Δροσερό φρούτο κρατούσα στο χέρι
ως αχτίδα δροσιάς,
άδειαζε η ροή του καλοκαιριού
με κάθε δαγκωματιά ευθύς
Ο διάλογος της μνήμης μου
με του καύσωνα το χνώτο έσταζε ιδρώτα,
να υγράνει το μηδέν της άσωτης αναπόλησης
Κι αίφνης, διατρέξανε οι σάλπιγγες
τ’ απογευματινό αεράκι, μουσώνων στάση
Κι ο πλάτανος ν’ απλώνει να φτάσει
τον ίσκιο του να καλύψει τους άλλους
Αυτούς που δεν είχανε δροσίσει
ούτε απ' του νερού την επάρκεια,
γιατί κάποια τύχη αποφάσισε πώς
σε ξέρα θα ‘μολήσουν την ψυχή τους
Κι’ εγώ, διάκονος που μαζεύει
τις στάλες των χυμών στου ήλιου
την εξάτμιση, να δωρίσω το άλγος
μιάν αυγή να ξεστρατίσει απ’ τη μιά
το ριζικό της ξέπλεης ζωής τους,
το είναι τους στεγνό ποτέ πιά ζωντανοί
Κι αναπάντεχα με ποτισμένη την ψυχή
οι διψασμένοι τώρα
αρυτίδιαστοι, εμπρός να προχωρήσουν
σε μια μέρα ξεδίψαστη κι ευθυτενή
που οι μουσώνες της ελεύθερα φυσούν
© Κων/νος Κομιανός
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο Facebook
Categories: ΠΟΙΗΣΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου