1. Περιοδικό "Ελληνική Δημιουργία" ΙΘΑΚΗ (Αφιέρωμα) τεύχος 74 /1951 Διευθυντής Σπύρος Μελάς!
ΦΩΤΕΙΝΗΣ Α. ΒΕΡΥΚΙΟΥ
Ο ΘΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΙΑΚΙ ΤΟΥ
Και σε ποιά γωνιά της Γης δεν βρίσκεται; Πλούσιος ή φτωχός καμμιά διάκριση, όλοι είναι ενωμένοι. Φτάνει να μάθει πως είναι κάπου ένας πατριώτης του και θα πάει να τον βρει να μιλήσουν και να θυμηθούν το αγαπημένο τους νησί.
Ας έχει φύγει από παιδί, κι ας είναι τώρα γέροντας. Ο Θιακός θέλει να παντρευτεί και να πάρει πατριώτισσα, μα και ξένη να πάρει, θα την κάνει Θιακιά, σιγά-σιγά.
Υπάρχει παιδί γεννημένο και μεγαλωμένο στο εξωτερικό, που δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στο Θιάκι, και μιλάει γι αυτό σαν να έζησε πάντα εκεί.
Το καλύτερο δείπνο δεν το παραβάλλει με τα βλήτα, ούτε με τη ριγανάδα ή ψωμί με λάδι και ζάχαρι, που έτρωγε μικρός. Τρώει κοτόπιτα με μαγιονέζα και θυμάται τη λαχανόπιτα και τη σκορδαλιά της μάνας του. Τον τρατάρεις γαλατομπούρεκο και καταϊφι και σου λέει:
-Αϊ και νάχα ένα φελί ρεβανί, ή λιγάκι γλυκό μπουρνέλλα"...
Το περίφημο σαβόρο του, ταξιδεύει και πάει και τον βρίσκει στα πέρατα της Γης. δεν υπάρχει άλλο σαν κι αυτό, και πρέπει να είναι καμωμένο στο Θιάκι. Με τη σταφίδα και το μπόλικο λάδι...
Ξέρω αρχόντισσα, Κυρά, που φέρνει λάδι Θιακό στην Αθήνα και ανάβει το καντήλι, στον τάφο του ανδρός της. Ξέρω Θιακό, που έλειπε, είκοσι χρόνια στα ξένα... και γύρισε στη γυναίκα του, πιστός!...
Ξέρω Θιακό, που ορκίστηκε, σαν έφευγε μικρός από το νησί του και έβγαινε από το πόρτο, πως άμα εργασθεί, με τα πρώτα του λεπτά θα στείλει έναν πολυέλαιο στην εκκλησία της ενορίας του και κράτησε το λόγο του.
Ο Θιακός δε ζει στο νησί του, μα τι μ'αυτό; δεν του φεύγει στιγμή από το νου του. Μήπως υπάρχει γι αυτόν άλλο μέρος καλύτερο;
"Καλότυχο νησί...με τα πιστά παιδιά σου"!...
Μα και ποιός ήρθε να σε ιδεί και να μη σ΄αγαπήσει; Ποιός ανέβηκε στο κάστρο σου, δίχως να σε θαυμάσει; Ποιός ανέβηκε στα Καθαρά, στο μοναστήρι, να προσκυνήσει, και πήγε στο καμπαναριό και δε στάθηκε ώρες σαν απολιθωμένος από την ομορφιά σου; Ποιος κάθισε στα βραχάκια σου και λούστηκε στα νερά σου και σε ξέχασε; Ποιός βγήκε βαρκάδα το βράδυ ή ψάρεμα πρωί πρωί... και δε θα σε θυμάται; Ποιος άκουσε τα παιδιά στο μουράγιο, να φωνάζουνε¨"το παπόρο"... και να μη θέλει να τά ξανακούσει; Ποιος άκουσε το "γιάτρα...μωρέ...εεε...γιάτρα"...και δε στάθηκε;...
Πώς να σε ξεχάσει κανείς, όταν το καλοκαίρι αφού ήπιε την τσιντσιμπίρα...και πήγε να κοιμηθεί...ξύπνησε τα χαράματα από τα χάϊτο...χάϊτο...της χωριάτισσας που κατεβάζει με τα ζα της τα δεμάτια από το λόγγο;
Πώς να σε ξεχάσει κανείς... αφού είσαι αξέχαστο όμορφο Θιάκι;
Παρίσι 30/2/1933
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου