Οι καλικάντζαρ΄(οι) ή τα παγανά όπως και λέμε στο τόπο μας γυρίζνε (γυρίζουν) απ΄ τα Χριστούγεννα μέχρι του Φωτώνε (Φώτων). Οι μαννάδες εφλάανε τα αβάφτιστα και εν γένει τα μικρά. Τσ΄ βάνανε σταυρούς και φυλακτά κι εικόνες στα μαξιλάρια τσ απ΄ κάτ΄(ω) και εκαίανε (έκαιγαν) λιβάν΄(ι). Μόλις σουρούπωνε δεν αφήνανε ανοιχτή τη πόρτα, αλλ΄ αμέσως τη κλειούανε (έκλειναν) γιατί σκιαζόντανε μη μπούνε μέσα τα παγανά.
Αν τύχαινε να μπη κανένας στο σπίτ(ι) που ΄ρχόντανε απέξω αμέσως παίρνανε ένα δαυλί αναμμένο και ρίχνανε σπίθες μπροστά στη πόρτα «Να φύβγη το κακό» που μπήκε στο σπίτ(ι). Επιστεύανε ακόμη, πως τα μεσάνυχτα κατεβαίνανε απ΄ το μπουχαρί (καπνοδόχο) στο σπίτι. Γι΄ αυτό η νοικοκυρά πίθωνε (έκρυβε) όλα τα φαγιά, και το ψωμί καλά μη το μαγαρίσνε τα παγανά. Οι αλαφροΐσκιωτοι που τσ΄ βλέπανε, τσ΄ βλέπανε ψλούς (ψηλούς) με ουρά, κουτσούς και με γένεια σα τραγιά.
Γράψε κι ένα περιστατικό τόπαθε ένας χωριανός μας με τσ΄ καλικάντζαρους.
Ήτανε γείτονάς μας, αλλ΄ σύ δεν είχες γεννηθή ακόμη δεν τον εγνώρισες. Αυτός έκανε το ψάλτη στη Χώρα. Συγκοινωνίες δεν ήτανε ΄κειό το καιρό. Ο ψάλτης αυτός επήενε από βραδίς το Σάββατο για το ΄σπερνό (εσπερινό). Τέσσερες ώρες κοντά (περίπου) πορεία, και καθόντανε και για τη Κυριακή στη λειτουργία.Ένα Σάββατο δεν μπόρεσε να πάη κι αποφάσισε να σηκωθή τη νύχτα να πάη στη χώρα για να προκάμ΄(η) (προλάβη) τον όρθρο. Ρολόγια δεν είχαμε ΄κειο το καιρό, όπως είπαμε, κι ο κόσμος εξύπναε με το λάλημα του κοκοτού. Ο πρώτος κοκοτός ελάληγε στις δύο (2) η ώρα τα μεσάνυχτα. Στις τρεις (3) η ώρα ελάληγε ο δεύτερος ο κοκοτός και στη συνέχεια. Υπήρχανε όμως και βολές (περιπτώσεις) εξαιρετικά βέβαια, που ο κοκοτός ελάληγε το απόδειπνο. Έτσι τούρθε να λαλήσ(η) και ΄κεινη τη νύχτα, μοιάζει νάτανε για την αλλαγή του καιρού. Ο άνθρωπος αυτός ενόμισε ότι ήτανε η κανονική ώρα, εντύθηκε κι έφυγε.
Σαν επερβάτησε νιαν (μίαν) ώρα περίπου, αγνάντεψε σ΄ απόστασ΄(η) 100 μέτρα κοντά ένα χωροφύλακα που περβάταγε (περπατούσε) πολύ σιγά. Αυτός εθάρρεψε αμέσως πως θα νέχη συντροφιά και τάχυνε το περβάτημά τ΄(ου) να τόνε προλάβη. Αλλά τον χωροφύλακα ούτε τον έφθανε ούτε κι αυτός απομακρυνόντανε. Όταν περβάτησε πολύ απόσταση έφτασε σε νια (μία) ρεμματιά. Εκεί το λέανε (ονομάζετο η περιοχή, η τοποθεσία) Δύο Χάροι. Εκεί ήτανε πολλά πλατάνια και στο ρέμα υπήρχε και νια (μιά) βρύσ΄(η). Τότενες βλέπη το χωροφύλακα πόρχεται και κάθεται απά (επάνω) στη βρύσ΄(η). Μόλις τον επλησίασε ο χωριανός μας το χωροφύλακα (που δεν ήταν άλλος από καλλικάντζαρο) τούπε. Βλέπ΄ς (βλέπεις) που σ΄ έφτασα κι ας μη με καρτέργες (περίμενες).
Αμέσως αυτός εξαφανίστηκε και βρόντο και κάτω στο νερό της βρύσης παρουσιαστήκανε πέντε – εξ γουρούνια. Εκυλιόντανε μέσα στο νερό και μουγκρίζανε. Αυτός αρχίνησε να τρέμη, να προσεύχεται και να παρακαλιέται.
Ξεκίνησε από ΄κείθε σέρνοντας γιατί δεν τον εβαστάγανε (εκρατούσαν) τα ποδάριατ΄(ου). Έφθασε στη Χώρα μέρα πλατιά. Η απόσταση δεν ήτανε παραπάνω από νια (μία) ώρα. Όταν εμπήκε στην εκκλησά λιγοθύμισε (λιποθύμισε). Κι όταν τον αναφέρανε (συνέφεραν) με διάφορα ρεμέντια τους διηγήθηκε όλη του την περιπέτεια. Του κάμανε διαβάσματα αλλά σε λίγες μέρες πέθανε.
Γράψε πως η θέσ΄(η) Δύο Χάρ΄(οι) βρίσκεται ακριβώς στη περιφέρεια Καβάλλου (χωρίου της Λευκάδος του δήμου Σφακιωτών) και Σπανοχωρίου (επίσης χωρίου της Λευκάδος του δήμου Σφακιωτών).
Πληροφοριοδότης: Τιμολέων Βερύκιος, Γραμματικές γνώσεις Απόφοιτος 4ταξίου Δημοτικού, Ετών 72.
Συντάκτρια: Βερυκίου Σταυρούλα του Χρήστου, Άμεσος λαογραφική συλλογή εκ του Χωρίου Δρυμώνος του Νομού Λευκάδος, Χρόνος συλλογής Πάσχα ΄69, Πανεπιστημιακόν έτος 1968-1969.
Πηγή: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή