Ε.Π.

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ του Γαβρίλη Παναγιωσούλη

Έτσι ήταν κάποτε:
Εποχή 1947 
Ο χωροφύλακας, ένας Κερκυραίος περνούσε απ’ το καφενείο έτσι για να φαίνεται ότι εκπροσωπεύει την παρουσία του νόμου. 

Κοίταζε τα ζαγάρια τους χωρικούς που χαρτόπαιζαν φορώντας το σακάκι μόνο απ’ το ένα μανίκι, και το ζωνάρι τους να κρέμεται, χωρίς να μιλά, έμοιαζε σα να τους φοβόταν. Ο πατέρας έτρεχε στο δρόμο να προλάβει το φορτάκι της γραμμής (καινούργια αγορά) να του αγοράσει ο σοφέρ από το Αργοστόλι ένα φάρμακο αντιβιοτικό, για τον αδερφό του που είχε χτικιό. Δεν πρόλαβε, να έρθει το φάρμακο, τον πήγαν στο Αργοστόλι, μετά από μια βδομάδα μια συγγενική μας οικογένεια απ’ το Αργοστόλι τον έφερε στα Μαρκάτα σε κάσα. Είπαν ότι είχε καλπάζουσα φθίση λες και η φυματίωση ερχόταν καβάλα σε άλογα…Ο πατέρας έστειλε ένα παιδί να χτυπήσει λυπητερά την καμπάνα του Αγίου Δημητρίου. 
Η μάνα έβραζε ρίγανη για να κάνει επάλειψη στα ούλα της για τον πονόδοντο. Όχι δεν υπήρχε ασπιρίνη, τουλάχιστον στο χωριό. Ο Αντώνης ο γείτονας πελεκούσε κορμό κουφοξυλιάς για να κάνει τσόκαρα για την γυναίκα του.
Η θεια μάζευε φρύγανα για να ανάψει φωτιά να τηγανίσει ξερή μπομπότα. 
Στο ξενύχτι οι χωριανοί έστριβαν τσιγάρο σε φύλλο χαρτιού από τις προφητείες του Αγαθάγγελου (και ήταν καλής ποιότητας) με ταμπάκο που είχαν σπείρει φυντάνι στον κήπο, είχαν βελονιάσει τα φύλλα σε αρμαθιές, αφού ξεράθηκε τον είχαν μαζέψει σε ρολό, τον είχαν βάλει με καλάθι στην στέρνα να ρουφήξει υγρασία για να μην τρίβει στην κοπή με μαχαίρι της κουζίνας. Ο κοντός τσούγκριζε σιδερικό με μια τσακμακόπετρα που είχε φέρει απ’ το βουνό για να παραχθεί σπινθήρας να ανάψει η ίσκα, να φυσήξει ν’ ανάψει τσιγάρο.
Κάπνιζαν, έβηχαν και κάπνιζαν, κάπνιζε και ο λύχνος που κρεμόταν στον τοίχο, κάπνιζε και η λάμπα και μαύριζε το λαμπόγιαλο μια που το πετρέλαιο ήταν ακάθαρτο, αυτή που ήταν πάνω στην σιφονιέρα.
Οι γυναίκες καθισμένες γύρω απ’ το φέρετρο σιγομιλούσαν, μία μάλιστα τράβαγε τα λευκά μαλλιά της και έκλαιγε γοερά, απορυθμίζοντας τις χάρες του νεκρού, ήταν η μοιρολογίστρα του χωριού. 
Στην είσοδο του σπιτιού ένας σίκλος με διάλυση Σουμπλιμέ ένα κόκκινο υγρό για να βουτούν τα χέρια τους όσοι άγγιζαν κάτι από το σπίτι του χτικιασμένου.
Εγώ κυκλοφορούσα μέχρι που κουράστηκα, πήγα στο διπλανό σπίτι, ξάπλωσα στο ντιβάνι, το στρώμα ήταν από άχερα, εκεί με πήρε ο ύπνος, ονειρεύτηκα μια ανεμόσκαλα που θα με ανέβαζε στο γαλάζιο του ουρανού.
Μόνο που το γαλάζιο έγινε της θάλασσας… Λες νάταν προφητικό το όνειρο;
Δεν ξέρω τι να πω; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου