Ανήκει σ' εκείνους τους δημιουργούς, που αν και με το έργο τους λάμπρυναν το μουσικό μας πολιτισμό, παραμένουν ουσιαστικά άγνωστοι στο λαό, εξαιτίας της διαχρονικής απαξιωτικής αντιμετώπισής τους από το επίσημο κράτος. Ο λόγος για τον Κερκυραίο συνθέτη Σπύρο - Φιλίσκο Σαμάρα, γέννημα - θρέμμα της Επτανησιακής μουσικής σχολής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους, αλλά συνάμα και πλέον παρεξηγημένους, πρωταγωνιστές της ελληνικής μουσικής ιστορίας των νεότερων χρόνων. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, ο Σπ. Σαμάρας ήταν συνώνυμος στην κοινή συνείδηση με τον «Ολυμπιακό Υμνο», σε στίχους του Κωστή Παλαμά, που πρωτοτραγουδήθηκε στην Αθήνα το 1896 και ανακηρύχθηκε το 1958 επίσημος Υμνος των Ολυμπιακών Αγώνων (σαράντα ένα χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη του). Ωστόσο, το 1896 ο Κερκυραίος συνθέτης βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του και ήταν ο διασημότερος εκπρόσωπος της ελληνικής μουσικής δεινότητας στο διεθνή μουσικό χώρο. Παρότι υπήρξε ένας εμπνευσμένος δημιουργός, ο πρώτος Ελληνας μουσικός των νεότερων χρόνων που η φήμη των συνθέσεών του ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του, στην ίδια τη χώρα του το έργο του, όπως και τόσων άλλων ομότεχνών του, παραμένει ουσιαστικά άγνωστο για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, με ευθύνη της ελληνικής πολιτείας. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η παρουσίαση της δημιουργικής του κατάθεσης, παραμένει αποσπασματική ή άγνωστη για το πλατύ κοινό, παρότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη μουσική ιστορία του τόπου μας. Αιτία, η αμέριστη αδιαφορία ενός κράτους, που υποτίθεται ότι έχει την υποχρέωση να φέρει σ' επαφή το λαό, τις νεότερες γενιές με τέτοιες σπουδαίες δημιουργικές φωνές.
Θρίαμβος στην Ιταλία
Η ιδιοφυία του Σπ. Σαμάρα ως δημιουργού φάνηκε ήδη από τα νεανικά του χρόνια. Πρώτος του δάσκαλος στη μουσική υπήρξε ο επίσης Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Ξύνδας. Με δική του προτροπή ο Σπύρος Σαμάρας συνέχισε τις σπουδές του από το 1875 στο Ωδείο Αθηνών, ενώ το 1882 πήγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι. Το 1885 μετακόμισε στην Ιταλία, όπου ξεκίνησε συστηματικά τη συνθετική του καριέρα. Το 1886 πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μιλάνο με μεγάλη επιτυχία η τρίπρακτη όπερά του «Flora Mirabilis» που χαιρετίστηκε από τους Ιταλούς κριτικούς ως φλέβα νεωτερισμών στο μελόδραμα της εποχής, νεωτερισμοί που συγκρίνονταν με εκείνους του Πουτσίνι. Αλλωστε, η συγκεκριμένη όπερά του προηγήθηκε όλων των γνήσια «βεριστικών» έργων. Ετσι, η συμβολή του στη διαμόρφωση του «βερισμού» και ειδικά του «ύφους Πουτσίνι» (με τον οποίο διατηρούσε εγκάρδια αλληλογραφία) κρίνεται όχι μόνο υπαρκτή, αλλά και ουσιαστική, γιατί στον Σαμάρα ενυπάρχουν (είτε ως συλλήψεις είτε ως απτές εφαρμογές) όλα όσα χαρακτήρισαν τα κατοπινά αριστουργήματα του μεγάλου Ιταλού συνθέτη. Οι κριτικοί εκφράζονται με ενθουσιασμό για το έργο και κατατάσσουν τον συνθέτη του μεταξύ των κορυφαίων δραματικών μουσουργών. Ο θρίαμβος της «Φλόρας» του ανοίγει τις πύλες των μεγαλύτερων μελοδραματικών Θεάτρων της Ιταλίας. Ετσι, το 1888, παίχτηκε στη Ρώμη το μελόδραμά του «Μετζέ», το 1891 στο Μιλάνο η «Λιονέλλα», το 1894 στη Nεάπολη «Η Μάρτυς», που θεωρήθηκε το κορυφαίο δημιούργημα του οπερατικού ρεαλισμού, τουλάχιστον ισοδύναμο με έργα του Μασκάνι και του Λεονκαβάλο, κ.ά. Ο δημιουργός γράφει έργα από τα οποία αναβλύζουν εμπνευσμένες μελωδίες, ευρηματικές αρμονίες, περίτεχνες ενορχηστρώσεις και μεγαλόπνοοι μουσικοί χειρισμοί των σκηνικών δρωμένων.
Αλλα μελοδράματα του Σπ. Σαμάρα, που παίχτηκαν στην Ιταλία είναι: το 1895 στο Μιλάνο «Η Δαμασθείσα" Μαινάς"», και στην ίδια πόλη το 1903 η «Ιστορία Ερωτος», η «Δεσποινίς ντε Μπελ Ιλ» (Γένοβα το 1905) κ.ά. Η επιτυχία που σημείωσαν οι όπερές του στην Ιταλία ήταν τόση, ώστε λέγεται πως απείλησε να επισκιάσει εκείνες του Μασκάνι. Οπερες του Σπ. Σαμάρα παρουσιάζονταν όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και σε πάμπολλα ευρωπαϊκά οπερατικά κέντρα, ενώ η φήμη του έφτανε ως την Αργεντινή και τις ΗΠΑ. Το 1896 ο Κερκυραίος συνθέτης επέστρεψε για ένα διάστημα στην Ελλάδα. Τότε συνέθεσε τον «Υμνο των Ολυμπιακών Αγώνων», σε ποίηση Κωστή Παλαμά.
Αντίξοες συνθήκες στην Ελλάδα
Αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας ήταν το ανέβασμα της τρίπρακτης όπερας «Ρέα» τον Απρίλιο του 1908 στο θέατρο «Verdi» της Φλωρεντίας. Τον Σπ. Σαμάρα συγχαίρουν για τη μουσική του σημαντικοί Ιταλοί συνθέτες όπως ο Πουτσίνι και ο Μασκάνι, αναδεικνύοντάς τον ως ομότιμό τους. Κατόπιν, το έργο ανεβάστηκε στο Βερολίνο, ενώ στην Αθήνα πρωτοπαίχτηκε το 1911. Πάντως, στην Ελλάδα, και στο όνομα της Εθνικής μουσικής σχολής, τη χρονιά του μεγάλου θριάμβου της «Ρέας» ο Σπ. Σαμάρας κατηγορείται όπως και όλοι οι Επτανήσιοι συνθέτες για «ιταλικότητα». Παρόλα αυτά, ο συνθέτης ονειρεύεται την επιστροφή του στην πατρίδα, πλάθοντας οράματα ολοκληρωτικής στράτευσής του στη μουσική ζωή του τόπου του κ.λπ. Τα συγχαρητήρια μηνύματα των Τζιορντάνο, Μασκάνι, Πουτσίνι και άλλων σπουδαίων συνθετών για τη μεγάλη επιτυχία του αριστουργηματικού λυρικού έργου του «Ρέα», πιστοποιούν ότι την εποχή αυτή που ο συνθέτης ετοιμαζόταν για τον οριστικό επαναπατρισμό του, ήταν ισότιμος με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής. Και αυτό, παρά τα διάφορα υπονοούμενα που διατύπωσαν κάποιοι για δήθεν κάμψη της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας.
Γύρω στα 1911 ο Σπ. Σαμάρας εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Ο επαναπατρισμός του πιθανότατα συνδέεται με την υπόσχεση που του είχαν δώσει για να αναλάβει διευθυντής του Ωδείου Αθηνών. Κάτι που τελικά ποτέ δεν έγινε, καθώς ο ήδη διευθυντής Γεώργιος Νάζος υποστηρίχτηκε από πανίσχυρους οικονομικούς παράγοντες της εποχής. Παρόλο που οι συνθήκες στην Ελλάδα ήταν καλλιτεχνικά αντίξοες ο Σπ. Σάμαρας παρέμεινε στην Ελλάδα - το 1914 παντρεύτηκε με την πιανίστα Αννα Αντωνοπούλου - όπου τον εγκλώβισε οριστικά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο συνθέτης, για να επιβιώσει, αναγκάστηκε να στραφεί σε ελαφρότερο μελοδραματικό είδος, την οπερέτα. Για βιοπορισμό συνέθετε 3πρακτες οπερέτες, ωραία μουσική σε πανθομολογουμένως μετριότατα κείμενα, συχνά επίκαιρης προπαγάνδας... Πέθανε στην Αθήνα, στις 25 Μαρτίου 1917, σε ηλικία 56 ετών.
ΠΗΓΗ:
rizospastis.gr
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ