Την 1η Νοεμβρίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον θάνατο του Ζακυνθίου ευπατρίδου Διονυσίου Στεφάνου, Ανωτάτου Δικαστικού, Διπλωμάτου και Πολιτικού, μιας μεγάλης μορφής του δημοσίου βίου της Ελλάδος κατά τα τέλη του 19ου αιώνος.
Ο Διονύσιος Στεφάνου, υιός του φιλικού ιατρού Παναγιώτη ή Μαρίνου Στεφάνου (1791-1863), του ενός εκ των τριών μελών της περίφημης Επιτροπής Αγώνος Ζακύνθου (οι άλλοι δύο ήσαν οι Διονύσιος Ρώμας και Κωνσταντίνος Δραγώνας), γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1835 στη Ζάκυνθο.
Αφού διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από ιδιωτικούς διδασκάλους κατ’ οίκον, εστάλη το 1851 στην Αθήνα όπου εφοίτησε στο «Ελληνικόν
Εκπαιδευτήριον» του Γρηγορίου Παπαδοπούλου. Στη συνέχεια ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου φοίτησε επί μία διετία. Το 1857 στάλθηκε από την οικογένειά του στο Παρίσι όπου συνέχισε τις νομικές σπουδές του και πήρε το πτυχίο της Νομικής καθώς και διδακτορικό δίπλωμα. Επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1861 και άσκησε εκεί αρχικά την δικηγορία.Μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1864 διορίστηκε Ειρηνοδίκης στην Κέρκυρα. Στην Κέρκυρα εξακολούθησε την σταδιοδρομία του στον δικαστικό κλάδο και προήχθη διαδοχικά σε Πρωτοδίκη, το 1865, Εφέτη, το 1868 και στη συνέχεια σε Αρεοπαγίτη, το 1873.
Το 1882 διορίστηκε από την κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών. Από τη θέση εκείνη του ανετέθη ο χειρισμός ιδιαιτέρας σημασίας αποστολών στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων η αντιπροσώπευσις της Ελλάδος στην Διεθνή Επιτροπή Αποζημιώσεων Αιγύπτου μετά την επανάσταση του Αραμπή πασά και τον βομβαρδισμό της Αλεξανδρείας από τον Αγγλικό στόλο όπου υπέστησαν περιουσιακές ζημίες πολλοί Έλληνες (1883-1884) και ο χειρισμός του δυσεπίλυτου ζητήματος της κληρονομίας Ζάππα που είχε φέρει για μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμέτωπες τις κυβερνήσεις Ελλάδος και Ρουμανίας (1884). Αργότερα, το 1888, διορίστηκε Δικαστικός Σύμβουλος του Υπουργείου Οικονομικών και Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το φθινόπωρο του 1890, ύστερα από παράκληση του Χαριλάου Τρικούπη, παραιτήθηκε από τα δημόσια αξιώματα που κατείχε προκειμένου να πολιτευθή. Εξελέγη τότε βουλευτής Ζακύνθου, επανεκλεγόμενος συνεχώς, με εξαίρεση τις εκλογές του 1895, και διετήρησε την ιδιότητα του βουλευτού μέχρι το 1909. Από το 1893 μέχρι το 1895 διετέλεσε διαδοχικά Υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη.
Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 εκλήθη από την κυβέρνηση Αλεξάνδρου Ζαΐμη να αναλάβη ως πληρεξούσιος της Ελλάδος την δυσχερέστατη αποστολή της διαπραγματεύσεως της συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, την οποία έφερε τελικώς αισίως εις πέρας, αφού παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη περισσότερο από μία διετία.
Στην τελευταία κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη ο Στεφάνου ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης (1908-1909). Από τη θέση εκείνη και το βουλευτικό αξίωμα παραιτήθηκε στα μέσα Ιανουαρίου 1909 προκειμένου ν’ αναλάβη την ιδιαίτερα εμπιστευτική και τιμητική θέση του Αρχηγού του Πολιτικού Γραφείου του Βασιλέως Γεωργίου Α΄. Τη θέση αυτή διετήρησε μέχρι τα μέσα του 1911 όπου παραιτήθηκε ύστερα από μία παρεξήγηση με τον τότε Υπουργό Γεωργίας Εμμανουήλ Μπενάκη, μη θέλοντας να γίνη ο ακούσιος αίτιος της απειληθείσης τότε κυβερνητικής κρίσεως. Έκτοτε απεσύρθη από τον ενεργό δημόσιο βίο.
Το 1914 ήταν Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Εορτασμού της πεντηκονταετηρίδος της Ενώσεως της Επτανήσου με την Ελλάδα. Το ίδιο έτος μνημονεύεται και ως μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της Χάγης. Στο τέλος της ζωής του διετέλεσε και Πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1915-1916).
Από την Ελληνική πολιτεία τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος καθώς και με πολλά ανώτερα παράσημα ξένων κρατών, μεταξύ των οποίων εκείνο του Αξιωματικού της Λεγεώνος της Τιμής και ο Αυστριακός Μεγαλόσταυρος του Φραγκίσκου Ιωσήφ.Ο Διονύσιος Στεφάνου υπήρξε χαρακτηριστική μορφή Επτανησίου ευπατρίδου, μιας κατηγορίας ανθρώπων που έχουν πλέον εκλείψει. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του από τον Ζακυνθινό λόγιο Ανδρέα Αβούρη : «Υψηλός, με μορφήν συμπαθητικήν και γήρας θαλερόν, με βλέμμα βαθύ και διαγνωστικόν, το οποίον δεν δύνανται ν’ αποκρύψουν τα ομματοϋάλια, γελαστός και προσηνής, εμπνέει την αγάπην και επιβάλλει τον σεβασμόν. Ανεπιτήδευτος τους τρόπους, διατηρεί αμείωτον τον τύπον του Ζακυνθινού και κατά την προφοράν, και κατά τας εκφράσεις, και κατά τα ευφυολογήματα. Αποφεύγει την απαρίθμησιν των έργων του και τας μεγαλαυχίας – ίδιον των μετριοτήτων – αρέσκεται εις τας αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων και ευχαριστείται να επαναλαμβάνη και ν’ ακούη παν ό,τι τον συνδέει ιερώς και γλυκέως με την Ζάκυνθον, την λατρευμένην του πατρίδα, την οποίαν ετίμησε και τιμά δια του ονόματός του».
Υπήρξε τέκτων από νεαράς ηλικίας ανελθών ολόκληρη την κλίμακα της μυητικής ιεραρχίας του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου μέχρι και του 33ου Βαθμού ο οποίος του απενεμήθη το 1897. Κατά την διετίαν 1905-1907 διετέλεσε Μέγας Διδάσκαλος, Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Ελληνικού Τεκτονισμού, διαδεχθείς εις το αξίωμα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαο Δαμασκηνό.
Έχοντας προσβληθεί από ετών από ελώδεις πυρετούς, απεβίωσε την 1η Νοεμβρίου 1916, ενώ λίγες ημέρες ενωρίτερα, τις 24 Σεπτεμβρίου, η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε ν’ αποδεχθή πρόταση του Βασιλέως Κωνσταντίνου ν’ αναλάβη την πρωθυπουργία της χώρας.
Στην νεκρολογία που του αφιέρωσε ο συμπολίτης του Πρόεδρος του Συλλόγου των Ζακυνθίων, Διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Βουλής και μετέπειτα Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης Παναγιώτης Καλογερόπουλος έγραφε, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: «Ο οίκος, εν ώ πάντες εύρισκον άσυλον προστασίας, δεν στεγάζει πλέον τον μιμητήν του Αγίου μας, όστις ευηργέτει πάντας, αμνημονών αν ο εις αυτόν προσφεύγων ην εχθρός του… Ο Διονύσιος Στεφάνου δεν ήτο μόνον μέγας πατριώτης, μέγας διπλωμάτης και μέγας νομοδιδάσκαλος, αλλ’ ήτο και μέγας φιλάνθρωπος και μέγας κοσμοπολίτης. Τας υπηρεσίας του παρείχεν αφιλοκερδώς εις παν ευαγές ή εκπαιδευτικόν ίδρυμα της Ελλάδος, επί μακρόν δε και μετά μεγίστης δεξιότητος ενώμα και τους οίακας της εν Ελλάδι παγκοσμίου αδελφότητος των Ελευθέρων Τεκτόνων…».
_____________________________________________
Εμπεριστατωμένη βιογραφία του Διονυσίου Στεφάνου δημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος, περ. Επτανησιακά Φύλλα, τόμος Η΄, 1, Πρόσωπα και πράγματα της Ελληνικής Εθνεγερσίας στη Ζάκυνθο, σσ. 27-40.
Στην τελευταία κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη ο Στεφάνου ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης (1908-1909). Από τη θέση εκείνη και το βουλευτικό αξίωμα παραιτήθηκε στα μέσα Ιανουαρίου 1909 προκειμένου ν’ αναλάβη την ιδιαίτερα εμπιστευτική και τιμητική θέση του Αρχηγού του Πολιτικού Γραφείου του Βασιλέως Γεωργίου Α΄. Τη θέση αυτή διετήρησε μέχρι τα μέσα του 1911 όπου παραιτήθηκε ύστερα από μία παρεξήγηση με τον τότε Υπουργό Γεωργίας Εμμανουήλ Μπενάκη, μη θέλοντας να γίνη ο ακούσιος αίτιος της απειληθείσης τότε κυβερνητικής κρίσεως. Έκτοτε απεσύρθη από τον ενεργό δημόσιο βίο.
Το 1914 ήταν Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Εορτασμού της πεντηκονταετηρίδος της Ενώσεως της Επτανήσου με την Ελλάδα. Το ίδιο έτος μνημονεύεται και ως μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της Χάγης. Στο τέλος της ζωής του διετέλεσε και Πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1915-1916).
Από την Ελληνική πολιτεία τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος καθώς και με πολλά ανώτερα παράσημα ξένων κρατών, μεταξύ των οποίων εκείνο του Αξιωματικού της Λεγεώνος της Τιμής και ο Αυστριακός Μεγαλόσταυρος του Φραγκίσκου Ιωσήφ.Ο Διονύσιος Στεφάνου υπήρξε χαρακτηριστική μορφή Επτανησίου ευπατρίδου, μιας κατηγορίας ανθρώπων που έχουν πλέον εκλείψει. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του από τον Ζακυνθινό λόγιο Ανδρέα Αβούρη : «Υψηλός, με μορφήν συμπαθητικήν και γήρας θαλερόν, με βλέμμα βαθύ και διαγνωστικόν, το οποίον δεν δύνανται ν’ αποκρύψουν τα ομματοϋάλια, γελαστός και προσηνής, εμπνέει την αγάπην και επιβάλλει τον σεβασμόν. Ανεπιτήδευτος τους τρόπους, διατηρεί αμείωτον τον τύπον του Ζακυνθινού και κατά την προφοράν, και κατά τας εκφράσεις, και κατά τα ευφυολογήματα. Αποφεύγει την απαρίθμησιν των έργων του και τας μεγαλαυχίας – ίδιον των μετριοτήτων – αρέσκεται εις τας αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων και ευχαριστείται να επαναλαμβάνη και ν’ ακούη παν ό,τι τον συνδέει ιερώς και γλυκέως με την Ζάκυνθον, την λατρευμένην του πατρίδα, την οποίαν ετίμησε και τιμά δια του ονόματός του».
Υπήρξε τέκτων από νεαράς ηλικίας ανελθών ολόκληρη την κλίμακα της μυητικής ιεραρχίας του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου μέχρι και του 33ου Βαθμού ο οποίος του απενεμήθη το 1897. Κατά την διετίαν 1905-1907 διετέλεσε Μέγας Διδάσκαλος, Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Ελληνικού Τεκτονισμού, διαδεχθείς εις το αξίωμα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαο Δαμασκηνό.
Έχοντας προσβληθεί από ετών από ελώδεις πυρετούς, απεβίωσε την 1η Νοεμβρίου 1916, ενώ λίγες ημέρες ενωρίτερα, τις 24 Σεπτεμβρίου, η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε ν’ αποδεχθή πρόταση του Βασιλέως Κωνσταντίνου ν’ αναλάβη την πρωθυπουργία της χώρας.
Στην νεκρολογία που του αφιέρωσε ο συμπολίτης του Πρόεδρος του Συλλόγου των Ζακυνθίων, Διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Βουλής και μετέπειτα Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης Παναγιώτης Καλογερόπουλος έγραφε, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: «Ο οίκος, εν ώ πάντες εύρισκον άσυλον προστασίας, δεν στεγάζει πλέον τον μιμητήν του Αγίου μας, όστις ευηργέτει πάντας, αμνημονών αν ο εις αυτόν προσφεύγων ην εχθρός του… Ο Διονύσιος Στεφάνου δεν ήτο μόνον μέγας πατριώτης, μέγας διπλωμάτης και μέγας νομοδιδάσκαλος, αλλ’ ήτο και μέγας φιλάνθρωπος και μέγας κοσμοπολίτης. Τας υπηρεσίας του παρείχεν αφιλοκερδώς εις παν ευαγές ή εκπαιδευτικόν ίδρυμα της Ελλάδος, επί μακρόν δε και μετά μεγίστης δεξιότητος ενώμα και τους οίακας της εν Ελλάδι παγκοσμίου αδελφότητος των Ελευθέρων Τεκτόνων…».
_____________________________________________
Εμπεριστατωμένη βιογραφία του Διονυσίου Στεφάνου δημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος, περ. Επτανησιακά Φύλλα, τόμος Η΄, 1, Πρόσωπα και πράγματα της Ελληνικής Εθνεγερσίας στη Ζάκυνθο, σσ. 27-40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου