ΣΑΡΑΝΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ
Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα που ο
λαϊκός πολιτισμός έχει παραμερισθεί και πετάχτηκε, σαν μούτζαρο, στο
καλάθι των αχρήστων, υποκατασταθείς από νεωτερισμούς και ξενόφερτες συνήθειες,
περνώντας στην λήθη και την λησμονιά όλη αυτή την αθυμωνιά του λαϊκού μας
πλούτου.
Τα χρόνια της άδολης αθωότητας, τα χρόνια της κοινωνικότητας και της
συνταιριασμένης ζωής των κατοίκων των χωριών της Λευκάδος μπορεί να πέρασαν
στην λήθη, όμως μετ’ επιτάσεως αναζητούνται και σήμερα, αναπολούνται, αναζητώντας μπούσουλα στα τόσα αδιέξοδα, που
συσσώρευσε η επιδρομή μοντέρνων και μεταμοντέρνων απόψεων, συνηθειών και η
καταθλιπτική μονομέρεια του αχαλίνωτου καταναλωτισμού.
Δεκαετία του 1960. Να πως βιώσαμε
την διαδρομή προς τα Χριστούγεννα, να πως γευθήκαμε και μεθύσαμε με
το γλυκό κρασί της ανεμελιάς, της
αθωότητας, της γνήσιας φιλίας,της στερημένης αλλά πάμπλουτης σε αισθήματα
παιδικής ζωής μας.
Ξεκινώντας
αυτή μας την καταγραφή των εθίμων και της
παράδοσης των γιορτών του
Δωδεκαημέρου, η αφετηρία τοποθετείται στα μέσα του Νοέμβρη. Η εισαγωγή στο
πνεύμα και στην ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων ξεκινούσε από την ημέρα της
γιορτής του Αγίου Φιλίππου, 14 Νοεμβρίου, ημέρα που αρχίζει η νηστεία, αλλά και τα «Σαραντάρια», στις εκκλησίες των χωριών της Λευκάδος.
Η λέξη «Σαραντάρι» αναφέρεται στην νηστίσιμη
περίοδο των σαράντα ημερών, μέχρι τα Χριστούγεννα και σε τι συνίσταται; Όλες οι
οικογένειες κάθε χωριού, εκ περιτροπής, έκαναν λειτουργία στην εκκλησία υπέρ
αναπαύσεως των τεθνεώντων, η λειτουργία γίνονταν τα χαράματα και η συμμετοχή των
κατοίκων ήταν σχεδόν καθολική, αναζητώντας και στοχεύοντας στην βιβλική ρήση: «Δικαίων ψυχαί, εν χειρί θεού και ού μη άψηται αυτών βάσανος», για να μνημονεθούν και να
συχωρεθούν οι ψυχές των ξωμάχων της
βιοπάλης και του τίμιου ιδρώτα.
Ειδικότερα για μας τα παιδιά, τότε, που δεν χάναμε
ευκαιρία ακόμη και λατρευτικές εκδηλώσεις να τις βλέπουμε απ’ το πρίσμα της
ανεμελιάς, τα «Σαραντάρια» ήταν πραγματικό πανηγύρι. Με κεριά και αυτοσχέδιους φακούς, μέσα στις
λάσπες και τα νερά του καταχείμωνου, πηγαίναμε ομαδικά στην εκκλησία.
Πρόσωπα
ροδαλά και σκαμμένα απ’ το αγριοκέρι, μάτια λαμπυρίζοντα και με ανείπωτη δίψα
για κάθε λεπτό της ζωής, αναμέναμε καρτερικά το «Δι’ ευχών» του παπά, για να
ξεχυθούμε στο προαύλιο του σχολείου, όπου μας περίμενε το ζεστό γάλα, που
παρείχε τότε η πολιτεία, αγκαλιάζοντας κυριολεκτικά το αλουμινένιο κυπελλάκι,
για να ζεστάνουμε τα ξυλιασμένα χέρια μας.
Και μετά ατέλειωτο παιγνίδι και
σκλημίδι, μέχρι την ώρα του μαθήματος, με την βαβά
μας , στο γυρισμό στο σπίτι, να κυτάει κατ’ ευθείαν τα παπούτσια, ήταν
δυσεύρετα, βλέπετε, εκείνα τα χρόνια, και να μας προτρέπει: « Να τα σπαρανιάρετε τα παπούτσια, για να σας
προστελέξουν, γιατί παδείρομε από λεφτά, πως θα σας πάρομε άλλα;», δηλαδή, να τα χρησιμοποιείτε με
φειδώ τα παπούτσια, προκειμένου να τα έχετε, γιατί έχομε ανάγκη από λεφτά και
πώς θα αγοράσουμε άλλα; Λέξεις
Λευκαδίτικες, κυρίως λατινογενείς, οι περισσότερες, σύμφωνα με τα << Λευκαδίτικα >> του Χριστόφορου
Λάζαρη, λέξεις που στροβιλίζονται ακόμη στο μυαλό μας, συνδεδεμένες με μια
ζωή ανέμελη και αφτιασίδωτη.
Η πορεία προς τα Χριστούγεννα, σ’ αυτή τη ροή των εθίμων
και της παράδοσης, σταματούσε την 21η Νοεμβρίου την ημέρα των Εισοδίων.
Είναι η ημέρα της Παναγίας της «Μισοσπορίτισσας», ημέρα που βράζουν τα
«πλειοκούκια», τα οποία είναι ένα μαγείρεμα με όλα τα γενήματα, προκειμένου να
ευλογηθούν οι σπορές, που γίνονταν και να πληθύνουν τα γενήματα. Κουκιά,
φασόλια, ρεβύθια, φακές, καλαμπόκι, σιτάρι, όλα μαζί βρασμένα ήταν το δείπνο της κάθε οικογένειας, γύρω απ’
την θαλπωρή και την ζεστασιά της γωνιάς, θαλπωρή που πολλαπλασίαζαν τα στρωμένα
τσόλια και οι κεντητές πάντες στους τοίχους, με τον γέροντα παπούλη και
ολόκληρη την οικογένεια γύρω απ’την φωτιά, να μας ταξιδεύει σε κόσμους
ονειρικούς με παραμύθια με δράκους και βασιλοπούλες, με τον κολοβελώνη και την
κοκινοσκουφίτσα, και η παιδική φαντασία
μας να ξεχύνεται πέραν απ’την γραμμή του ορίζοντα των Σταυρωτών και των
Ακαρνανικών και να αναζητά άλλους κόσμους φανταστικούς και αλαργινούς.
Έφτασαν τα Χριστούγεννα.
Στο σπίτι, την παραμονή, η μάννα, αεικίνητη,
θα ξεκινήσει να φτιάξει το «Ξτοκούλουρο», (Χριστοκούλουρο), τους σταυρούς για
τα αρσενικά παιδιά και τις μπαλούμπες για τα κορίτσια. Οποία μαγεία γι’ αυτή την ιεροτελεστία! Με
ανείπωτη χαρά, τα παιδιά, περιμέναμε σταυρούς και μπαλούμπες, εμπλουτισμένα με
μαύρη σταφίδα και σουσάμι, ζεστοφούρνι έτοιμο, που το προσφαγίζαμε, ώστε ποτέ
να μην τελειώσει.
Έτοιμο και το «Ξτοκούλουρο» με τα καρύδια, τα αμύγδαλα και
την σταφίδα, με όλα τα κεντίδια, που φιλοτέχνησε πάνω η μάννα, έτοιμο για να
κοπεί ανήμερα των Χριστουγέννων στο τραπέζι με ειδική τελετή. Τοποθετούνταν το
Ξτοκούλουρο πάνω στον μαστραπά με το κρασί, ο γέροντας, ο και αρχηγός της
οικογένειας, το σταύρωνε τρείς φορές και το έκοβε σταυροειδώς ενώ όλα τα μέλη
της οικογένειας ακουμπούσαν το διαμελιζόμενο Ξτοκούλουρο, σε μια αλληγορική
έννοια για ενότητα στην οικογένεια, και εύχονταν τα Χρόνια Πολλά. Όμως, και το
βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων είχε παρόμοια «ιεροτελεστία», όταν ο
παππούλης έκοβε τον Σταυρό, ψωμί
ζυμωμένο και ψημένο σε σχήμα σταυρού.
Για τα παιδιά η παραμονή ήταν η πραγματική γιορτή!
Χαράματα, με την αυτοσχέδια φάτνη, ανά χείρας, η οποία ήταν σκεπασμένη με βρύα,
δύο – δύο σαμπατίζαμε ολόκληρο το χωριό με τα κάλαντα και τις φωνές. Οι πιο
τολμηροί πηγαίναμε και στα διπλανά χωριά.
Το έπαθλο, κάποια πενηνταράκια, ή δεκάρες, οι οποίες, όταν ξέφευγαν απ’
τον παιδικό κουμπαρά, γινόνταν καραμέλλες και παιγνίδι κορώνες – γράμματα στα
χέρια μας. Το πρωί των Χριστουγέννων ολόκληρο το χωριό ήταν στην εκκλησία, όλοι με τα καλά τους, την καινούργια αλλαξιά,
που αγόρασαν απ’ την χώρα. Για τα παιδιά, μεγάλο καμάρι το καινούργιο σακκάκι
και τα καινούργια παπούτσια.
«
Τι σοί προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης
επί γής ,ως άνθρωπος δι’ ημάς. Έκαστον γάρ, των υπό σου γενομένων κτισμάτων την
ευχαριστίαν σοι προσάγει. Οι ουρανοί τον
αστέρα. Οι μάγοι του δώρα. Οι ποιμένες
το θαύμα. Η γη το σπήλαιον. Η έρημος την φάτνη. Ημείς δε Μητέρα Παρθένον…» Ίσως ο ωραιότερος Χριστουγεννιάτικος ύμνος της
εκκλησίας. Σε ελάχιστες γραμμές ολόκληρο
το νόημα των Χριστουγέννων. Ακόμη και οι
απλοϊκοί χωρικοί γνώριζαν και γνωρίζουν πάντα το νόημα τούτης της καθαρεύουσας,
που αγγίζει ψυχές, που νοηματοδοτεί
ζωές, που παραμυθεί καρδιές, που εμψυχώνει τον καθένα στην πορεία προς τα δικά
του Εκβάτανα.
Η ΣΤΡΟΥΝΑ, ΟΙ ΚΤΣΟΥΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ
Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς και του Αγίου Βασιλείου στα
χωριά της Λευκάδος πόρω απέχει απ’ το
νεωτεριστικό κύμα των ρεβεγιόν και των σύγχρονων διασκεδάσεων. Οι χωρικοί μας
αντιμετώπιζαν αυτή την ημέρα με προσοχή και σχεδόν δέος, αφού της προσέδιδαν
θεμελιακό χαρακτήρα, για την ροή του νέου χρόνου που ερχόταν, περισσότερο με
μυστηκισμό και λαχτάρα για το επερχόμενο άγνωστο νέο, εξόρκιζαν το κακό με
εκδηλώσεις και συνήθειες ενδεείς. Κανείς, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς δεν πήγαινε
στο σπίτι του άλλου, ακόμη και συγγενή, παρά μόνον αν προσκαλούνταν για
«ποδαρικό», καμία πόρτα δεν άνοιγε σε
παιδί που μοίραζε, πρωί – πρωί την Πρωτοχρονιά, τις κτσούνες (σκληροκρεμμύδες),
εκτός και αν ο νεαρός ήταν της αρεσκείας του νοικοκύρη και τον θεωρούσε
γούρικο. Η Πρωτοχρονιά, ως εκ τούτου, ήταν εξ ολοκλήρου ημέρα οικογενειακή.
Αμέσως μετά την εκκλησία οι μεγαλύτεροι, μέσα στο σπίτι, έκαναν την καθιερωμένη
στρούνα στα μικρά παιδιά. Η στρούνα, που νεωτεριστικότερα αποκαλείται μποναμάς,
ήταν μικρό χρηματικό δώρο στα παιδιά, που με λαχτάρα προσδοκούσαν, αφού κατά
κανόνα, διαχειριζόνταν αυτά τα λιγοστά χρήματα, όπως ήθελαν.
Η συνήθεια με τις κτσούνες έρχεται απ’ τα χρόνια της
αρχαιότητας και έχει ιδιαίτερο συμβολισμό. Αυτό το συγκεκριμένο φυτό, η
σκληροκρεμμύδα, έχει την ιδιότητα, λόγω του ογκώδους βολβού του, να διατηρείται
για μεγάλο χρονικό διάστημα και εκτός εδάφους, ενώ ριζώνει αυτόματα, όπου
φυτευθεί. Οι κτσούνες τοποθετούνταν την Πρωτοχρονιά σχεδόν σε όλα τα μέρη του
σπιτιού, μα κυρίως στα βαρέλια με το κρασί, στα δεπόζιτα με το λάδι και στα
σακιά με τα γεννήματα. Είχε αυτόν ακριβώς τον συμβολισμό, να ριζώσουν και αυτά
να διατηρηθούν σαν τις κτσούνες, ώστε να αποκτά ποσέσο η οικογένεια σε κάθε
αντιξοότητα, σε κάθε δύσκολη στιγμή, όταν με μια μπούγλα λάδι μπορούσαν να
αντιμετωπίσουν κάθε οικονομική δυσκολία, να γιατρευτούν, να κάνουν τα ψώνια απ’
την χώρα, να αγοράσουν ρούχα και παπούτσια των παιδιών, τα Χριστούγεννα και το
Πάσχα. Μια λεπτομέρεια που πρέπει να επισημανθεί. Η κτσούνα πρέπει να ξεριζώνεται και με τεμάχια
απ’ τις ρίζες, αυτές συμβολίζουν το «ρίζωμα», χωρίς ρίζες κανείς δεν τις
δεχόνταν στο σπίτι του.
Το χάραμα της Πρωτοχρονιάς, ο παππούς
της κάθε οικογένειας, βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού και αντικρύζοντας τα
γύρω βουνά, τα Ακαρνανικά, τα Σταυρωτά, την Ελάτη, τους Σκάρους και τα βουνά
της Ηπείρου, ήταν η πρώτη… ζωντανή συνάντηση που ήθελε να έχει, πριν δει
άνθρωπο, γι’ αυτό και τραγουδούσε: «Καλημέρα σας βουνά και καλή Πρωτοχρονιά. Να
ζείτε αιώνια βουνά
να βλέπετε κάθε γενιά». Είναι αυτή η επίκληση της άνωθεν δύναμης, για υγεία
και προκοπή, που μόνο η αιωνιότητα των βουνών μπορεί να εκφράσει, σιωπηλοί,
μάρτυρες στο πέρασμα των γενεών.
Το Πρωτοχρονιάτικο Λευκαδίτικο μεσημεριανό τραπέζι, όπως
και το Χριστουγεννιάτικο, είχε κύριο φαγητό την μανέστρα, από κόκορα ή τράγιο
κρέας. Στο τέλος του φαγητού
γινόταν το κόψιμο της
βασιλόπιττας. Η βασιλόπιττα ήταν και
είναι στην Λευκάδα η λαδόπιττα, την οποία ανταμικά οι γυναίκες της γειτονιάς
έφτιαχναν και έψηναν στον φούρνο. Ο παππούλης, αφού σταυρώσει τρείς φορές το
ταψί με την πίττα, κόβει τα φελιά και μοιράζει σε καθέναν το δικό του, με ευχές
για υγεία και Χρόνια Πολλά, ενώ, στο τέλος του τραπεζιού, η γριά βαβά θα φέρει
κυδώνια, ρόδια, απίδια χειμωνιάτικα και σταφύλια κορύθια, που διατήρησε κρεμασμένα ανά δύο στα ματέρια του σπιτιού, ή ξεραμένη
στον ήλιο μουστόπιττα και τζούκια, τα οποία φύλαγε επιμελώς, απ’τις παιδικές
μας …επιδρομές.
Οι γιορτές του Δωδεκαημέρου κλείνουν με τα Φώτα.
Την
παραμονή των Φώτων, ημέρα του Σταυρού, ο παππάς περνάει και αγιάζει όλα τα σπίτια του χωριού. Ξημερώνοντας του Σταυρού, οι νοικοκυρές, θαμπά
και πριν βγει ο ήλιος, καθαρίζουν την γωνιά του σπιτιού και την στάχτη την
ρίχνουν στα τέσσερα τσούπια (γωνίες) του σπιτιού, για να φύγουν τα παγανά. Τα
παγανά, κατά την παράδοση, είναι τα κακά πνεύματα, που
απελευθερώνονται απ’ τον Άδη, στην έναρξη της σαρανταήμερης νηστείας των
Χριστουγέννων, και επιστρέφουν την παραμονή των Φώτων… τραγουδώντας μάλιστα: «Πάμτε να φεύγουμε, γιατί έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα». Αυτή η περιοδεία του παππά του χωριού και ο αγιασμός
των πιστών αποδιώκει τα κακά πνεύματα και προετοιμάζει τους χωριανούς να
δεχθούν τον φωτισμό των Φώτων. Kατά
τον αγιασμό των υδάτων, όλοι οι χωρικοί θα πάρουν τον αγιασμό και θα ραντίσουν,
ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη», όλα τα μέρη του σπιτιού, τα βαένια με το κρασί, τα
δεπόζιτα με το λάδι, το αχούρι με τα ζώα, αλλά και τα κτήματα, με την ενδόμυχη
ευχή και αναμονή να αυγατίσουν και να προκόψουν.
Και η ζωή του Λευκαδίτη ξωμάχου,
μετά το πέρας των εορτών του Δωδεκαημέρου, θα συνεχισθεί, πάντα πάνω στο ίδιο
καμβά του τίμιου ιδρώτα, της ακατάπαυστης πάλης με την μητέρα γή, της αέναης
βιοπάλης με τις αντιξοότητες και τις κακουχίες, για το έρμο το ψωμί, όπως
χαρακτηριστικά διατράνωσε ο μοναδικός Αριστοτέλης Βαλαωρίτης...