Το αεροπλάνο της Aegean airlines ,είχε αρχίσει πιά την καθοδική του πορεία., για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας.
Και ο Σπύρος, ο uncle Spiros, καθισμένος στην πρώτη σειρά επιβατών πλάι στο πάράθυρο, ρουφούσε με τον αισθητήρα της ψυχής του την αντηλιά της θάλασσας του Ιονίου και τις ατέλειωτες αποχρώσεις του πράσινου , που τις έσπαζαν με μικρές κόκκινες πινελιές οι ανθισμένες κουκουκιές και οι στέγες των σκόρπιων σπιτιών. ΄΄ Η Κέρκυρα…Oh my god…η Κέρκυρα '' έλεγε και ξανάλεγε με λαχτάρα και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης για την ζωή, που τον αξίωσε να ξαναδεί έστω και αργά , τον τόπο που γεννήθηκε..
Πόσα χρόνια είχε να κλάψει, στ' άλήθεια΄, Ούτε αυτός δεν θυμόταν . Ίσως από τότε, που δεκαεφτάχρονο ακόμα παιδί, βρέθηκε ολομόναχος στους δρόμους της Νέας Υόρκης, με μια μικρή βαλίτζα και μια αλλαξιά ρούχα. Αλλά και τότε…δεν θυμόταν να είχε κλάψει. Πείνασε, πάγωσε, αλλά δεν έκλαψε.΄ Εκρυψε καλά τον πόνο στα κατάβαθα της ψυχής του , γιατί έπρεπε να επιβιώσει, Και τα κατάφερε..
Kι όμως o uncle Spiros, ο επονομαζόμενος και Αμλέτος, είχε κλάψει. Για μία και μοναδική φορά.
Ήταν Απρίλης , όπως και τώρα.. Του έτους 1962. Γύρισε σπίτι του το βράδυ της Μεγαλης Τρίτης, κρατώντας στα χέρια μια στολή της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κέρκυρας, της Παλιάς, όπως την λένε οι Κερκυραίοι, με τα χρώματα της σημαίας της Ιονίου Πολιτείας, το μπορντώ και το βαθύ μπλέ. '' Θα βγώ στη λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου'', φώναξε γεμάτος ευτυχία στη μάννα του. ''Μου το είπε ο μαέστρος. Μου΄έδωσαν κι αυτή την στολή, να τη κοντίνεις.''. Η μάννα, του χάιδεψε το κεφάλι και έβαλε την στολή δίπλα στη ραπτομηχανή. ''Καλά, θα την προβάρουμε αύριο.'' ''Μάνα,΄πρέπει να φοράω μαύρα παπούτσια΄΄της είπε διστακτικά και κοίταξε τα παπούτσια που φορούσε, το μοναδικό ζευγάρι που είχε , κάτι χιλιομπαλωμένα παλιοπάπουτσα που κάποτε ήταν άσπρα και τώρα ακαθόριστου χρώματος. ΄΄Δεν έχω λεφτά να σου πάρω, ψυχή μου. Φτάνουνε ίσα ίσα να κάνουμε Πάσχα.''. Και σα νά ΄νοιωσε την απογοήτευσή του ,συμπλήρωσε.' 'Μη στενοχωριέσαι ,καρδιά μου. Του χρόνου να μαστε καλά και θα σου πάρω καινούργια. Θα βγεις του χρόνου στην λιτανεία''..
Δεν ανταλλάξανε άλλη κουβέντα. Ο Σπύρος όμως, ένοιωσε όλο τον κόσμο του να γκρεμίζεται. Να γίνεται κομμάτια και θρύψαλα ,σαν τα καπνισμένα ακόμα ερείπια, της παλιάς, αρχοντικής πόλης . Αλλά δεν έσταξε ούτε ένα δάκρυ από τα μάτια του.. Το απόγιομα της άλλης μέρας, είδε πάνω στο κρεββάτι του, τυλιγμένα σ ένα άσπρο πανί, ένα ζευγάρι μαύρα, ολοκαίνουργια παπούτσια, λουστρίνια. Τα ΄πιασε στο χέρι του και τα κρατούσε ευλαβικά, σαν να ταν το άγιο δισκοπότηρο και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα και να πέφτουν πάνω στα αλέκιαστα ακόμα λουστρίνια. Και μια τα πότιζε με το δάκρυ του, μια τα σκούπιζε με το άσπρο πανί, για να μην χάσουν τη γυαλάδα τους. "'Μου τα δάνεισε η σιόρα Κάτε , η γειτόνισσα ΄΄του είπε η μάνα του. '' Είναι τα γαμπριάτικα του άντρα της. Πρόσεχε, κακομοίρη μου, μη τα χαλάσεις''.
Ο Σπύρος ήταν ευτυχισμένος. Καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας την στολή που του είχε κοντύνει η μάνα του και καμάρωνε τα μαύρα του λουστρίνια ,που τα είχε παραγιομίσει με χαρτιά, γιατί ήταν τρία νούμερα μεγαλύτερα.
Και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου….Ω, τι Μεγάλο Σάββατο ήταν εκείνο….Βγήκε στην λιτανεία με την Παλιά, φορώντας την στολή του με τα σειρήτια, το χρυσό κράνος με τις κόκκινες φούντες, που αστραφτοκοπούσε από το χάιδεμα του ήλιου και τα ολοκαίνουργια παπούτσια., που γυάλιζαν πιο πολύ κι από το κράνος του. Και όπως έπαιζε η μπάντα τη θεική μελωδία του Αμλέτου, ο Σπύρος ,από τη μια έπαιζε το κλαρίνο, διαβάζοντας τις νότες από την παρτιτούρα που είχε μπροστά του και από την άλλη κοίταζε με καμάρι τα άπειρα πλήθη του κόσμου που είχε μαζευτεί για να δει και ν΄ακούσει. Να ακούσει μόνο εκείνον…¨ Ηξερε πως ανάμεσα στο κόσμο ήταν η μάνα και οι αδελφές του, οι γειτόνισσες από την Πόρτα Ρεμούντα, η σιόρα Κάτε με τον άντρα της, οι φίλοι του και οι ζηλόφθονοι συμμαθητές του. Και το φτωχό ορφανό, ένοιωσε να ψηλώνει από χαρά και περηφάνια, τόσο, που δεν κατάλαβε ότι έσερνε τα πόδια του, γιατί τα παπούτσια ήταν έτοιμα να του φύγουν.
Ο Σπύρος ο Μίτσουλης ,έτσι ήταν το όνομά του, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη γειτονιά της Πόρτα Ρεμούντα , λίγα χρόνια μετά τον μεγάλο πόλεμο. Το πατρικό του ήταν μικρό, ένα παλιό τριάρι στον τέταρτο όροφο μιάς αιωνόβιας πολυκατοικίας, κτισμένης ίσως από την εποχή των Ενετών. Αλλά ήταν αρκετά ευρύχωρο ,για να χωρέσει την αγάπη των γονιών του και τα παιδικά όνειρα του ίδιου και της μεγαλύτερης κατά ένα χρόνο ,αδελφής του. Ο πατέρας του δούλευε στο εργοστάσιο του Δεσύλλα, σαν υπεύθυνος μηχανής. Δεν ήταν πλούσιοι, αλλά ζούσαν καλά. Πολύ καλύτερα από τους γειτόνους, που έψαχναν ακόμα το μεροκάματο , σε μια ρημαγμένη από τον πόλεμο, πολιτεία.
'Ένα πρωί , άκουσε τη μάνα του να ουρλιάζει και να οδύρεται. ΄΄Πέθανε ο πατέρας σου'', του είπε. Το Πιστοποιητικό θανάτου, έγραφε ως αιτία την ανακοπή καρδιάς. Αργότερα όμως έμαθε από την μάνα του, ότι πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία, εξ αιτίας εργατικού ατυχήματος. Τα αφεντικά του εργοστάσιου κατάφεραν να το κουκουλώσουν και είτε από συμπόνοια , είτε για να αποφύγουν τις συνέπειες, της έδωσαν κάτι λίγα λεφτά και της πρότειναν να δουλέψει στο εργοστάσιο. Έτσι η μάνα μπήκε εργάτρια και τις δουλειές του σπιτιού, τις ανέλαβε η αδελφή του. ''Θέλω κι εγώ να δουλέψω μάνα'' της είπε μια μέρα σοβαρός- σοβαρός ο Σπύρος ΄΄Εσύ θα μάθεις γράμματα, Μου κάνει χάρη να τρώμε συνέχεια ζεγκούνους και πρικαλίδα , αλλά θα σε σπουδάσω''.
'Ελα όμως, που δεν άρεσαν στο Σπύρο τα αναθεματισμένα τα γράμματα. Προτιμούσε να κάθεται στο λιμάνι να χαζεύει τα καράβια και ο νους του ταξίδευε μακρυά. Καμιά φορά, έκανε και κανένα θέλημα, δούλευε σαν αχθοφόρος και του δίνανε κάποιο χαρτζιλίκι. ''Αυτά τα λεφτά θα τα φυλάξω κι όταν γίνουν πολλά, θα αγοράσω δικό μου κλαρίνο.''
Και το έλεγε με μεγάλη σοβαρότητα ο Σπύρος. Γιατί μπορεί να μην αγαπούσε τα γράμματα ,αλλά λάτρευε την μουσική. Καθόταν με τις ώρες κάτω από το κτίριο της Παλιάς Φιλαρμονικής και άκουγε τους μουσικούς να κάνουν πρόβες. Του άρεσαν οι ουβερτούρες από τις όπερες , αλλά ποιο πολύ τα πένθιμα εμβατήρια, οι μάρσιες φουνέμπρε, της Μεγάλης Εβδομάδας. Και η μεγάλη του αγάπη , ήταν ο Αμλέτος.. Ήξερε απ έξω κάθε νότα, κάθε μελωδία και έπαιζε τη μουσική με τα χείλη του και τον ρυθμό με τα χέρια του. Ωσπου μια μέρα, ανέβηκε τα σκαλιά της Παλιάς Φιλαρμονικής. ''.Θέλω να μάθω κλαρινέτο΄΄, είπε με θάρρος στο δάσκαλο. Και το έλεγε με τόση σιγουριά και αυτοπεποίθηση, που ο δάσκαλος δεν τόλμησε να κάνει άλλες ερωτήσεις. Έτσι ο Σπύρος, άρχισε να μαθαίνει μουσική. Πρώτος ερχόταν στις πρόβες, τελευταίος έφευγε. Πήγαινε ακόμα και όταν δεν είχαν πρόβα και έπαιζε κλαρίνο μοναχός του. Φυσικά η μάνα του δεν είχε αντίρρηση. Γιατί στη συνείδηση του Κερκυραίου ,πρώτα μετράει το πεντάγραμμο και μετά το αλφαβητάρι.
Για δύο ολόκληρα χρόνια, ο Σπύρος δεν έλλειψε από το μάθημα. Πήγαινε ακόμα κι όταν είχε πυρετό. Είχε πάρει μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις της Φιλαρμονικής, αλλά ποτέ σε λιτανεία. Και ήταν η μέγιστη ανταμοιβή και αναγνώριση ,όταν άκουσε τον μαέστρο, να του λέει. '' Θα βγεις με τους μεγάλους, στη λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου ''.
Το αεροπλάνο της Aegean airlines , είχε ήδη προσγειωθεί, στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας. Και οι ανυπόμονοι ταξιδιώτες, κατέβαιναν βιαστικά τη σκάλα εξόδου, για να βρεθούν στην αγκαλιά των δικών τους .
Τελευταίος περίμενε ο Σπύρος , για να τον κατεβάσουν οι αεροσυνοδοί από την ειδική ράμπα, που κατεβάζουν τα αναπηρικά καροτσάκια. Γιατί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο uncle Spiros, o Aμλέτος, ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Τον συνόδευε ο εγγονός του , Σπύρος κι αυτός , δεκαεννιά χρονώ παλληκάρι, το μοναχοπαίδι της κόρης του Ανδριάνας.
Στο αεροδρόμιο, δεν τον περίμενε κανένας. Δεν είχε ειδοποιήσει κανένα, άλλωστε. Αλλά αυτό δεν λιγόστευσε την συγκίνησή του.
Τον υποδέχτηκε η αλμύρα της λιμνοθάλασσας, ,τα γλαρόνια που πέταγαν ασταμάτητα πάνω από το Ποντικονήσι, η πολυαγαπημένη του Κέρκυρα, στολισμένη με τα ποιο όμορφα, τα ποιο ακριβά της άνθη. Και πάνω απ όλα τον περίμεναν οι αναμνήσεις , που είχαν πλημμυρίσει τα στεγανά της ψυχής του και ξεχύνονταν τώρα ασταμάτητα από τα μάτια του.
'' This is my home '' έλεγε με καμάρι στον εγγονό του.
Είχαν κλείσει δωμάτιο, στο ξενοδοχείο Corfou Pallace. Το θυμόταν καλά ο Σπύρος, από την εποχή που το κτίζανε. Έπαιζε με τους φίλους του πάνω στις σκαλωσιές και τους κυνηγούσαν οι εργάτες να φύγουν, για να μην γίνει ατύχημα. Κι όταν τελείωσε και μπήκαν οι πρώτοι τουρίστες, ήταν στ΄άλήθεια το στολίδι της πόλης. Με τα βαρειά χαλιά και τις κουρτίνες του, με τους ολάνθιστους κήπους, γεμάτους τριαντάφυλλιές και με την τεράστια, για τα παιδικά του μάτια, πισίνα, που καθρεφτιζόταν στα νερά της το σκελετωμένο κουφάρι της Ιόνιας Ακαδημίας.
Πέρασαν κιόλας πενήντα χρόνια, συλλογίστηκε , όπως το βλέμμα του πλανιόταν στον κόλπο της Γαρίτσας., μέχρι την άκρη του Ανεμόμυλου. Έτσι απλά… Σαν ένα ανοιγόκλειμα του ματιού. Κι ένοιωσε στο μαραμένο μάγουλό του, το τελευταίο φιλί της μάνας του, όταν τον αποχαιρετούσε. ''΄Να πας στο καλό καρδιά μου. Να σε φυλάει ο Άγιος μας, εκεί στα ξένα που θα αρρεντέβεις''. 'Εχωσε μέσα στη τσέπη από το σακάκι του ένα φυλακτό και τον ξεπροβάδισε. μέχρι τη σκάλα του ''Αγγέλικα΄'' που ετοιμαζόταν να σαλπάρει για Πειραιά.. Δεν την ξανάδε από τότε τη μάνα του. Ούτε στην κηδεία της δεν αξιώθηκε νάρθει. Έστελνε τακτικά κάποια χρήματα , πότε στη μάνα όσο ζούσε και πότε στην αδελφή του μέχρι που παντρεύτηκε. Και ύστερα .. τίποτε. Έχασαν με τον καιρό κάθε επικοινωνία.
Αυτή η απέραντη και απάνθρωπη πολιτεία της Νέας Υόρκης, φέρθηκε έντιμα απέναντί του. Την δούλεψε και την πότισε με τον ιδρώτα του, της χάρισε την ικμάδα της νιότης του και άπλωσε μέσα στο χώμα της τις ρίζες του, φτιάχνοντας σπίτι και φαμελιά. Κι αυτή τον αντάμοιψε. Τον τάισε και τον πότισε, τον έντυσε και τον πόδησε, του έδωσε στέγη να βάλει το κεφάλι του , σπούδασε τα παιδιά του. Κι όταν πια τα γρανάζια του κορμιού του ,φαγώθηκαν , από το πολύχρονο σκληρό μεροδούλι, του χάρισε αυτό το μοντέρνο αναπηρικό καροτσάκι, τελευταία λέξη της τεχνολογίας
Ο uncle Spiros δεν έκανε μεγάλη περιουσία στην Αμερική. Έζησε όμως καλά.. Όταν βγήκε στην σύνταξη, αγόρασε ένα ακριβό κλαρινέτο και περνούσε μαζί του, ώρες ατέλειωτες. Και τι δεν είχε μάθει να παίζει. Ακόμα και jazz . To αγαπημένο του όμως κομμάτι, παρέμεινε ο Αμλέτος. Και σε όλες τις φιλικές συναθροίσεις, μιλούσε πάντοτε για την Κέρκυρα ,για τις φιλαρμονικές, για τις λιτανείες της Μεγάλης Εβδομάδας και φυσικά για τον Αμλέτο .Οι άτυχοι συνδαιτυμόνες του , είχαν ακούσει πάνω από χίλιες φορές., ότι ο Αμλέτος είναι κομμάτι από όπερα του Ιταλού συνθέτη Φάτσιο, ότι παιζόταν μόνο στην Κέρκυρα από την Παλιά ,στην λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου και ότι μόνο αν ακούσεις τις τούμπες να παίζουν στο καντούνι στις Καρντελάκουες, μπορείς να καταλάβεις το μεγαλείο της Ανάστασης. Και τον άκουγαν να μονολογεί κάθε χρονιά την Μεγάλη Εβδομάδα. '' Πάσχα χωρίς Αμλέτο, είναι ομελέτα χωρίς αυγά ''. Έτσι σιγά σιγά, του κόλλησαν το παρατσούκλι '' ο Αμλέτος'' . Και τον φώναζε όλη η ομογένεια, με αυτό το όνομα. Είναι αλήθεια, ότι ονειρευόταν πολλά χρόνια, αυτό το ταξίδι της επιστροφής. Μα πάντα δίσταζε. Φοβόταν, ότι θα ήταν δύσκολο να αντικρύσει το σήμερα, μα κατά βάθος ,φοβόταν το χθές. Και όμως….όλα έμοιαζαν να είναι ίδια ,όπως παλιά.. Οι ανθισμένες καστανιές στην Άνω Πλατεία, τα μικρά τραπεζάκια στα βόλτα του Λιστόν, το χορταριασμένο Παλιό φρούριο με τους γκρεμισμένους προμαχώνες .Ακόμα και η γειτονιά του στην Πόρτα Ρεμούντα, με τα μικρά ταβερνάκια ,που τη φόρτωσαν με ΄κείνη την τσιμεντένια ακαλαίσθητη πλατεία , μπροστά από το Δημαρχείο. Και το πατρικό του σπίτι έστεκε ακόμα εκεί, άβαφτο, με μισοσάπια παράθυρα , μισό αιώνα πιο παλιό. Είχε παραχωρήσει στην αδελφή του, το μερίδιο που του αναλογούσε από την πατρική περιουσία και εκείνη πούλησε το σπίτι σε κάποιους Βορειοηπειρώτες, χωρίς ποτέ να τον ρωτήσει αν ενδιαφέρεται να το αγοράσει.
Το πρώτο μέλημα του Σπύρου ,ήταν να πάει στο νεκροταφείο, να ανάψει ένα κερί στον τάφο των γονέων του. «Όταν πεθάνω ,δεν θέλω να με θάψετε στην Αμερική» είπε στον εγγονό του. «Θέλω να με φέρετε εδώ. Δίπλα στην μάνα μου». Ο νέος χαμογέλασε «Θα ζήσεις πολλά χρόνια ακόμα, grandfather». Ύστερα ζήτησε να πάνε στην οδό Νικηφόρου Θεοτόκη , τη γνωστή «Πιάτσα» των Κερκυραίων, για να ακούσει τις πρόβες έξω από το κτίριο της Παλιάς Φιλαρμονικής. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος., ντόπιοι και ξένοι, που αποθανάτιζαν με το Ι phone τους ,αυτό το μοναδικό συνταίριασμα ηχητικής αρμονίας ,που μόνο στην Κέρκυρα μπορείς να συναντήσεις. Από την μια μεριά του δρόμου, το επιβλητικό αντίφωνο ''΄Σήμερον κρεμάται επί ξύλου'' από τους ψάλτες της Παναγίας των Ξένων και από την άλλη, τα πονεμένα ρέκβιεμ της δυτικής μουσικής, από την μπάντα της Παλαιάς. Και ξάφνου, μια διαπεραστική φωνή ,διέκοψε την ευλαβική σιγή των παρευρισκομένων. ΄΄Ο Αμλέτος. ..Παίζουν τον Αμλέτο ''. ΄Ηταν ο Σπύρος, που κτυπιόταν σαν μικρό παιδί πάνω στο καροτσάκι του και έσφιξε το χέρι του εγγονού του τόσο δυνατά , που παρ΄ όλίγο να το σπάσει. Το απόγιομα της Μεγάλης Παρασκευής ,ακολούθησε την περιφορά του Επιταφίου, από την εκκλησία της γειτονιάς του, την Αγία Παρασκευή. Προχωρούσε καμαρωτός μέσα στο καροτσάκι του , πίσω από το πλήθος των πιστών και ανέτρεξε στα παιδικά του χρόνια, όταν ντυμένος παπαδοπαίδι, παραστεκόταν δίπλα στον κυρ Δημήτρη, το γείτονά του, που είχε τάμα να μεταφέρει κάθε χρόνο, την σκόλα της Αγίας. Και κατόπι ,παρ όλη την κούραση του ,άντεξε να παρακολουθήσει την περιφορά του λαμπρού επιτάφιου της Μητροπόλεως και τα τρεμάμενα χείλη του ,έψαλαν μετά από τόσα χρόνια. ''¨Ω, γλυκύ μου έαρ ''
Αχνοφέγγιζε η μέρα του Μεγάλου Σαββάτου ,που προοιωνιζόταν ζεστή και ηλιόλουστη. Ο Σπύρος ξύπνησε από τα χαράματα και άρχισε να ντύνεται με τη βοήθεια του εγγονού του. Φόρεσε το καινούργιο του κοστούμι, μία βαθυγάλαζη γραβάτα και ένα ζευγάρι κολαριστά μαύρα λουστρίνια , στα σακάτικα και παράλυτα πιά πόδια του. Και έφυγαν βιαστικά να πιάσουν θέση , κάπου εκεί κοντά στο παλιό Δημαρχείο, πριν πλακώσουν τα στίφη των τουριστών και τους στριμώξουν σε κάποια γωνιά. Περίμεναν πάνω από μια ώρα, ώσπου να ακούσουν τον ήχο της καινούργιας Φιλαρμονικής '' Καποδίστριας'' που προπορεύεται πλέον στις λιτανείες. Σε λίγο, με απόλυτη τάξη και κατάνυξη, άρχισαν να περνούν από μπροστά του, ευσταλείς μαθητές, σκόλες παμπάλαιες, ζωγραφισμένες με ξακουστών πιτόρων τον χρωστήρα και φανταχτερές, πολύχρωμες φιλαρμονικές, με αμέτρητους μουσικούς.. Ολάκερη στρατιά. Και στο βάθος, πίσω από το σκήνωμα του πολυλατρεμένου ΄Αγιου της Κέρκυρας που χοροστατούσε ασκεπής , μέσα στην ασημένια του λάρνακα, ακολουθούσε ο ανθοστόλιστος επιτάφιος , προστατευμένος από το πένθιμο μωβ μπαρλακί ,σίγουρος ότι σε λίγη ώρα ,θα σημάνουν οι καμπάνες της Ανάστασης Κι όπως τα μάτια του κοίταζαν αχόρταγα ,άκουσε ξαφνικά την γλυκιά μελωδία του Αμλέτου και ένοιωσε τις τούμπες να παίζουν όλες μαζί , να δονείται το καντούνι , να αντιβουίζει ο ήχος πάνω στους παλιούς τοίχους των ψηλών σπιτιών και να στέλνει το θρηνητικό σπάραγμα του πεθαμένου Χριστού στον ουρανό. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς ο Παράδεισος, συλλογίστηκε.
Έκλεισε τα μάτια και έβλεπε πια με τα μάτια της ψυχής του, τη μπάντα των ασπροφορεμένων αγγέλων να οδηγούν τον αναστημένο Χριστό στο θρόνο του παράδεισου ,με την θεϊκή μελωδία του Αμλέτου. Και είδε ασπροντυμένο τον εαυτό του, δεκαπεντάχρονο παιδί να είναι ανάμεσα στους αγγέλους και να παίζει το κλαρίνο του, φορώντας τα μαύρα γυαλιστερά λουστρίνια του. Και είδε την μάνα και τον πατέρα του να τον καμαρώνουν και την σιόρα Κάτε μαζί με τον άντρα της.
Και δεν ξύπνησε ποτέ από το όνειρο. Μάταια ο εγγονός του τον σκουντούσε και φώναζε '' Grandfather, graηdfather.''
To αεροπλάνο της Aegean airlines ξεκίνησε την προγραμματισμένη πτήση του από την Κέρκυρα στην Αθήνα. Μα ο Σπύρος ο Αμλέτος, δεν ήταν πιά στην λίστα των επιβατών..
Ξεκουραζόταν στον φρεσκοσκαμμένο τάφο του , αμέριμνος και ευτυχισμένος, όπως κάθε παιδί που βρήκε επιτέλους την αγκαλιά της μάνας του...
πηγή:http://www.kerkyrasimera.gr/
Με συγκίνησες πρωϊ-πρωϊ. Νάσαι πάντα καλά να γράφεις τέτοια κείμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήσυγκινητικό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή