Ζάκυνθος, Τρίτη 11 Αυγούστου 1953 05:30 πρωί.
Ένα γερό ταρακούνημα της γης μας ανάγκασε να
σηκωθούμε
τρομαγμένοι από τα κρεββάτια μας και ντυμένοι όπως- όπως
να τρέξουμε να αναζητήσουμε την ασφάλεια ενός ανοιχτού
χώρου. Το σπίτι μας στην οδό Κομούτου 22 είχε πάθει ζημιές
και ο νότιος εξωτερικός τοίχος του είχε γείρει προς τα έξω .
Στη διαδρομή μέχρι την πλατεία Σολωμού που τελικά
καταλήξαμε, παρατήρησα ότι πολλά σπίτια είχαν πάθει
μικροζημιές. Το βράδυ εκείνης της ημέρας διανυκτερεύσαμε
στο σπίτι της μίας θείας μου της που ήταν στη περιοχή της
Αγ. Τριάδας κοντά στις Φυλακές. Δεν αισθανθήκαμε άλλους
σεισμούς. Όλη την νύχτα δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε
διότι
οι κρατούμενοι των φυλακών (στην πλειοψηφία τους
πολιτικοί
κρατούμενοι) είχαν σκαρφαλώσει στα κάγκελα των
παραθύρων και φώναζαν απελπισμένοι για να τους
μεταφέρουν σε άλλον ασφαλή χώρο.
Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953 ώρα 10:30 πρωί.
Ξεκινήσαμε με την μητέρα μου και τον μικρό μου αδελφό
από
το σπίτι της θείας μου όπου διανυκτερεύσαμε για να πάμε
στο σπίτι της θείας της Ιωάννας που ήταν δίπλα από την
εκκλησία του Αγ. Παύλου……
Περάσαμε από την Αγ. Τριάδα, την Σάντα Μαρία,, την
Μητρόπολη, την πλατεία Αγ. Μάρκου, τον Παντοκράτορα, το
Γιοφύρι, την Ευαγγελίστρια φτάσαμε στη Πλατεία Ρούγα,
περάσαμε την Νομαρχία( μέγαρο Ρώμα), τον Άγ Στέφανο, τα ‘’
γκρεμισμένα’’ από τους κατοχικούς βομβαρδισμούς των
συμμάχων σπίτια, το πλάτωμα της Ανάληψης στα δεξιά μας,
το πλάτωμα των Αγ. Σαράντα στα αριστερά μας, τα
Τσαρουχαρέικα και φτάσαμε στο προορισμό μας…… Ποτέ
δεν θα μπορούσα τότε να φανταστώ, πως ήταν η τελευταία
φορά που αντίκριζα τα γνώριμα εκείνα μέρη.
Κάποια στιγμή γύρω στις 11:30, ακούστηκε ένα φοβερό
υποχθόνιο μουγκρητό που από την έντασή του μαντέψαμε
το
τι θα επακολουθούσε……..
Η γη άρχισε να τρέμει, εμείς πιαστήκαμε από τους ώμους σε
κύκλο, σαν να επρόκειτο να χορέψουμε, ο χορός άρχισε με
το
ρυθμό που της έδινε ο Εγκέλαδος και ενώ η γη ατέλειωτα
σάλευε βίαια δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω , πάνω κάτω,
ενώ
ακουγόταν ο ορυμαγδός των σπιτιών μιας ολόκληρης πόλης
που κατέρρεαν. ……
Κάποτε το σάλεμα σταμάτησε και έτρεξα προς το παράθυρο
του δρόμου και κοίταξα έξω……Το θέαμα που αντίκρισα
ήταν
φοβερό ! Δρόμος πλέον δεν φαινόταν, σκεπασμένος σε
ύψος
περίπου δύο μέτρων, με αγκωνάρια, κεραμίδια, εξώφυλλα
παραθύρων με γρίλιες, καλώδια, σιδερικά που θαμπά
διακρίνονταν μέσα στο σύννεφο σκόνης που είχε σηκωθεί,
πάνω από τα ερείπια της ανύπαρκτης πλέον μέσα σε λίγα
δευτερόλεπτα πόλης..
Μια παγερή σιωπή είχε απλωθεί, που άφηνε να ακουστούν
πιο έντονα οι μυριόστομες κραυγές και οιμωγές των
ανθρώπων που είχαν εγκλωβιστεί στο άμορφο πλέον
Τζάντε……………..
Ένας πολιτισμός και η ιστορία 500 χρόνων χάθηκε μέσα σε
λίγα δευτερόλεπτα για πάντα…
Ένα γερό ταρακούνημα της γης μας ανάγκασε να
σηκωθούμε
τρομαγμένοι από τα κρεββάτια μας και ντυμένοι όπως- όπως
να τρέξουμε να αναζητήσουμε την ασφάλεια ενός ανοιχτού
χώρου. Το σπίτι μας στην οδό Κομούτου 22 είχε πάθει ζημιές
και ο νότιος εξωτερικός τοίχος του είχε γείρει προς τα έξω .
Στη διαδρομή μέχρι την πλατεία Σολωμού που τελικά
καταλήξαμε, παρατήρησα ότι πολλά σπίτια είχαν πάθει
μικροζημιές. Το βράδυ εκείνης της ημέρας διανυκτερεύσαμε
στο σπίτι της μίας θείας μου της που ήταν στη περιοχή της
Αγ. Τριάδας κοντά στις Φυλακές. Δεν αισθανθήκαμε άλλους
σεισμούς. Όλη την νύχτα δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε
διότι
οι κρατούμενοι των φυλακών (στην πλειοψηφία τους
πολιτικοί
κρατούμενοι) είχαν σκαρφαλώσει στα κάγκελα των
παραθύρων και φώναζαν απελπισμένοι για να τους
μεταφέρουν σε άλλον ασφαλή χώρο.
Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953 ώρα 10:30 πρωί.
Ξεκινήσαμε με την μητέρα μου και τον μικρό μου αδελφό
από
το σπίτι της θείας μου όπου διανυκτερεύσαμε για να πάμε
στο σπίτι της θείας της Ιωάννας που ήταν δίπλα από την
εκκλησία του Αγ. Παύλου……
Περάσαμε από την Αγ. Τριάδα, την Σάντα Μαρία,, την
Μητρόπολη, την πλατεία Αγ. Μάρκου, τον Παντοκράτορα, το
Γιοφύρι, την Ευαγγελίστρια φτάσαμε στη Πλατεία Ρούγα,
περάσαμε την Νομαρχία( μέγαρο Ρώμα), τον Άγ Στέφανο, τα ‘’
γκρεμισμένα’’ από τους κατοχικούς βομβαρδισμούς των
συμμάχων σπίτια, το πλάτωμα της Ανάληψης στα δεξιά μας,
το πλάτωμα των Αγ. Σαράντα στα αριστερά μας, τα
Τσαρουχαρέικα και φτάσαμε στο προορισμό μας…… Ποτέ
δεν θα μπορούσα τότε να φανταστώ, πως ήταν η τελευταία
φορά που αντίκριζα τα γνώριμα εκείνα μέρη.
Κάποια στιγμή γύρω στις 11:30, ακούστηκε ένα φοβερό
υποχθόνιο μουγκρητό που από την έντασή του μαντέψαμε
το
τι θα επακολουθούσε……..
Η γη άρχισε να τρέμει, εμείς πιαστήκαμε από τους ώμους σε
κύκλο, σαν να επρόκειτο να χορέψουμε, ο χορός άρχισε με
το
ρυθμό που της έδινε ο Εγκέλαδος και ενώ η γη ατέλειωτα
σάλευε βίαια δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω , πάνω κάτω,
ενώ
ακουγόταν ο ορυμαγδός των σπιτιών μιας ολόκληρης πόλης
που κατέρρεαν. ……
Κάποτε το σάλεμα σταμάτησε και έτρεξα προς το παράθυρο
του δρόμου και κοίταξα έξω……Το θέαμα που αντίκρισα
ήταν
φοβερό ! Δρόμος πλέον δεν φαινόταν, σκεπασμένος σε
ύψος
περίπου δύο μέτρων, με αγκωνάρια, κεραμίδια, εξώφυλλα
παραθύρων με γρίλιες, καλώδια, σιδερικά που θαμπά
διακρίνονταν μέσα στο σύννεφο σκόνης που είχε σηκωθεί,
πάνω από τα ερείπια της ανύπαρκτης πλέον μέσα σε λίγα
δευτερόλεπτα πόλης..
Μια παγερή σιωπή είχε απλωθεί, που άφηνε να ακουστούν
πιο έντονα οι μυριόστομες κραυγές και οιμωγές των
ανθρώπων που είχαν εγκλωβιστεί στο άμορφο πλέον
Τζάντε……………..
Ένας πολιτισμός και η ιστορία 500 χρόνων χάθηκε μέσα σε
λίγα δευτερόλεπτα για πάντα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου