Όταν τελείωνα τις εξετάσεις και παίρναμε το «ενδεικτικό», το δώρο του πατέρα μου — μη γελάστε — ήταν ένα πρωτόλουβο[πρώιμο] πεπόνι.
’Ηταν οι μέρες που δειλά - δειλά τα «πριμαρόλια» αυτά «εξεσποντάριζαν» στου Περάτη.
Ποιός δέν θυμάται — από τούς παληούς» — τους περίφημους «μασκαμπάδες»; Και ποιος μπορεί να μου πει τι έγινε η θαυμάσια αυτή «ράτσα» των πεπονιών;
Εδώ στην Αθήνα μάς κουβαλούν πεπόνια από τα τέσσερα σημεία της χώρας μας. Άνοστα, λιπασματομεγαλωμένα, άγλυκα και άγουρα. Κάπου - κάπου βρίσκεις και κανένα γλυκό. Μασκαμπάδες όμως …γιόκ!
Το περίεργο είναι, πως ούτε και στην Ζάκυνθο μπόρεσα τα τελευταία χρόνια να συναντήσω την ποικιλία αυτή.
Όπως δεν μπόρεσα να ξαναδοκιμάσω, ούτε στην Ζάκυνθο, τις ντόπιες πλεζονιές του νησιού μας.
Πλεζονιά — για νά εξηγούμαι στους... αμύητους — λέγαμε στην Ζάκυνθο το καρπούζι.
Γλυκές, κόκκινες και ζουμερές, «οι ντόπιες πλεζονιές» ήταν κυριολεκτικά νέκταρ τού Όλυμπου.
Κατά τα μέσα του Αύγουστου έφερναν με τά καΐκια και «μωραΐτικες». Τις πουλούσανε στη Στράτα Μαρίνα. ’Ηταν φθηνότερες, άλλα με πολύ κατώτερη ποιότητα από τις ντόπιες. Φυσικά, ψυγεία δεν υπήρχαν. Ακόμη και ο πάγος ήταν, όχι σπάνιος, αλλά απρόσιτος.
Παγοποιείο δεν υπήρχε. Έφερναν από «απέναντι» για τα ζαχαροπλαστεία και για κανένα άρρωστο. Όσα σπίτια είχαν βρύση εγέμιζαν ένα τενεκέ φρέσκο νερό και έβαζαν μέσα την πλεζονιά για να... κρυώσει. Οι πιο τυχεροί, που είχαν πηγάδι, την κρεμούσαν με σχοινί μέσα σ’ ένα «σίγγλο» [κουβά] και την βουτούσαν στο πηγάδι. ’Εκεί εκρύωνε πραγματικά. Συνέβαινε όμως κάποτε να ξεφύγει από το δέσιμο... να πνιγεί στο πηγάδι και να ανεβάσουμε το «σίγγλο» αδειανό!
Τους σπόρους του καρπουζιού τους πετούσαμε. Δεν ξέρω πού και πώς επικρατούσε η γνώμη ότι προξενούν... πονοκέφαλο.
Με τούς σπόρους όμως του πεπονιού γινότανε πανδαισία. Τους καθαρίζανε από τα «άντερα». Τους πλένανε, τους στεγνώνανε στον ήλιο και τους «ξεσπειρίζανε» τα βράδυα, όχι μονάχα στις γειτονιές, στα μπαλκόνια, στις αυλές και στα πεζοδρόμια και στα μπαγκάκια της παραλίας, που απολάμβαναν άνετα τη δροσιά τους οι Ζακυνθινοί, αλλά και στου Ρουμαντζά και στο Καζίνο. Ήταν πραγματικά νοστιμώτατοι. Κάποιος μου έλεγε πως μ’ αυτούς έφτιαναν και σουμάδα.
Η ώρα περνούσε θαυμάσια. Κουβεντούλα, σποράκια και νερό. Ως που κόντευαν μεσάνυχτα και η συντροφιά έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.
Η νοσταλγία είναι κάτι το υποκειμενικό. Στον καθένα έχει και ξεχωριστή εκδήλωση. Σ’ εμένα σήμερα εκδηλώθηκε με την πλεζονιά στο πηγάδι με τους μασκαμπάδες και τους σπόρους του πεπονιού. Σε κάποιους, ασφαλώς, από τους αναγνώστες της στήλης μου, θα την μεταδώσω.
Καί άν δεν έχουν πια πηγάδι για να δοκιμάσουν το… πάγωμα της πλεζονιάς — αφού υπάρχει σήμερα το ψυγείο — ας «ξεσπειρίσουν» μερικούς σπόρους από πεπόνι αργείτικο!
ΔΗΜ. Σ. ΚΟΡΙΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Απ΄ ΄οσα θυμούμαι», ΑΘΗΝΑΙ 1968
[ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΡΙΑΤΟΠΟΥΛΟΣ(1899-1972). Δικηγόρος, που από το 1955 μέχρι το 1972 εξέδιδε στην Αθήνα την εφημερίδα «Ηχώ της Ζακύνθου»]
Πηγή: ο προσωπικός ιστότοπος του εκδότη Διον. Βίτσου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου