλη σε μασχάλη. Φοριόταν πάνω από το γελέκι ως διακοσμητικό, γιατί ήταν κεντημένο, ή χωρίς το γελέκι πάνω από το πουκάμισο που είχε ακριβώς το ρόλο του γελεκιού. Τ ο φορούσαν για πρώτη φορά όταν γίνονταν νύφες. Η επίδρασή του ήταν Ιταλική.
Το κότολο: ήταν ένα είδος εσωτερικής φούστας (μεσοφόρι) κατασκευασμένο από μάλλινο, λινό ή βαμβακερό ύφασμα. Συναντιέται σε μεγάλη ποικιλία από άποψη χρώματος και διακόσμησης και δένεται στη μέση με περαστό σκοινί. Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και ήταν διακοσμημένο από υφαντές φιγούρες γεωμετρικών σχημάτων. Ήταν Ιταλικής προέλευσης. Οι νεόνυμφες φορούσαν πολλά κότολα μαζί από 4-8 για να κάνουν μεγάλο γύρο και έτσι να φαίνεται απλωτό το φουστάνι. Για τις χωριάτισσες είχε πρακτική αξία: όταν δούλευαν στα χωράφια ανασκούμπωναν το φουστάνι κάνοντας πίσω ουρά και έτσι φαίνονταν το κότολο, το οποίο ήταν πιο κοντό. Επίσης τα χειμωνιάτικα κότολα τις προστάτευαν από το κρύο.
Το φουστάνι: ήταν εφαρμοστό, στενό από τη μέση και πάνω και πλατύ, απλωτό με πλήθος κανάλια από εκεί και κάτω. Το πάνω μέρος του ραμμένο κυκλικά στη μέση με το κάτω μέρος λέγεται καμπλέζα. Το κάτω μέρος του ξεχύνεται πλούσιο ως τους αστραγάλους με καλοσιδερωμένα τα άπειρα κανάλια του. Η καμπλέζα είναι το πιο περιποιημένο μέρος του φουστανιου και αρκετά εφαρμοστό στη γυναίκα που το φορούσε.
Στο φόρεμα της ανύπαντρης η καμπλέζα ήταν κλειστή ως το λαιμό και κάθετα σχιστή ως τη μέση. Το ντεκολτέ (λαιμός) δεν έπρεπε να ήταν τολμηρός γι' αυτό ήταν στρογγυλός για να δίνει χάρη. Το άνοιγμα κούμπωνε με κουμπάκια χρωματιστά ή ζάβγες. Τα μανίκια της καμπλέζας είναι στενά και εφαρμοστά σε όλο το μήκος του χεριού.
Στο φόρεμα της παντρεμένης η καμπλέζα είναι ανοιχτή μπροστά, έχει ένα τετράγωνο άνοιγμα που σταματάει αρκετά πάνω από τη μέση. Από εκεί και μέχρι τη μέση είναι σχιστό και κουμπώνει με κουμπάκια. Επίσης η καμπλέζα ήταν στολισμένη με χάρτζα, καθώς και με όμορφα κεντήματα με χρυσάφι και ασήμι. Τα χάρτζα είναι ταινίες πλεγμένες με χρυσή κλωστή ή ασημένια και ραβόταν στην περιφέρεια κατά μήκος του ανοίγματος. Χάρτζα και κεντήματα έβαζαν περιφερειακά και στις άκρες των μανικιών.
Το καμιζέτο: ήταν ένα άλλο είδος στηθόδεσμου από λινό ύφασμα του αργαλειού ή από βαμβακερό ύφασμα. Δεν έχει πλάτες όπως το γελέκι, αλλά περνιόταν στους ώμους με δύο λωρίδες και δενόταν στη μέση πίσω με δύο ταινίες στενές. Ήταν σε σχήμα παραλληλογράμμου και περνιόταν από μασχάλη σε μασχάλη. Φοριόταν πάνω από το γελέκι ως διακοσμητικό, γιατί ήταν κεντημένο, ή χωρίς το γελέκι πάνω από το πουκάμισο που είχε ακριβώς το ρόλο του γελεκιού. Τ ο φορούσαν για πρώτη φορά όταν γίνονταν νύφες. Η επίδρασή του ήταν Ιταλική.
Το κότολο: ήταν ένα είδος εσωτερικής φούστας (μεσοφόρι) κατασκευασμένο από μάλλινο, λινό ή βαμβακερό ύφασμα. Συναντιέται σε μεγάλη ποικιλία από άποψη χρώματος και διακόσμησης και δένεται στη μέση με περαστό σκοινί. Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και ήταν διακοσμημένο από υφαντές φιγούρες γεωμετρικών σχημάτων. Ήταν Ιταλικής προέλευσης. Οι νεόνυμφες φορούσαν πολλά κότολα μαζί από 4-8 για να κάνουν μεγάλο γύρο και έτσι να φαίνεται απλωτό το φουστάνι. Για τις χωριάτισσες είχε πρακτική αξία: όταν δούλευαν στα χωράφια ανασκούμπωναν το φουστάνι κάνοντας πίσω ουρά και έτσι φαίνονταν το κότολο, το οποίο ήταν πιο κοντό. Επίσης τα χειμωνιάτικα κότολα τις προστάτευαν από το κρύο.
Το φουστάνι: ήταν εφαρμοστό, στενό από τη μέση και πάνω και πλατύ, απλωτό με πλήθος κανάλια από εκεί και κάτω. Το πάνω μέρος του ραμμένο κυκλικά στη μέση με το κάτω μέρος λέγεται καμπλέζα. Το κάτω μέρος του ξεχύνεται πλούσιο ως τους αστραγάλους με καλοσιδερωμένα τα άπειρα κανάλια του. Η καμπλέζα είναι το πιο περιποιημένο μέρος του φουστανιου και αρκετά εφαρμοστό στη γυναίκα που το φορούσε.
Στο φόρεμα της ανύπαντρης η καμπλέζα ήταν κλειστή ως το λαιμό και κάθετα σχιστή ως τη μέση. Το ντεκολτέ (λαιμός) δεν έπρεπε να ήταν τολμηρός γι' αυτό ήταν στρογγυλός για να δίνει χάρη. Το άνοιγμα κούμπωνε με κουμπάκια χρωματιστά ή ζάβγες. Τα μανίκια της καμπλέζας είναι στενά και εφαρμοστά σε όλο το μήκος του χεριού.
Στο φόρεμα της παντρεμένης η καμπλέζα είναι ανοιχτή μπροστά, έχει ένα τετράγωνο άνοιγμα που σταματάει αρκετά πάνω από τη μέση. Από εκεί και μέχρι τη μέση είναι σχιστό και κουμπώνει με κουμπάκια. Επίσης η καμπλέζα ήταν στολισμένη με χάρτζα, καθώς και με όμορφα κεντήματα με χρυσάφι και ασήμι. Τα χάρτζα είναι ταινίες πλεγμένες με χρυσή κλωστή ή ασημένια και ραβόταν στην περιφέρεια κατά μήκος του ανοίγματος. Χάρτζα και κεντήματα έβαζαν περιφερειακά και στις άκρες των μανικιών.
Τα φορέματα με τη χάρτζα τα φορούσαν εκτός από τις νεόνυμφες, στις γιορτές και κάθε Κυριακή. Η καθημερινή ενδυμασία δεν είχε χάρτζα. Χρώματα νυφικών φορεμάτων ήταν: το παγωνί, το καναρινί, το μελιτζανί, το ουρανί, το τριανταφυλλί, το λαδί, το θαλασσί και το ροζ. Τα φουστάνια ήταν από βαμβακερά, μεταξωτά ή μάλλινα υφάσματα τα οποία τα έφερναν στα μαγαζιά οι έμποροι με ειδική παραγγελία από την Ιταλία. Μονόχρωμα ή δίχρωμα υφάσματα που όμως η χρωματική τους μονοτονία “'έσπαγε” με σχηματοποιημένα κλαδιά ή άνθη ή γεωμετρικές διακοσμήσεις. Ανάλογα με το είδος του υφάσματος τα φουστάνια είχαν διαφορετικές ονομασίες όπως: το τμπέρι. Η ποπλίνα, το τεσόρ, τα κλαδωτά, τα σεβιότικα και το ρούχο. Για να κατασκευαστεί ένα φόρεμα χρειάζεται 6.40m ύφασμα.
Η σπαλέτα: ήταν το εντυπωσιακό μπροστομάντηλο που φορούσαν οι νύφες και όλες οι παντρεμένες Λευκαδίτισσες. Το κρέπι είναι η μεταξωτή σπαλέτα σε ανοιχτό ή σκούρο χρώμα με καφασωτά κρόσσια γύρω του. Οι νύφες το φορούσαν σε χρώμα λευκό, ροζ ή κίτρινο. Η σπαλέτα ήταν σε ανοιχτά και χαρούμενα χρώματα, μεταξωτή ή βαμβακερή με πλούσια κρόσσια και όμορφες υφαντές φιγούρες σε απαλόχρωμους συνδυασμούς. Απαραίτητο συμπλήρωμα και στολίδι της σπαλέτας ήταν τα χρυσαφικά. Τα βασικά χρυσαφικά ήταν: οι σπίλες, τα ποντάλια, οι καρφοβέλονοι και οι στηθοβελόνες (όλα είδη καρφίτσας). Τα φορούσαν ανάλογα με την επισημότητα της μέρας, την ηλικία και την οικονομική θέση.
Η μπέρτα: ήταν κάλυμμα της πλάτης δίχως μανίκια και την φορούσαν όπως την σάρπα σαν γιορτινό ρούχο. Είναι σχεδόν κυκλική και καθώς την έριχναν στην πλάτη, κατέβαινε κυκλικά ως το μεσοκόρμι τους. Τα χρώματα που την βρίσκουμε είναι: πράσινο, κόκκινο, σκούρο καφέ, μαύρο και γαλάζιο. Είναι φτιαγμένες από μαλλί και τις έπλεκαν μόνες τους οι γυναίκες με διάφορα σχέδια πλεξίματος. Τις συναντάμε μονές ή διπλές (τις χειμωνιάτικες).
Ο τσουμπές: είναι ένας επενδυτής του νυφικού φορέματος, ο οποίος σκεπάζει τους ώμους και τις πλάτες, κατεβαίνει ως κάτω και σέρνεται απλωτός με καλοσιδερωμένα κανάλια-πιέτες. Είναι κατακόρυφα ανοιχτός και δεν κουμπώνει πουθενά. Τα μανίκια του τσουμπέ είναι κοντά, λίγο πιο πάνω από τους αγκώνες. Στην κλείδωση του ώμου είναι φουσκωτά και από εκεί και κάτω στενά και εφαρμοστά. Στο στένωμα των μανικιών υπάρχουν διακοσμήσεις με χάρτζα, μεταξογάϊτανα και χρυσά σιρίκια. Ο τσουμπές είναι κεντημένος στην πλάτη μέχρι την μέση με χρυσή κλωστή. Το χρώμα του τσουμπέ είναι ίδιο με το χρώμα του νυφικού φορέματος. Το ύφασμα είναι συνήθως μεταξωτό.
Το φέσι: φέσι χρυσοκέντητο και όμορφα στολισμένο. Το χρώμα της πρώτης του επιφάνειας είναι μαύρο σε ύφασμα βελούδινο. Η βελούδινη επιφάνεια ήταν κεντημένη συνήθως με άνθη, φύλλα και διάφορες γραμμικές συνθέσεις.
ΑΞΕΣΟΥΑΡ ΝΥΦΙΚΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ
Άσπρα γάντια
Σκουλαρίκια: Λευκαδίτικα χρυσά σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες.
Μπόκολες: είναι κοσμήματα του αυτιού πιο μικρά από τα σκουλαρίκια, τα οποία οι νύφες φορούσαν 3-4 ζευγάρια ενωμένα μαζί.
Σκουλαρίκια: Λευκαδίτικα χρυσά σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες.
Μπόκολες: είναι κοσμήματα του αυτιού πιο μικρά από τα σκουλαρίκια, τα οποία οι νύφες φορούσαν 3-4 ζευγάρια ενωμένα μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου