Ακριβώς 150 χρόνια πριν, στις 31 Δεκεμβρίου 1863 (πέντε μήνες πριν από την Ένωση της Επτανήσου) ο Αστυνόμος Κερκύρας είχε χορό. Μας το περιγράφει ο "χρονικογράφος" Παναγιώτης Σ. Σαμαρτζής στις «Καθημερούσιες Ειδήσεις» του: «1863 – Τη 31η Δεκεμβρίου: Είχεν υποδοχήν και χορόν ο Αστυνόμος Κερκύρας Αριστοτέλης Σερεμέτης εις την οικίαν του (οικία Φλαμπουριάρη) και είχε καλεσμένους διαφόρους Άγγλους άρχοντες και Ευγενείς με τας κυρίας των, των οποίων αι άμαξαι υπήγαιναν και ήρχοντο αδιακόπως.
Τοιαύτην υποδοχήν δεν είχε κάμει ποτέ ο Αστυνόμος».
«Ο θεμέλιος λίθος αυτού του μικρού κομψοτεχνήματος της αρχιτεκτονικής τοποθετήθηκε από τον Λοχαγό Κέννεντυ στις 12 ή 13 Μαρτίου 1829. Είναι καθαρά ∆ωρικού ρυθμού, κυκλικό και περιστοιχίζεται από 24 κίονες ύψους 12 ποδιών από μονοκόμματη πέτρα. Στέφεται µε ένα πέτρινο κιγκλίδωμα, πάνω από το οποίο υψώνεται το κύριο μέρος του κτίσματος σαν κύλινδρος όπου στερεώνεται μικρός τρούλος και το φανάρι… Είναι μικρός ο όγκος του, αλλά ούτε η τοποθεσία, ούτε ο σκοπός που υπηρετεί, ούτε η οικονομία επέτρεπαν μεγαλύτερο κτίριο. Το σύνολο στοίχισε 130 λίρες, αποτέλεσμα της κεφαλονίτικης διαχείρισης, επαγγελματικής ικανότητας και αρχιτεκτονικής καλαισθησίας.»
Κάρολος Νάπιερ σημ.σύνταξης:ο Νάπιερ ήταν αγγλος διοικητής της Κεφαλονιάς και το Φανάρι βρίσκεται στα 3 χλμ από το Αργοστόλι κοντά στις Καταβόθρες
Μόρος μορ(ι)όνι μουρόνι Moro ven.murione=Μαυριτανός,μαύρος Είναι το γλυπτό πέτρινο κεφάλι που λειτουργούσε αποτρεπτικά με άλλα λόγια ένα αποτρεπτικό σύμβολο και ήταν τοποθετημένο συνήθως στο κλειδί του βόλτου Βόλτο ven.volto είναι όπως ξέρουμε η ημικυκλική ή τοξωτή αψίδα του πορτονιού ή της πόρτας του σπιτιού
η φωτο είναι από την Δ.Φωκά και όπως εξηγεί ο διπλωμάτης Τάκης Καγκελάρης ανήκει στο καμπαναριό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου Κεφαλονιάς
1 ½ λίτρο ζωμό κρέατος (και από κνορ ψυγείου είναι καλός)
Ραγού
1 πακέτο κεφαλομανίταρα (porcini) ξερά, μουλιασμένα σε ζεστό νερό για 1 ώρα
μισό κρεμμύδι ψιλοκομμένο
60 γρ. παντσέτα ή μπέικον (2-3 φέτες) ψιλοκομμένο
¼ του κιλού φιλέτο μοσχαρίσιο, κομμένο σε κύβους ενάμιση εκατοστού
1/8 του κιλού ψαρονέφρι χοιρινό, κομμένο σε κύβους ενάμιση εκατοστού
3 φέτες προσιούτο ψιλοκομμένο
2 φέτες σαλάμι ψιλοκομμένο
12 συκωτάκια κοτόπουλου κομμένα κομματάκια
1 γαρίφαλο
½ κουταλάκι αλάτι
μια μυτίτσα κουταλιού κανέλλα σκόνη
λάδι εξαιρετικής ποιότητας για τσιγάρισμα
Μπεσαμέλ
2 φλιτζάνια γάλα
¼ φλιτζανιού (μείον μια κουταλιά) αλεύρι για όλες τις χρήσεις
½ κουταλάκι αλάτι
3 κουταλιές βούτυρο
1 φλιτζάνι κρέμα γάλακτος
Μακαρόνια
1 ¼ του κιλού μακαρόνια μεσαίου πάχους, κομμένα σε κομμάτια ή ζίττι
10 κουταλιές ανάλατο βούτυρο
2 ½ φλιτζάνια τριμμένη παρμεζάνα
Κρούστα
5 ¾ φλιτζάνια αλεύρι για όλες τις χρήσεις
1 φλιτζάνι ζάχαρη
3 μεγάλα αυγά και έναν κρόκο
1 φλιτζάνι και 3 κουταλιές ανάλατο βούτυρο κομμένο κομματάκια
Για το γλάσο
1 κρόκο αυγού χτυπημένο με λίγο νερό
Οδηγίες
Το προηγούμενο βράδυ μαρινάρουμε τον κιμά με το κόκκινο κρασί και αφήνουμε όλη νύχτα στο ψυγείο. Το πρωί σουρώνουμε και πετάμε το κρασί.
Τσιγαρίζουμε καλά τον κιμά με τα άλλα υλικά της σάλτσας, ανακατεύοντας συνεχώς, έως ότου το κρέας έχει σκούρο χρώμα. Προσθέτουμε μια κουτάλα ζωμό και συνεχίζουμε να ανακατεύουμε μέχρι να απορροφηθεί.
Προσθέτουμε και άλλη κουτάλα και όταν έχει απορροφηθεί κι αυτή, προσθέτουμε τον υπόλοιπο ζωμό. Χαμηλώνουμε τη φωτιά όσο γίνεται, σκεπάζουμε την κατσαρόλα και αφήνουμε τη σάλτσα να σιγοβράζει για 3-4 ώρες ώσπου να έχει απορροφηθεί σχεδόν όλος ο ζωμός αλλά η σάλτσα να είναι ακόμα νερουλή. Δοκιμάζουμε, προσθέτουμε αλάτι αν χρειάζεται και αφήνουμε κατά μέρος.
Όσο σιγοβράζει ο κιμάς ετοιμάζουμε το ραγού. Στραγγίζουμε τα μανιτάρια με χαρτί κουζίνας και κρατάμε το υγρό. Τα κόβουμε σε άνισα κομματάκια.
Τσιγαρίζουμε το κρεμμύδι και την παντσέτα για 10 λεπτά ώσπου να ροδίσει ελαφρώς το κρεμμύδι. Προσθέτουμε το μοσχάρι, το ψαρονέφρι, το προσιούτο, το σαλάμι και τα συκωτάκια, το αλάτι και τα μπαχαρικά, ανακατεύουμε καλά για λίγα λεπτά και μετά χαμηλώνουμε τη φωτιά και σκεπάζουμε την κατσαρόλα. Σιγοψήνουμε για μία ώρα. Αν έχουν απορροφηθεί όλα τα υγρά, προσθέτουμε λίγο απ’ το νερό των μανιταριών και σιγοψήνουμε για 15 λεπτά ακόμα. Η σάλτσα δεν πρέπει να είναι στεγνή.
Φτιάχνουμε την μπεσαμέλ. Στο μπλέντερ χτυπάμε γάλα, αλεύρι και αλάτι για ένα λεπτό. Λιώνουμε το βούτυρο σε χαμηλή φωτιά και προσθέτουμε το μίγμα γάλακτος αλευριού και την κρέμα. Φέρνουμε σε βράση ανακατεύοντας συνεχώς με ξύλινη κουτάλα, χαμηλώνουμε τη φωτιά κι αφήνουμε να σιγοβράσει για 5 λεπτά ή έως ότου αρχίσει να πήζει, πάντα ανακατεύοντας. Κατεβάζουμε από τη φωτιά και καλύπτουμε την επιφάνεια με μεμβράνη για να μην κάνει πέτσα.
Σε μπόλικο αλατισμένο νερό βράζουμε τα μακαρόνια για 3 μόνο λεπτά. Στραγγίζουμε και βάζουμε τα μακαρόνια σε μεγάλη γαβάθα με το μισό βούτυρο και όλο το τυρί, ανακατεύουμε και μετά προσθέτουμε το υπόλοιπο βούτυρο, τον κιμά, το ραγού και τέλος την μπεσαμέλ, ανακατεύοντας καλά. Σκεπάζουμε μέχρι να είναι έτοιμες οι φόρμες.
Βουτυρώνουμε 2 στρογγυλές φόρμες (από αυτές που ανοίγουν τα πλάγια) διαμέτρου 25 εκ. Ετοιμάζουμε τη ζύμη, είτε με μίξερ είτε με το χέρι, δουλεύοντας γρήγορα ώστε να μη λιώσει το βούτυρο. Την χωρίζουμε στη μέση, και μετά κάθε μισό σε τρία κομμάτια. Κρατάμε δύο κομμάτια και την υπόλοιπη ζύμη φυλάμε στο ψυγείο.
Απλώνουμε τα δύο κομμάτια σε στρογγυλά στο μέγεθος του πάτου της φόρμας, τα βάζουμε στις δύο φόρμες τρυπώντας καλά παντού με ένα πιρούνι, τα καλύπτουμε με αλουμινόχαρτο και φασόλια ή ρεβίθια για βαρίδι και τα ψήνουμε για 5 λεπτά. Αφαιρούμε το αλουμινόχαρτο και ψήνουμε για άλλα 5 λεπτά.
Άλλα δύο κομμάτια απλώνουμε σε στενόμακρες λουρίδες στο φάρδος του ύψους της φόρμας και εφαρμόζουμε στο εσωτερικό των τοιχωμάτων, ενώνοντας με τους πάτους και αφήνοντας να εξέχει λίγο από πάνω.
Γεμίζουμε τις δύο φόρμες με το μίγμα του παστίτσιου, ομοιόμορφα αλλά αφράτα, χωρίς να πιέζουμε. Με τα δύο τελευταία κομμάτια κάνουμε τα στρογγυλά καπάκια, διπλώνοντας καλά γύρω - γύρω για να σφραγίσει δαντελωτά. Αν μας περισσεύει ζύμη, μπορούμε να κόψουμε διακοσμητικά σχήματα όπως φύλλα ή καρδιές. Αλείφουμε με το γλάσο αυγού μ’ ένα πινέλο.
Πριν βάλουμε στο φούρνο κάνουμε στο κέντρο μια τρυπούλα και χώνουμε μέσα ένα «φουγάρο» από χαρτί φούρνου για να φεύγουν οι ατμοί. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο 190 βαθμών για 45 με 50 λεπτά ή ώσπου να ροδίσει η ζύμη. Αφήνουμε να κρυώσουν λίγο πριν αφαιρέσουμε τα τοιχώματα από της φόρμες
Η Ζάκυνθος είναι ο πρώτος νεοελληνικός χώρος που απελευθερώνεται από την μεταβυζαντινή παράδοση και παρουσιάζει δική της αγιογραφική σχολή! Ο Ζακυνθινός τεχνίτης καταπιάνεται με την κοσμική ζωγραφική,ζωγραφίζει έχοντας για πρότυπο την ίδια την φύση(νατούρα). Γιαυτό και ονομάζεται ''πιτούρα στο νατουράλε''. Παραμερίζει την χρυσωμένη τάβλα και ζωγραφίζει σε καναβάτσο. Απαρνιέται το αυγό(τέμπερα) και ζωγραφίζει με χρώματα λαδιού. Πρώτοι αντιπρόσωποι είναι ο Παναγιώτης Δοξαράς και ο Ιερώνυμος Πλακωτός ή Στρατής. Συνεχίζουμε με τον γιό του Δοξαρά,Νικόλαο,που φιλοτέχνησε την Φανερωμένη Ζακύνθου. Για τον Πλακωτό να αναφέρουμε ότι πέθανε στην επιδημία πανούκλας του 1728. Ο Παναγιώτης Δοξαράς έγραψε το έργο ''Περί ζωγραφίας''.Υπήρξε ο θεωρητικός της Νέας Σχολής!
Σ’ αυτό το σπίτι που 'ρταμε δετόρος μην πατήσει και πεθερά το πόδι τση, δελέγκου να τσάκισει. Να βγάλουνε τη φάουσα, όσοι για τα καλά τσου, και για την κόρη του σπιτιού, ξερνάνε τ’ άντερα τσου. Κι’ οποίος την οικογένεια ετούτη καταριέται, ζουρλός μπροστά στον άγιο, δυο χρόνια να σγουριέται.
Σ’ αυτό το σπίτι που 'ρταμε δόντι να μη πονέσει και κάθε χρόνο ή κυρά να φκιάχνει και βελέσι. Να πλέκει δε στον άντρα τση, το χρόνο δυο σκαλτσούνια, να του μπαλώνει το βρακί, σα γίνεται μπουκούνια. Όντες τα νύχια αξαίνουνε, ζήτα τση το χατήρι να σου τα κόβει η κυρά, ντρίτα με κλαδευτήρι.
Σ’ αυτό το σπίτι που 'ρταμε, μ’ ασβέστη μουντισμένο, του χρόνου τση Μπουρμπουρελούς, να 'ναι παλαμισμένο. Οι πουλακίδες του σπιτιού ούλες να σφαλιαστούνε και μοναχά οι κόκοροι ν’ αρχίσουν να γεννούνε. Ο σκύλος σου σιορπάτρη μου, ξελάγκι να σε παίρνει να γλύφει τσι ποδάρες σου, με γλίδα να χορταίνει.
Σ’ αυτό το σπίτι που 'ρταμε κλητήρας αν πατήσει, ό νοικοκύρης του σπιτιού να τον ξυλοκοπήσει. Να 'ρχονται μπρος την πόρτα του, να παίζουν τσι αμάδες, για τσι κοπέλες του σπιτιού, δέκα προξενητάδες. Κι’ αν έμπει κάποιος ρέμπελος, προικιά για να τσου κλέψει μέσα στο χρόνο σα δεντρί, σακάτικο να ρέψει.
Σ’ αυτό το σπίτι που 'ρταμε γεννιώνται μόν’ αγόρια, γιατί ποτέ τση η κυρά, δεν έχει στενοχώρια, Βράζει τ’ άγριολάχανα με ξύδι ή λεμόνι και δίνη του αφέντη τση, για να τον δυναμώνει. Τόμου τση κάνει ό άντρας τση, τίποτσι κουτσουκέλες, του σπάει στο τσερβέλο του, τσι πήλινες παδέλλες.
Σ’ αυτό το σπίτι που 'ρταμε, τα κάλαντα να πούμε Άγιε μου καν' το θάμα σου, το κέρασμα να δούμε. Κρασί να μας τρατάρουνε, μεγάρι σακκοτρύγι ή πρέντζα που σκουλήκιασε, κάνε να φάμε λίγη Να μας κεράσουνε θολό νερό, άφ’ το πηγάδι κι αν δεν την καβαντζάρουμε, σονάρουμε στον Άδη.
Σ’ αυτό το σπίτι που 'ρταμε, γιατρός δεν έχει θέση, τόμου ο νοικοκύρης του, συχνά γίνεται φέσι. Αν πάθει το κοστιπατσιό, θερμόγιο αν τον πιάσει, ζουμί από αγκλέουρα, πίνει να του πέρασει Και πόνοι σαν τον ζώνουνε, σε όλο το κορμί του να του περάσουν βλαστημά, τη μάνα και μαμή του
Η παράδοση αναφέρει την ίδρυση της,στις αρχές της δυναστείας των Τόκκων,όταν βρέθηκε ανάμεσα στις βουρλιές,μικρή εικόνα της Θεοτόκου,που χάθηκε στους σεισμούς του '53. Το 1562 χτίστηκε από την οικογένεια Δόριζα,μεγαλύτερος. Υπήρξε από τους ωραιότερους ναούς της Ελλάδας. Το 1638 χτίστηκε το καμπαναριό.Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο Νικόλαος Κομούτος,ενώ το ξυλόγλυπτο τέμπλο,ήταν έργο του κρητικού Μανιού Μαγκανάρη. Στην εκκλησία υπήρχαν έργα των Νικολάου Δοξαρά,Νικ.Κουτούζη,Λέου Μόσχου...... Σήμερα στην θέση του προσεισμικού ναού υπάρχει νέος με την παλιά μορφή με πελεκητά πώρινα αγκωνάρια. Σημαντική η συνεισφορά των αδελφών Τσουκαλά και του Ιωάννη Τσολάκου στα εκπληκτικά σημερινά ξυλόγλυπτα έργα της εκκλησίας.Ενα πραγματικό έργο ζωής. Στοιχεία για την συγγραφή των παραπάνω πήρα και από το: Ζάκυνθος Λογοτεχνικό Ιστορικό και Λαογραφικό Ημερολόγιο 2002 επιμέλεια Διον.Μουσμούτης εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
...στη "Μουριά", στα Βιλαττώρια. ...δίπλα στην ξυλόσομπα, με ένα κουάρτο κόκκινο, πρόσμιξη από δύο λογιώνε μαυροδάφνη. ...τυρί φέτα, μέσα σε μια λύμπα λαδορίγανη. ...ψωμί από τον ξυλόφουρνο στα Κουβαλάτα. ...και, και, και...κατσικάκι στο φούρνο με πατάκες Ληξουραίηκες. ...μόνο που δε μου μπέλαξε το μαγκούφη. ...ευτυχής που τελείωσε μια ακόμη εργάσιμη, έξω φυσά μαΐστρος δαιμονισμένος, κι ο εγγονός του Μαϊστράλη διαδηλώνει την πλήρη του αδιαφορία για την τρέχουσα επικαιρότητα. ...έχει άδικο;
Με τα κάλαντα, την εκκλησία, με το καλό φαΐ, με κρασί και ξεκούραση, περνάει η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Η μέρα που αρχινάει και αξιώνει σα δρασκελιά τση κότας είναι μέρα μεγάλης χαράς για το πέρασμα από το σκοτάδι στο φώς, από τον σκληρό χειμώνα στην εποχή της βλάστησης.
Στα χωριά, του Χριστού-τα Χριστούγεννα-προσφέρουν άσπαστα καρύδια, αμύγδαλα, κουκουνάρες και λεφτοκάρυα-προσφορά καρπών της γης. ''Τη στάχτη από την ωγνίστρα που μαζώχτηκε όλο το Δωδεκαήμερο από του Χριστού μέχρι τα Φώτα, έτσι και τηνε σκονίσεις στ'αμπέλι τ' Άη Τρυφώνου, την πρώτηνε μέρα του Φλεβάρη δηλαδή, χαντακώνει το σκάθαρο, τη λάλα και το μάστακα ''Στάχτη δωδεκαμερίτικη το σκαθαρό ψοφάει''
ΘΙΑΚΟΙ ΓΚΟΥΡΜΑΔΕΣ (συνταγή Λουκίας Δευτεραίου) ΥΛΙΚΑ Ένα κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις Μισή κούπα ζάχαρη Μισή κούπα πετιμέζι Μία κούπα καλό κρασί Μισή κούπα καλό λάδι Μισή κούπα χυμό πορτοκαλιού Το ξύσμα από δύο πορτοκάλια Κανέλλα και γαρύφαλλο σε σκόνη Καλό λάδι για τηγάνισμα ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΩΜΑ Μισό κιλό μέλι θυμαρίσιο 300 γρ. καρυδόψυχα τριμμένη 300 γρ. αμυγδαλόψυχα τριμμένη 300 γρ. σουσάμι (καλό είναι το αμύγδαλο και το σουσάμι να τα καβουρδίσουμε για να μυρίζουν πιο έντονα) ΕΚΤΕΛΕΣΗ Σείουμε το αλεύρι με σίτα ή με σουροτήρι να πέσει σα βροχή σε βαθιά πινιάτα. Προσθέτουμε τη ζάχαρη, τη κανέλλα το γαρύφαλλο το ξύσμα πορτοκάλι, και ανακατεύουμε ελαφρά, να ενωθούν καλά τα υλικά. Μετά ρίχνουμε τα υγρά. Πρώτα το πετιμέζι διαλυμένο μέσα στο ζεστό κρασί, μετά το λάδι καυτό και ανακατεύοντας διαρκώς προσθέτουμε και τον χυμό πορτοκαλιού. Ζυμώνουμε με απαλές κινήσεις. Ίσως χρειαστεί λίγος χυμός παραπάνω πορτοκάλι. Μόλις ενωθούν καλά τα υλικά σε μαλακή ζύμη, πλάθουμε μικρές μπάλες σε μέγεθος ... χουρμά, (εξ' ου και η ονομασία), που τις "πατάμε" με την παλάμη μας ελαφρά πάνω σε τρίφτη ή σε σουρωτήρι για να κάμουνε σχεδιάκι από τη μιά μεριά. Μετά τις αποκολλάμε σιγά - σιγά ρολάροντάς τες από τη μιά πλευρά προς την άλλη έτσι ώστε να "διπλώσουνε" κάπως, για να μείνει κενό στη μέση τους, σα σωλήνας. Αμέσως τα ρίχνουμε σε καυτό λάδι και τα τηγανίζουμε μέχρι να πάρουν ωραίο ρόδινο σκούρο χρώμα. Τους τοποθετούμε σε απορροφητικό χαρτί να στεγνώσουν από το πολύ λάδι πριν το μέλωμα. ΜΕΛΩΜΑ Μιάμισυ κούπα μέλι θυμαρίσιο, τρεις κούπες νερό, μια κανέλα ξύλο . Ετοιμάζουμε το σιρόπι και ρίχνουμε μέσα τσι γκουρμάδες, χλιαρούς προς κρύους, για να τραβήξουνε καλά σιρόπι. Τους βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα, τους απλώνουμε σε πιατέλα και πασπαλίζουμε με το τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, σουσάμι και κανέλλα.
Το Στραπόδι είναι ένας πανέμορφος συνοικισμός κοντά στο Λειβάδι χτισμένος αμφιθεατρικά στην πλαγιά ενός λόφου και χωρίζεται σε Άνω και Κάτω Στραπόδι. Το χωριό κατοικείται από οικογένειες Καλλίγερων, οι οποίοι λέγεται ότι έφθασαν στα Κύθηρα από την Κρήτη περί το 1350, τότε που οι Bενετοί φεουδάρχες Βενιέρι προσπαθούσαν να εγκαταστήσουν νέες οικογένειες στο νησί, παρέχοντας φορολογικές απαλλαγές. Οπωσδήποτε το Στραπόδι αναφέρεται το 16ο αι. και ο άγιος Ιωάννης, ο ενοριακός ναός, σε κτητορική επιγραφή αναφέρεται ότι εκτίσθη το 1570 από το Νικόλαο Καλλίγερο. Το χωριό κάποτε ήταν ολοζώντανο με πολύ κεφάτους ανθρώπους, αστείους, γλεντζέδες, χορευταράδες, νεολαία που διατηρούσε δύο αίθουσες διασκέδασης που λειτουργούσαν και σαν χοροδιδασκαλεία το «Μασκέ» και το «Καπρίς» Το παρωνύμιο των κατοίκων του Στραποδίου ήταν σφυριχτράδες, διότι σφύριζαν σκοπούς και ακούγονταν μακριά.
Το Κάτω Στραπόδι όπως φαίνεται από την Βρύση
Ψηλά στο λόφο, σε μια ωραία τοποθεσία που δεσπόζει στη γύρω περιοχή είναι η βρύση του χωριού, από την οποία υδρευόταν το χωριό και πότιζε και τα γύρω πανέμορφα περιβόλια. Τα παλιά τα χρόνια η αγαπημένη φάρσα των χωριανών ήταν η τρομπολαϊνα με την οποία τρόμαζαν και ξεσήκωναν τους περαστικούς και τους ανύποπτους
Μέγας εθνικός ευεργέτης. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1830(1829;) Πατέρας του ήταν ο Σπυρίδωνας και μητέρα του η Ρεγγίνα το γένος Πήλικα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του λόγω οικονομικής ανέχειας και αφού παρέμεινε στο νησί μας από τα 11 έως τα 17 χρόνια του,έφυγε. Κατ'αρχήν πήγε στην Σμύρνη όπου έμεινε τρία χρόνια εργαζόμενος σαν υπάλληλος και στην συνέχεια στην Οδησσό όπου παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια ασχολούμενος με εμπόριο λαδιού και σιτηρών. Στην συνέχεια πήγε στην Μασσαλία όπου ίδρυσε εμπορικό κατάστημα το 1863.Δυστυχώς όπως πολλοί Κεφαλονίτες επένδυσε στην Βραϊλα της Ρουμανίας και χρεοκόπησε. Ομως δεν έχει πεί την τελευταία λέξη του. Το 1872 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λονδίνο όπου ξεκίνησε από διευθυντής σε τράπεζα για να φτάσει να ιδρύσει δική του τράπεζα το 1875. Πέθανε το 1911 άτεκνος και μεταφέρθηκε για να ταφεί στην Κεφαλονιά. Με την διαθήκη του αφήνει ένα ποταμό χρημάτων στην πατρίδα για διάφορους σκοπούς. Ειδικά για την Κεφαλονιά έχουμε: 1) 1.000 λίρες στερλίνες για την Αγ.Παρασκευή Αργοστολίου 2) 16.000 για την αποξήρανση των ελών Κούταβου 3) 40.000 για ίδρυση της Κοργιαλενείου Επαγγελματικής Σχολής (δεν υλοποιήθηκε) 4) 11.000 και το σπίτι του για ίδρυση Κοργιαλένειου Παρθεναγωγείου 5) 10.000 για ανέγερση σχολικών κτιρίων 6) 10.000 για για σύσταση και συντήρηση Κοργιαλενείου βιβλιοθήκης 7) 6.000 για για ίδρυση ''Κοργιαλένειου Αρχαιολογικού Μουσείου'' Ακόμη όσον αφορά τον Επτανησιακό χώρο άφησε 2.000 λίρες στερλίνες για το ορφανοτροφείο Κερκύρας. Το πλοίο Κοργιαλένιος που αγοράστηκε από το κληροδότημα του μεγάλου Κεφαλλήνα ευεργέτου βυθίστηκε το 1941 στο λιμάνι της Κέρκυρας βομβαρδισθέν από αέρος κατά την κατάληψη της νήσου. Στις Σπέτσες ίδρυσε την Κοργιαλένειο Αναργύρειο Σχολή. Στην Αθήνα άφησε πάρα πολλά χρήματα για την εκπαίδευση και την Υγεία. Πρόεδρο της επιτροπής διαχείρισης των κληροδοτημάτων του , όρισε τον τότε βασιλιά Γεώργιο Α' εν λευκώ δυστυχώς...και ο νοών νοείτω. ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ