«Γρήγορα έπιασα φιλίες με φοιτητές κάθε σχολής και κάθε χρόνου — από πρωτοετείς ως τελειόφοιτους — κι είχα πάντα μια μεγάλη παρέα και στα Προπύλαια, και στο εστιατόριο, και στο καφενείο, και στον περίπατο. Με διάλεγαν και τους διάλεγα. Από διάφορες επιστήμες είχαμε κάτι κοινό μας ένωνε: την αγάπη μας και την κλίση μας στα γράμματα και στη λογοτεχνία.
Έτσι όλοι μου σχεδόν οι φίλοι ήταν μέλλοντες λόγιοι, ποιητές και διηγηματογράφοι σαν και μένα. Μερικοί μάλιστα, μεγαλύτεροί μου, ήταν κι από τότε: είχαν τυπώσει κιόλα την πρώτη λυρική συλλογή.
Τρώγαμε σ’ ένα μικρό εστιατόριο, στο ισόγειο ενός μεγάλου σπιτιού, οδός Ακαδημίας και Λυκαβηττού. Το είχε κάποιος Λευκάδιος κυρ-Φίλιππας λεγόμενος, και το έλεγε «Ξενοδοχείον η Λευκάς».
[…]
Κάπου - κάπου για ποικιλία, ίσως και για οικονομία τρώγαμε το βράδυ και στο μπακάλικο του Γεωργαντά —στο οτέλ μπακαλίκ, όπως λέγαμε. Αντίθετα, κάπου-κάπου— και συνήθως τις πρώτες μέρες του μήνα που τα είχαμε μπόλικα — τρώγαμε «μεγαλοπρεπέστατα στου Πελοπίδα, στην οδόν Ερμού ή στο «ρεστωράν ντ΄ Ορόπ» στην πλατεία του Συντάγματος. Σ’ αυτά τα εστιατόρια πολυτελείας πληρώναμε τρεις δραχμές την καθισιά μας — εκεί που στου κυρ Φίλιππα πληρώναμε …65 λεπτά ως μια δραχμή. Λέγαμε πως άξιζε μια φορά τόσο, «να τρώμε και σαν άνθρωποι», με μαυροντυμένα γκαρσόνια, λινά τραπεζομάντιλα, επάργυρα σερβίτσια και λουλούδια στη μέση του τραπεζιού.
Ας είναι εγώ «σαν άνθρωπος» έτρωγα μόνο κάθε Κυριακή στου Διογενίδη.
Με την καλή αυτή οικογένεια είχαμε παλιά και μεγάλη φιλία. Πριν παντρευτούν ακόμα, ο πατέρας μου ήταν στενός φίλος του Διογενίδη στην Αθήνα, κι η μητέρα μου φίλη της Διογενίδαινας στην Πόλη. Η φιλία ανανεώθηκε στη Ζάκυνθο, όταν ο Διογενίδης, Αχιλλεύς το μικρό του όνομα — ήταν εκεί προέδρος των Πρωτοδικών. Όταν ήρθα φοιτητής στην Αθήνα, είχε πια αποσυρθεί από την υπηρεσία — αφού έκαμε κι εφέτης στην Πάτρα — δικηγορούσε, και καθόταν στην οδό Φειδίου.
Εκεί έκαμα μια από τις πρώτες μου επισκέψεις.
Μου έκαμαν την πιο θερμή υποδοχή και μου απαίτησαν να προγευματίζω μαζί τους κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή. Εκεί, που λέτε, γουστάριζα καλό φαΐ σπιτίσιο, και πολίτικο μάλιστα, γιατί η Διογενίδαινα ήταν πολίτισσα σαν τη μητέρα μου. Αργότερα θα ξαναϊδούμε την οικογένεια, γιατί η μεγάλη κόρη του Διογενίδη στάθηκε η πρώτη μου γυναίκα κι απ’ αυτήν είχα το πρώτο μου παιδί.
Εδώ, όμως, θα περιοριστώ στα φοιτητικά. Ο Διογενίδης είχε αναλάβει τότε και μιαν άλλη φροντίδα για μένα: Επειδή ήμουν σπάταλος κι έκανα πολλά περιττά έξοδα, στο τέλος του μηνός δεν είχα, ούτε για τ’ αναγκαία, και δανειζόμουνα από φίλους μου ή έτρωγα στου κυρ-Φίλιππα βερεσέ. Τα ’μαθε αυτά ο πατέρας μου - δεν του άρεσαν αυτά, α, ήταν πολύ τυπικός, δε θυμούμαι να δανείστηκε ποτέ στη ζωή του ή να πήρε πράγμα βερεσέ — παρακάλεσε τον παλιό του φίλο να στέλνει σ ’ αυτόν τα χρήματά μου δυο και τριών μηνών μαζί, και να μη μου δίνει τα ορισμένα κάθε πρωτομηνιά. Αλλά ούτε αυτό άλλαξε την κατάσταση. Γιατί όσο αυστηρά κι αν κρατούσε την εντολή ο Διογενίδης — άλλος τυπικός άνθρωπος, χρυσό να τον έκανα, κρεμασμένο να μ ’ έβλεπε, δεν εννοούσε να μου δώσει πεντάρα στο μέσο του μηνός. Εγώ άμα βρισκόμουν στα στενά, κατάφευγα πάλι στα δανεικά και στα βερεσέδια. Έτσι τα οικονομικά μου ήταν πάντα σε άθλια κατάσταση. Κάθε μήνα είχα έλλειμμα που το σκέπαζα από το επίδομα του επόμενου. Και το έλλειμμα του τελευταίου το πλήρωνε θέλοντας και μη ο καημένος ο πατέρας μου. Το Μάη συνήθως του έγραφα: «Στείλε μου 50 δραχμές να πληρώσω όπου χρωστώ, γιατί αλλέως είναι αδύνατο να φύγω». Και μου έστελνω. Αμανάτι θα μ’ άφηνε στην Αθήνα;
Ο συμπατριώτης μου, συμφοιτητής μου και αγαπημένος φίλος Γεώργιος Κλαυδιανός — ο σπουδαίος κατόπι μαθηματικός, που πέθανε εκατομμυριούχος — δεν είχε ούτε τόσες. Αμφιβάλλω αν ο πατέρας του του έστελνε καμιά πενηνταριά κάθε μήνα. Ο Λομπάρδος, υπουργός τότε της Παιδείας, τον είχε βάλει σ’ ένα μισοϋπόγειο του Γυμνασίου της Πλάκας να κατοικεί δωρεάν. Προγύμναζε και μαθητές στα μαθηματικά, που και τότε ήταν τόσο δύσκολα για τα περισσότερα παιδιά όσο και σήμερα. Και τα κατάφερνε τόσο καλά, ώστε όχι μόνο δε στερούσε τον ευαυτό του από τίποτα, αλλά κι όταν δεν είχα λεφτά, ο φτωχός Κλαυδιανός είχε να με δανείζει! Μα γι αυτό έκαμε εκατομμύρια, ενώ εγώ, όσα κι αν είχα στη ζωή τα σπαταλούσα πάντα, όπως και τις 150 δραχμές, που μου έστελνε το σπίτι μου όταν ήμουν φοιτητής… Δεν ήθελα ξύλο;»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
* ''τη φροντίδι'' Διονυσίου Βίτσου εκδότη/λογοτέχνη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου