Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΤΑΝΗΣΙΑ ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΤΑΝΗΣΙΑ ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

ΠΑΝΤΑ ΜΑΝΑ !!! του Μάκη Τζουγανάτου


μωρό που θηλάζει την εδώ και δύο μέρες,νεκρή μάνα του
μνημείο σφαγής από τους γερμανούς Λιγκιάδες Ιωαννίνων
3/10/1943
η μητρότητα δεν έχει σύνορα


Ήταν στον μήνα της,μια κοιλιά εκεί πέρα,έκανε όλες τις δουλειές.Πήρε το σίκλο να βγάλει νερό από την στέρνα, κόπηκε η τριχιά! πήγε στο Κατώϊ πήρε το Γραμπαούνι το έδεσε με μια σπαρτσίνα και πολεμούσε να πιάσει το σίκλο.Καθώς έσκυψε της ήρθε ζαλάδα,μα έδωσε κουράγιο στον εαυτό της.Έβγαλε τον σίκλο.Πήγε στο στάβλο γέμισε την μανιαδούρα με άχυρο-πήρε και φόρτωσε το γαϊδούρι και πήγε για ελιές εκεί κοντά στο χωριό.
Ο άνδρας της με τα πεθερικά της είχαν φύγει πολύ πρωϊ για μακρινά χωράφια.
Σαν την είδε η γειτόνισσα της είπε:
- Μωρή κουρλάθηκες που πας;   και όμως έφυγε. 
Μάζευε ελιές την έπιασαν οι πόνοι , μπήκε στο καλύβι , άναψε φωτιά και κάθισε πάνω στο σαμάρι του γαϊδάρου,εκεί μέσα στο καλύβι γέννησε ! μόνη της...
Σπαργάνωσε το μωρό , γύρισε το σαμάρι ανάποδα και το έβαλε μέσα αφού το θηλύκωσε με ό,τι σκουτιά είχε ,αλλά δεν είχε κουράγια για να φύγει, τουρτούριζε από το κρύο.
Την πήρε το απόγευμα,την βρήκε ο άνδρα της γεννημένη την πήγε σπίτι. Η πεθερά έσφαξε τον διπλολίρη κόκορα να πιεί ζουμί η λεχώνα , ξάπλωσε στην κοκέτα της , αλλά δεν μιλούσε δεν είχε κουράγια .
Νύχτωσε τα αστραπόβροντα κουνούσαν το σπίτι,το μικρό ξύπνησε,σηκώθηκε και το πήρε μαζί της, έβγαλε το στήθος της να το βυζάξει ,αυτό έτρωγε λαίμαργα.
 Έμεινε έτσι για ώρες με το βυζί στο στόμα, μέχρι που πάγωσε η μάνα και το μωρό έβαλε τις κλάψες.
 Η πεθερά χτύπησε το Μοροφίντο λέγοντας:
- Μωρή δεν ακούς το μωρό; απάντηση δεν πήρε , ο πέθερός στο Μαγειριό και ο άνδρας κοιμόντουσαν στο Σαλίτζο χαμπάρι δεν πήρανε . 
Η πεθερά άνοιξε την πόρτα και με τον λύχνο πλησίασε , η Μάνα παγωμένη νεκρή ,έβαλε τις φωνές !!! Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της ,το έβαλε στο στήθος της ,αλλά γάλα δεν είχε !
Έτσι το πήγε στην άκρη του χωριού ,σε μια γαλακτοφορούσα (όπου είχε μωρό) και αυτή το μεγάλωσε ΕΖΗΣΕ …
(Αληθινή Ιστορία στα Πατρικάτα Ερύσσου 1917) η Μάνα ήταν Θεοδοσία (Θεώνη) Μπέργιου …

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΪΖΗ Η ΘΙΑΚΙΑ ΜΑΝΑ


 Σαν μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων οι γυναίκες της Ιθάκης πολέμησαν τον κατακτητή αναλαμβάνοντας συχνά επικίνδυνες αποστολές. Αρκετές φυλακίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν και ταπεινώθηκαν για τη δράση τους αυτή. Ιδιαίτερα πολύτιμη υπήρξε η προσφορά τους μέσα από τις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης. Με ανεκτίμητη στοργή και αγάπη οι Θιακές φρόντιζαν τους καταδιωκόμενους αγωνιστές, ειδικότερα αυτούς που έφταναν στο Θιάκι από την Κεφαλονιά, αντικαθιστώντας έτσι τις μανάδες και τις αδελές τους.
Αυτές τις αγωνίστριες ο γράφων θα τιμήσει αναφερόμενος συνοπτικά σε μια νεαρή τότε γυναίκα από το Κιόνι, της οποίας η ζωή και η δράση αντανακλά πιστά, κατά την γνώμη του, τη ζωή και τη δράση των γυναικών της ιδιαίτερης πατρίδας της εκείνη την περίοδο. Αυτών που χωρίς κανένα δισταγμό ζευγαρώνουν την Αντίσταση με το νοικοκυριό και τη βιοπάλη.
Στη γυναίκα αυτή, πριν ακόμη από την Κατοχή και τη συνεπακόλουθη αντιστασιακή της δράση, οι συγχωριανοί της έχουν κιόλας απονείμει τον τίτλο της «ηρωΐδας της ζωής», που δικαιωματικά της ανήκει. Γιατί η Αικατερίνη Παΐζη, το γένος Βεντούρα, πασχίζει για χρόνια, μόνο με το βελόνι, να αναθρέψει και στη συνέχεια να σπουδάσει τα τρία ορφανά από πατέρα κορίτσια της, με τα οποία έχει επιστρέψει από την Αφρική στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’30.
Παραμονές του πολέμου η ηλικίας μόλις 25 χρόνων μητέρα χάνει τον άντρα της στο εξωτερικό και τα εμβάσματα σταματούν να έρχονται. Έρχεται όμως η Κατοχή και η ζωή για την οικογένεια Παΐζη μέρα με την ημέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς οι πελάτισσες της νεαρής μοδίστρας στο μικρό χωριό λιγοστεύουν, όπως επίσης ολοένα λιγοστεύουν και τα λίγα χρυσαφικά και υφάσματα που η οικογένεια έχει φέρει από το εξωτερικό. Δύσκολοι καιροί για όλους, πιότερο όμως για τη μάνα των τριών ανήλικων παιδιών, οι ανάγκες των οποίων γίνονται όλο και πιο πιεστικές. Με δέος η μάνα αντικρύζει το φάσμα της πείνας και της ανέχειας που ορθώνεται μπροστά της κι αποφασίζει να εγκαταλείψει το χωριό της και να εγκατασταθεί στην Κεφαλονιά με την ελπίδα οτι εκεί θα έβρισκε πιο εύκολα δουλειά. Μια Ληξουριώτισσα δασκάλα, που υπηρετούσε τότε στο Κιόνι, προσφέρεται να την εξυπηρετήσει «φιλοξενώντας» την στο σπίτι της. Πρόκειται στην πραγματικότητα για φιλοξενία με το αζημείωτο, μια που κάθε μήνα αυτή εξαργυρώνεται πότε με κάποιο χρυσαφικό ή ύφασμα και πότε με ραπτική εργασία για τα τέσσερα γυναικεία μέλη της φαμίλιας του οικοδεσπότη.
Τέλη του 1942 λοιπόν η οικογένεια Παΐζη μετακομίζει στο Ληξούρι. Η μάνα μοχθεί καθημερινά να θρέψει τα παιδιά της. Τα τελευταία στο σχολείο. Κλεισμένη στο δωμάτιό της η Θιακιά μοδίστρα δουλεύει ολημερίς, καθώς οι Ληξουριώτισσες όλο και κάποιο παλιό προπολεμικό ρούχο ξεθάβουν από τα μπαούλα και τα κομά τους και το φέρνουν για αναπαλαίωση. Μετρημένες οι παρέες της, κοινωνική ζωή σχεδόν ανύπαρκτη. Που καιρός για τέτοια. Το βουητό της Αντίστασης από τα σοκάκια και το κάμπο του Ληξουριού φθάνει στ’ αυτιά της, καθώς σκυφτή πάνω από την ραπτική της μηχανή ακούει την ΕΠΟΝίτισσα μαθήτριά της να της μιλά για τα κόκκινα συνθήματα που νυχτιάτικα γέμιζαν τους τοίχους των σπιτιών, διαλαλώντας τον πόθο και την αποφασιστικότητα του λαού για λευτεριά, καθώς και για τους πρώτους αντάρτες που φάνηκαν στις παρυφές της πόλης.
Σκιρτά η καρδιά της Ελληνίδας από χαρά καθώς μαθαίνει τα μαντάτα, γιατί είναι κι αυτή ολόψυχα κοντά σ’ αυτούς που παλεύουν για την λευτεριά της πατρίδας. Αισθάνεται όμως διπλά σκλαβωμένη, ως Ελληνίδα και ως Μάνα.
Κι όντας η μοναδική προστάτιδα των τριών ανήλικων παιδιών της, η νεαρή χήρα έχει επιλέξει σαν προτεραιότητα τον αγώνα για την επιβίωσή τους. Έτσι απέχει από κάθε ανάμιξη στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Κι όμως η Αικατερίνη Παΐζη θα είναι η πρώτη γυναίκα που θα συλληφθεί σαν αντιστασιακή στο Ληξούρι από τους Γερμανούς, όταν οι τελευταίοι στεργιώσουν πια την εξουσία τους στο νησί, ύστερα από τη νίκη τους κατά των Ιταλών το Σεπτέμβρη του 1943. Θύμα ενός βάναυσου και ελεεινού υπανθρώπου, ενός αδίσταχτου εκμεταλλευτή και προδότη – του οικοδεσπότη της – η ταλαιπωρημένη μάνα οδηγείται στην Βαλλιάνειο Επαγγελματική Σχολή, έδρα των ΕΣ-ΕΣ και της Γκεστάπο στην πόλη. Και για μια ολόκληρη βδομάδα ζει αγκαλιά με το φόβο και την αγωνία μέσα σ’ ένα ανήλιαγο και με σιδερόφρακτα παράθυρα κελί, κάτω από πρωτόγονες συνθήκες. Και με αξιοπρέπεια αντιμετωπίζει το πότε βλοσυρό και πότε χυδαίο βλέμμα του χιτλερικού φρουρού της. Αιτία της σύλληψής της είναι η αποδοχή εκ μέρους της εντελώς δωρεάν στέγης για την οικογένειά της από ένα Ληξουριώτη έμπορο, του οποίου το απλόχωρο σπίτι κινδυνεύει να επιταχτεί από τις δυνάμεις κατοχής. Αυτό όμως αντίκειται στο συμφέρον του αισχροκερδή οικοδεσπότη της, γιατί σημαίνει τη διακοπή της εκμετάλλευσής της απ’ αυτόν. Και την εκδικείται καταδίνοντάς την στους Γερμανούς σαν μέλος της Αντίστασης. Οι τελευταίοι, μη βρίσκοντας κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον της, την αφήνουν ελεύθερη.
Η ταλαιπωρημένη γυναίκα γυρίζει στο σπίτι και ρίχνεται πάλι στη δουλειά. Τώρα όμως κάτι έχει αρχίσει ν’ αλλάζει στον εσωτερικό της κόσμο. Αρχίζει να προβληματίζεται και να συνειδητοποιεί την αλήθεια οτι τα παιδιά της, όπως όλα τα παιδιά της σκλαβωμένης πατρίδας, πρέπει όχι μόνο να επιζήσουν της λαίλαπας που χτύπησε την χώρα, αλλά και να ζήσουν ελεύθερα. Οτι ο αγώνας της για την επιβίωση των παιδιών της συνταιριάζει απόλυτα μ’ αυτόν για τη λευτεριά τους. Κι επιδιώκει επαφή με την Αντίσταση.
Το κλίμα που επικρατεί στον περίγυρό της είναι πρόσφορο. Όντας αντιστασιακοί ή φίλοι της Αντίστασης οι περισσότεροι από τους γνωστούς της κάνουν γρήγορα πραγματικότητα την επιθυμία της να οργανωθεί και να δράσει. Εξάλλου η Αντίσταση από τη μέρα κιόλας της σύλληψής της την θεωρεί σάρκα από τη σάρκα της, την «υιοθετεί» και την προστατεύει. Έτσι, όταν ύστερα από λίγο καιρό οι Γερμανοί την αναζητούν ξανά για να την συλλάβουν, η ηγεσία του αντιστασιακού κινήματος στην Παλική καταστρώνει σχέδιο απόδρασής της από την Κεφαλονιά και το θέτει αμέσως σε εφαρμογή. Σύνδεσμος ΕΛΑΣίτης φεύγει αμέσως από το Ληξούρι για το χωριό της Ανωγής όπου η καταζητούμενη γυναίκα έχει διανυκτερεύσει και την συνοδεύει στο σημείο που θα συναντηθεί με τα παιδιά της κάπου στη διαδρομή προς το Λιβάδι. Άλλοι συναγωνιστές αναλαμβάνουν την μεταφορά των κοριτσιών και των αποσκευών της οικογένειας από την πόλη στον τόπο συνάντησης με την μητέρα. Απ’ εκεί με τη συνοδεία ΕΛΑΣιτών, η οικογένεια Παΐζη οδεύει προς το χωριό Πλαγιά της Ερίσου, όπου φθάνει αργά τη νύχτα της ίδιας μέρας. Διανυκτερεύει σ’ ένα φιλόξενο σπίτι αντιστασιακών και την επομένη ένας ΕΑΜίτης βαρκάρης την περνά αντίκρυ στην Ιθάκη.
Με την επιστροφή της Αικατερίνης Παΐζη στο χωριό της, το σπίτι της μετατρέπεται κυριολεκτικά σε «κέντρο διερχομένων» για αντιστασιακούς. Μικρό και φτωχικό σπίτι, αλλά η μεγάλη και πλούσια σε συναισθήματα καρδιά της οικοδέσποινας συμπληρώνει τις ελλείψεις του. Έτσι οι καταπονημένοι αγωνιστές που περνούν από το Κιόνι αισθάνονται σαν στο πατρικό τους. Εκεί θα ξαποστάσουν, θα φάνε λίγο μαγειρεμένο φαγητό, θα πλυθούν. Κι ενώ αυτοί ξεκουράζονται, η «Μάνα του Αγωνιστή» – όπως εύστοχα έχει χαρακτηρίσει αυτή την δραστήρια και ακάματη γυναίκα ένας συγχωριανός της – πλένει και μπαλώνει τα ρούχα τους. Υπάρχουν περιπτώσεις που στο σπίτι δημιουργείται το αδιαχώρητο. Όπως όταν κάποτε δώδεκα νεαρές Κεφαλονίτισσες καταφτάνουν σούρουπο στο χωριό περαστικές για το Ξηρόμερο. Τις βλέπει η οικοδέσποινα και σαστίζει. «Που θα σας βολέψω όλες σας καλές μου κοπελιές;» τους λέει μ’ ένα χαμόγελο που ποτέ δεν λείπει από τα χείλη της, ούτε καν στις πιο δύσκολες στιγμές. Τις βολεύει όμως. Με δανεικά σεντόνια και κουβέρτες από τις γειτόνισσες οι φιλοξενούμενες περνούν τη νύχτα στρωματσάδα. Όσο για φαγητό, η χύτρα με τα λάχανα βρισκόταν κιόλας πάνω στη πυροστιά.
Μετά την απελευθέρωση η Αικατερίνη Παΐζη μετακομίζει οικογενειακώς στην Πάτρα και συνεχίζει πιο έντονα τον αγώνα της ζωής, με στόχο πάντα να σπουδάσουν τα παιδιά της. Άγνωστη εκεί περνά μάλλον «αβρόχοις ποσί» τη μεταβαρκιζιανή θεομηνία που πλήττει τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, παρόλο που κι εκεί το σπίτι της είναι πάντα ανοικτό για τους κατατρεγμένους αντιστασιακούς της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης που κρύβονται στην πόλη. Από το 1950 μέχρι το 1959 η Αικατερίνη Παΐζη ζει στην Αθήνα και στη συνέχεια μεταναστεύει στον Καναδά, κοντά στην πρώτη κόρη της, η οποία είχε ήδη εγκατασταθεί στο Τορόντο.
Έχοντας πια εκπληρώσει το καθήκον της προς τα παιδιά της, η χαρισματική αυτή γυναίκα αφοσιώνεται τώρα στους απόκληρους της ζωής, στους συμπατριώτες μας μετανάστες για τους οποίους ο Καναδάς δεν υπήρξε «η γη της επαγγελίας». Η φιλαλληλία της, η φροντίδα για τον συνάνθρωπό της, είχαν γίνει για την Αικατερίνη Παΐζη βίωμα και τρόπος ζωής. «Πάντοτε, χωρίς ποτέ να λογαριάζει ούτε κόπο ούτε χρόνο, παραμελούσε τις δικές της δουλειές για να βοηθήσει τους πονεμένους και τους φτωχούς αδελφούς μας», θα πει η ομιλήτρια στην αποχαιρετιστήρια σύναξη του Φιλόπτωχου Σωματείου του Τορόντο για την Πρόεδρό του, λίγο πριν αυτή επιστρέψει για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Και θα προσθέσει: «Με πληγωμένη καρδιά θα αποχαιρετήσουμε τη γνωστή στην πόλη μας Κυρία με τα πολλά χαρίσματα, που ξεχώριζε πάντα και διεκρίνετο για τη δραστηριότητά της και τα ευγενικά φιλανθρωπικά της αισθήματα…» (1)
Μπροστά στο φέρετρό της στην εκκλησία του Αϊ Γιάννη στο χωριό της, τις πρώτες μέρες το Γενάρη του 1989, τρεις ασπρομάλληδες Θιακοί, με πρόσωπα χαραγμένα από το χρόνο και τις κακουχίες και με βρεγμένα μάτια, στέκονται σε στάση προσοχής, ενώ διαβάζεται η νεκρώσιμη ακολουθία. Και μόλις αυτή τελειώνει, εκείνος που βρίσκεται μεταξύ των άλλων δύο προχωρεί και ακουμπάει στη βάση του φέρετρου ένα στεφάνι. Η ταινία γράφει: Στη συναγωνίστρια Αικατερίνη Παΐζη – ΠΕΑΕΑ Ιθάκης. Είναι μια στιγμή βαθιάς συγκίνησης για τον γράφοντα – γαμπρό και τα άλλα παιδιά της νεκρής αγωνίστριας. Η «Μάνα του Αγωνιστή» – η μάνα τους – παραμένει στην καρδιά των συναγωνιστών της, ακριβώς όπως θα παραμείνει και στη δική τους καρδιά για πάντα. Συντροφιά με μια απέραντη αγάπη και μια βαθιά ευγνωμοσύνη και τιμή.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1). Απόσπασμα της αποχαιρετιστήριας ομιλίας όπως αυτή δημοσιεύτηκε σε ελληνόφωνη εφημερίδα του Τορόντο.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΤΟΣ
(Δημοσιογράφος)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, σελ.77-83
πηγή: ithacanews.gr

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΣΣΑ ΜΑΝΑ του μακαριστού Γερασίμου Φωκά

Κυριακή της Πεντηκοστής 31 Μάη 2015, στον χειροτονητήριο λόγο του, στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου πολιούχου Αθηνών, ο μακαριστός Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γεράσιμος Φωκάς σε μια παράγραφο μίλησε και για την Κεφαλονίτισσα μάνα.
« Η καρτερική Βιργινία Βανδώρου συνόδευσεν επτά παιδιά στο μνήμα, πάνω στη νεότητά τους. Ο τάφος δεν χωρούσε, άνοιξαν δεύτερο και τρίτον. Οι Γερμανοί κατακτηταί - σημερινοί άσπονδοι φίλοι μας - έρριψαν εμπρηστικές βόμβες και κατέκαυσαν το αρχοντικό και όλα τα υπάρχοντά τους και της έμεινε μόνο μία θυγατέρα και αυτή κατελήφθη από φοβερό δαιμόνιο. Η μητέρα έμεινε βράχος υπομονής, δεν εγόγγυσε και δοξολογούσε μάλιστα το πανάγιον όνομα του Θεού όπως την έζησα.
Και ο μακαριστός τότε Μητροπολίτης , ο μέγας και πολύς από Κεφαλληνίας, Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός Ρουμπάνης (ω των ανεξερεύνητων θαυμασίων σου, Κύριε, μετ'όλίγον προκάτοχός μου) έλεγε εις τον τότε αρχιερατικό του επίτροπο     π. Μάρκο Μαλλιώρη: '' κι άλλο παιδί κι άλλη κηδεία εις το αρχοντικό του Βανδώρου. Πάμε να τελέσουμε την εξόδιον ακολουθία, πάμε εις το σπίτι του Ιώβ ''.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Χρόνια αιώνια, Μαννούλα.του Γιώργη Δρυμωνιάτη (Κύθηρα)

Ξέρεις εσύ

Ξέρεις εσύ που τα μάτια σου 
πηγάζανε τον τρυφερό ποταμό της χαράς
‘κείνη την ώρα που μ’ έκοψαν από σένα
και μ’ έριξαν στο στήθος σου
να βυζάξω τις πρώτες σταγόνες ζωής,
κείνη την ώρα που συ μεθυσμένη
μοσχομύρισες το μέλλον επάνω μου.

Ξέρεις εσύ που ο ιδρώτας σου έτρεχε,
χείμαρρος στη φτωχή μας πορεία
και δροσοπότιζε τις ρίζες μου μ’ όνειρα,
εσύ, η αγράμματη σοφή
που στο προσκέφαλό μου κάθε βράδυ
μου ψιθύριζες την επωδό του πόθου σου.
«Τα γράμματα παιδί μου θα μας σώσουνε.»

Ξέρεις εσύ που η ψυχή σου αιμορραγούσε
οκτώ μερόνυχτα ακατάπαυστα,
όταν με άρπαξε η ξενιτιά από το σπίτι μας
κι ο ποταμός του πόνου έρρεε
πλέον στην καρδιά σου . Ήξερες καλά εσύ
πως το πουλάκι σου πέταξε
προς την έρημο της πόλης
και για ποιον θα κλαίς από χαρά,
για ποιον θα ιδρώνεις από κόπο;

Εκεί που είσαι, ξέρεις καλά εσύ.
Έλα κι απόψε που ανάγκη έχω
φαρμάκων από αγάπη καμωμένων,
έλα και χάιδεψε μου το κεφάλι
κι, όπως τότε, πες μου
με τα μάτια και το χνώτο σου:
«Ναι , σε λατρεύω γιόκα μου,
σαν Ήλιο σε λατρεύω…»

Έλα κρυφά απ’ το Θεό, έλα απόψε που πονώ
και που αγάπης αίμα έχω χρεία.
Δεν σου ζητώ ν’ αναστηθείς.
Να μ’ αναστήσεις σού ζητώ,
ξέρεις εσύ, μαννούλα……

γ.π.κ-δρ.
Από την ΕΦΤΑΖΥΜΟΣ ΨΥΧΗ ΔΙΠΥΡΩΜΕΝΗ


Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΣΣΑ ΜΑΝΑ του Ηλία Γεωργακη



Η μάνα η Λευκαδίτισσα. Τη βλέπω στις αλυκές να σηκώνει ξυπόλυτη, σε μια ποδολόγα, αλάτι στο κεφάλι της. Κόντρα στη φτώχεια. Με αντίσταση στην απόγνωση. Πικραμένη από τη μοίρα. Αλλά με δύναμη. Με υπομονή. Με πλοηγό την αμόλυντη ψυχή της. Τη βλέπω στην Καρυά, νύφη στο χωριάτικο γάμο με αυτή την αρχοντική λευκαδίτικη φορεσιά, τη μεγαλοπρεπή. Να κεντάει με καρτερικότητα και φαντασία. Με παραδειγματική απλότητα. Να κουβαλάει το νερό με τον τέντζερη στο κεφάλι με δεξιοτεχνία. Με θάρρος. 

Τη βλέπω στα αμπέλια να σκάβει με αντρίκεια δύναμη, στα χωράφια, στα αλώνια, στον αργαλειό. Στους Σφακιώτες, στα Χορτάτα, στον Αη-Πέτρο, στην Εξάνθεια. Τη βλέπω στους βόλτους στην Εγκλουβή, στα μελίσσια στο Αθάνι, στις ψαρόβαρκες στα Σύβοτα, στη Λυγιά. Τη βλέπω παντού. Να ανάβει με ευλάβεια, με φροντίδα το καντήλι στο εικονοστάσι. Η αρχόντισσα της παράδοσης. Με τα περίσσια αποθέματα ψυχής για να προκόψουν τα παιδιά της, τα βλαστάρια της. Η μάνα η Λευκαδίτισσα. Τη βλέπω στη Χώρα να αναστενάζει πίσω από τα παραθυρόφυλλα, να κλαίει μαζί με τη βροχή πάνω στον τσίγκο. Ν' ασβεστώνει το καντούνι του Πουλιού, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Κάρα, στον πίσω Μόλο. Να περιμένει με καρτερικότητα τον ψαρά, τον άντρα της, μέχρι τα χαράματα. Να ρίχνει μεγαλοβδομαδιάτικα το "κομμάτι". Και με το κουράγιο συνοδοιπόρο να παίρνει το δρόμο για τον ελαιώνα, στην Απόλπαινα για να αναρωτηθεί γιατί τόσοι σταυροί νέων ανθρώπων καρφωμένοι στο χώμα. Τη βλέπω στο Σπαρτοχώρι να αγναντεύει αναστενάζοντας τη θάλασσα, περιμένοντας τον γιο της, τον άντρα της από τα καράβια. Κι ένα δάκρυ να κυλάει στο αυλακωμένο της πρόσωπο. Το χαρακωμένο από τις πίκρες. Και με τα ροζιασμένα χέρια της να σκουπίζει τα δάκρυα. Η μάνα, η Λευκαδίτισσα. Τη βλέπω να σταυροκοπιέται στην Κυρά-Φανερωμένη. Να ανάβει το κεράκι δίπλα στα πολυκαιρισμένα τάματα που έμειναν για να θυμίζουν πως η ψυχή, το κουράγιο, η δύναμη είναι συνυφασμένες με τη μάνα. Τη μάνα με το πονεμένο βλέμμα στον ουρανό. Το βλέμμα της απόγνωσης. Το πανωτόκι στην πίκρα. Η μάνα, η Λευκαδίτισσα. Η μάνα μας!!
 (απο το βιβλίο του ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΄Χορεύουν τα κόκκινα'(εκδόσεις 'ΑΓΚΥΡΑ'). 

Η ΤΣΙΡΙΓΩΤΙΣΑ ΜΑΝΑ επιμέλεια Ελένη Χάρου

"ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΦΗΜΟΥ
Έλα ξύπνα. Είναι έξι η ώρα " Άκουσα τη μάνα μου να μου φωνάζει εκείνο το πρωί."Έλα σήκου, πλύσου, ντύσου για να πας τα χτήματα στο Παλιόκαστρο να βοσκήσουν. Τα παπούτσια σου μην τα γ
υρεύεις. Τα΄χω πάει του Χανιώτη, για να τουσε βάλει καμμμία φώλα και να στα βάψει για τη Λαμπρή. Καβάλα θα πας και καβάλα θα γυρίσεις. Πάνω στο τραπέζι σου'χω μία κούπα φασκομηλέα, έχω βάλει και μία κουταλέα μέλι, μόνο πιες τηνε. Σήμερα είναι Μ. Παρασκευή και νηστεύουνε και το λάδι. Μόλις φτάσεις απάνω, να δέσεις το μουλάρι στη μέση στο Κάτω Λακούδι και τη μία ζούλα στο άλλο σκαλί, για να μη φτάνονται. Τα άλλα χτήματα άστα λίμπερα. Δεν φεύγουνε. Στη σακοπάνα σου΄χω δύο ταγάρες και το κλαδευτήρι, να κόψεις χόρτα να τις γεμίσεις για τις κότες και τα κουνέλια. Σου'χω και το σαρακάκι, σκοινί και σύρματα, να κόψεις κλαδία από αγριοελαία και σουφροξυλέα, να κάμεις δύο καλά δεμάτια για τα μαρτία. Να τα σφίξεις καλά με το σκοινί και να τα δέσεις με δύο σύρματα, για να μη σου φύγουνε στο δρόμο. Να προσέχεις τα χέρια σου! Ύστερα να πας να μαζέψεις βλαστάρια, καλογέρια και σκάνταλα, να τα βάλεις στο καλό το στράϊστρο.Τρώγε και κανένα σκάνταλο και κανένα νερατζούνι, άνε βρεις. Να'χεις το νου σου και όταν η μεγάλη αγριοελαία, που είναι στο συνάμπελο, σκιάσει την Πλακούρα του Παππού, να τα μαζέψεις για να γυρίσεις. Όλο και κάποιος χριστιανός θα βρεθεί να σου πιάσει να τα φορτώσεις όλα στο μουλάρι"
Μέ αυτές τις παραγγελίες και τις οδηγίες φτάσαμε μέχρι το τρίστρατο στα Πρινιάδικα. Εκεί τύλιξε σαν στεφάνι το σκοινί στα κέρατα του Κοκκίνη, του χάιδεψε το λαιμό και του είπε δυνατά. "Στο Παλιόκαστρο Κοκκίνη μου, στο Παλιόκαστρο."Κι αυτός με καμάρι και ρυθμό ξεκίνησε όλη την ομάδα προς τον κατήφορο και προς το δρόμο που οδηγεί στο Παλιόκαστρο χωρίς να παραστρατήσει. Πάντα πρώτος ο Κοκκίνης μας, ο δουλευτής μας, που οργώνει βαθιά το χώμα,αλωνίζει τα στάχυα μας και κοπρίζει τα φυτά μας.Άγιο χτήμα. Ήσυχος, υπάκουος, δυνατός. Πίσω του η σκυλίτσα μου, η Αγάπη. Όνομα και πράμα. Πάντα κοντά με τη γαϊδουρίτσα μας, τη Μόσχα. Την υπομονετική και την ακούραστη αχθοφόρο μας, τα πόδια μας. Πίσω της το μουλάρι μας, ο Αράπης μας, ο άλλος δουλευτής μας, ο κουβαλητής μας, που τρέχει καμαρωτός, στολισμένος με τα στρωσίδια τις Κυριακές για το παζάρι στον Ποταμό, φορτωμένος με τις πραμάτειες μας. Πίσω του οι κατσίκες μας, η Κανέλα και η Χιόνα και πιο πίσω οι προβατίνες μας, οι μαυρομάτες μας, που όλα αυτά μαζί μας χορταίνουν με το γάλα τους, το τυρί τους και τις μυζήθρες τους. Εγώ καβάλα στη Μόσχα σκεπτόμουν, πώς είναι δυνατόν, αυτή η κοντόσωμη γυναίκα, η Μάνα μου, της τρίτης δημοτικού, να έχει καταφέρει να ημερέψει και να εκπαιδεύσει όλα αυτά τα ζώα, που την υπακούνε και εκτελούν τις προσταγές της με μία λέξη, με ένα χάδι. Ίσως οι τελευταίες κουβέντες του άνδρα της να της δίνουν τη δύναμη και να κατευθύνουν τις πράξεις της."Κατερίνα μου, ίσως να μη σε ξαναδώ. Αφιερώσου στο παιδί μας και στο σπίτι μας"..................................


(Απόσπασμα από μια έκθεση του μαθητή της Β΄τάξης του Γυμνασίου Κυθήρων, Αντώνη Πρωτοψάλτη, κατά το 1957. Ένα ακόμα αφιέρωμα στην Τσιριγώτισα μάνα)
 Παλιά Τσιριγώτισσα μητέρα του χωριού με δύο από τα παιδιά της φωτογραφίζεται περί το 1922 από τον Κυθήριο φωτογράφο Π. Φατσέα.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΣ Ο ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ




''Δύσκολο να γράψεις γι' αυτόν τον Νεομάρτυρα από την Ζάκυνθο,έχοντας λίγες έως ελάχιστες πηγές!
Οταν όμως μιλάει η ψυχή σου,είναι άχρηστα όλα τα βιβλία του κόσμου,η πένα γράφει από μόνη της για τον ήρωα του Τζάντε και την μαρτυρική μάνα του!
Διαβάζω κατά καιρούς, για ονόματα δρόμων, σταδίων,σχολείων...
Ενα όνομα θα έπρεπε να δεσπόζει στο νησί, στο αγαπημένο μας νησί.
Μια προτομή θα έπρεπε να κυριαρχεί στην πλατεία Σολωμού.
Αυτή του Ιωάννη Κλαυδιανού με τον Θεόδωρο Πέτα ή Γλάρο,τον Παναγιώτη Ρουμελιώτη,τον Διονύση Κοντονή και τον Αντώνη Γράμψα ή Τζούκο.
Πέντε ήρωες που ο αιμασταγής εγγλέζος αρμοστής Φρ.Ανταμ εκτέλεσε στην Ζάκυνθο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
-Η Ελληνική Επανάσταση έχει αρχίσει και τα νησιά μας βράζουν,ειδικά τα γειτονικά με την μητέρα Πατρίδα.Οι άγγλοι κατακτητές έχουν διατάξει αυστηρή ουδετερότητα,καθότι είναι σφόδρα τουρκόφιλοι,με απειλές στους κατοίκους για φυλακίσεις και δημεύσεις περιουσιών.

30 Σεπτεμβρίου του 1821,έχουμε τα γεγονότα του Υψόλιθου στην Ζάκυνθο.
Ενα τουρκικό πλοίο έχει καταφύγει εκεί,κυνηγημένο από τα Ελληνικά πλοία,οπότε οι κάτοικοι της περιοχής βάλουν κατά του πλοίου και κατά των άγγλων που σπεύδουν εκεί να βοηθήσουν τους τούρκους.Αποτέλεσμα ένας άγγλος νεκρός και ο αρχηγός του αγγλικού αποσπάσματος τραυματίας.
Ο Ανταμ αφήνει την έδρα του και το παλάτι του στην Κέρκυρα και σπεύδει στην Ζάκυνθο.
Αρχίζει τα μέτρα καταστολής που σχεδίαζε από καιρό,απλώς δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία.
Δημεύσεις και κατεδαφίσεις σπιτιών όσων συμμετείχαν,φυλακίσεις,εξορίες και με έκτακτο στρατοδικείο που συγκαλεί, καταδικάζει σε θάνατο τους πέντε χωρικούς που ανέφερα στην αρχή!
Η εκτέλεση γίνεται δημοσίως στην πλατεία του Αγίου Νικολάου του Μόλου με απαγχονισμό.




 Τα μαρτυρικά πτώματά τους,πισσώνονται και τοποθετούνται κατά την προσφιλή τακτική των ''ευγενών'' άγγλων σε σιδερένια κλουβιά στον λόφο του Προφήτη Ηλία πάνω από την πόλη.
Ολα αυτά για παραδειγματισμό των κατοίκων ''διότι δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις''
Ομως το μαρτύριο δεν έχει τέλος.
Οι σατανικοί άγγλοι τοποθετούν το κλουβί με το ''λείψανο'' του Ηρωα Κλαυδιανού απέναντι από το σπίτι του,στο χωριό του, στο Φιολίτι στον λόφο της Αγίας Ιερουσαλήμ!
Η μάνα είναι αναγκασμένη να βλέπει το παιδί της καθημερινά και τρελαίνεται!
Γυρίζει έκτοτε στους δρόμους και προτρέπει τους ανθρώπους να δούν τον γιό της.
Τα πτώματα μένουν πολύ χρόνο έτσι.
Και φτάνουμε στα 1857 όπου ο Λομβάρδος... διαμαρτύρεται ευγενικά στον ''φιλέλληνα'' Γλάδστων.''

σκίτσο του Νικ. Μπιάζη

Εδώ κλείνοντας θα πρέπει να συγχαρούμε τον Ζακυνθινό Διονύση Φλεμοτόμο που ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα,αναδεικνύοντας το και σώζοντας το από την λήθη!
Ο ίδιος ο Διον.Φλεμοτόμος,μας ενημερώνει ότι στην πόλη της Ζακύνθου υπάρχει δρόμος με το όνομα του και στο χωριό Φιολίτης στη θέση του σπιτιού του,έχει ανεγερθεί μνημείο.


Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ ΑΓΓΕΛΩ, ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΜΑΝΑ...της Ανδριαννής Βοντετσιάνου (Κέρκυρα)

Αφιερωμένο σε έναν εξαιρετικό φίλο που έχασε την μητέρα του... 

Τα λόγια της μητέρας:

Σε ένιωσα μέσα μου πριν ακόμα σε δουν στον υπέρηχο. Κατάλαβα πως από εκείνη την μοναδική στιγμή, θα ήμασταν πάντα δεμένοι άρρηκτα, εγώ και εσύ, το μικρό μου μωρό, το δικό μου παιδί, η συνέχεια της ψυχής μου.Ύστερα γεννήθηκες.
Σε θήλασα. Σε κράτησα, σε κανάκεψα, σε νανούρισα, σε μάλωσα, σου έμαθα τα πρώτα βήματα, τις πρώτες λέξεις.
Μεγάλωσες. Προσπάθησα να σου μάθω να φέρεσαι σωστά. Όσο μπόρεσα καλύτερα. Και κεί που πάλεψα περισσότερο, ήταν να σε κάνω άντρα σωστό.
Σπούδασες. Φτωχικά σου συμπαραστάθηκα.
Παντρεύτηκες, έγινες πατέρας. Καμάρωσα σιωπηλά.
Έως την τελευταία μου στιγμή, έως την τελευταία μου πνοή, σε αγάπησα. Πολύ...



Τα λόγια του παιδιού:

Σε ένιωσα γύρω μου και παντού πριν βγω ακόμα στον κόσμο και κατάλαβα πως από την πρώτη στιγμή, εγώ και εσύ, άρρηκτα δεμένοι για μια ζωή, θα πορευόμασταν μαζί. Γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Ήσουν η μάνα μου και ήσουν πάντα εκεί.
Στις αρρώστιες μου στο προσκεφάλι μου, στις ζαβολιές μου να με κρύβεις από τον πατέρα μα και να με μαλώνεις σκληρά σαν ήμασταν οι δυό μας, στα πρώτα μου βήματα στο σχολείο εκεί, στα πρώτα μου σκιρτήματα να με διδάξεις.
Μεγάλωνα και ήσουν πάντοτε πιστή, στην πόρτα του σπιτιού να περιμένεις, με ανυπομονησία να με δεχθείς, να δεις αν γύρισα γερός ή αν είχα κανένα γόνατο από τις βόλτες μου γδαρμένο.
Έφυγα στην Αθήνα να σπουδάσω, να γίνω κάτι περισσότερο και μεγαλύτερο από εσένα, έτσι είπες και με καμάρωνες. Έστω και τα λίγα που έστελνες, ήξερα πως ήταν από το υστέρημα, δεν υπήρχανε εξάλλου τότε περισσότερα και ήμουνα ήδη ευτυχισμένος που έπαιρνα και αυτά...
Παντρεύτηκα και έγινα πατέρας και εσύ γιαγιά πια, δεν μπορούσες να κρύψεις από τα μάτια σου την περηφάνεια...
Έως την τελευταία σου στιγμή, έως την τελευταία σου πνοή, σε αγάπησα. Πολύ...


Εγώ, το μόνο που θα σου πω φίλε μου καλέ, είναι πως η μητέρα σου δεν έπαψε να υπάρχει επειδή απλά έφυγε από την ζωή. Είναι ψηλά και σε κοιτά, είναι διπλα σου και χαμογελά. Σε προσέχει όπως όταν ήσουν παιδί. Να είσαι ήρεμος στην ψυχή, η μητέρα δεν εγκαταλείπει ποτέ το παιδί, ακόμα και αν δεν υπάρχει πια σε αυτή την γή...

ι

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΕΙΣΜΟΥΣ του Βαγγέλη Κατεβάτη

Αγκάλιασέ με μάνα από τον ουρανό
Να νιώσω την ανάσα, τη θέρμη σου ξανά
Ν’ ακούσω τη φωνή σου πάλι να τραγουδά
“άστα τα μαλάκια σου ανακατεμένα”.
Τα μάτια σου να ξαναδώ, τα δακρυσμένα μάτια
Που χάσανε σε μια στιγμή, όνειρα και παλάτια
Όταν η γής τραντάχτηκε κι ο κόσμος μας εχάθη
Απ’ του σεισμού τον όλεθρο στο όμορφο νησί μας
Την ξακουστή Κεφαλονιά, καμάρι του Ιονίου.
Ήμουν παιδί έξι χρονών, αξέχαστη θα μείνει
Η ώρα που ο Εγκέλαδος απάνω στο θυμό του
Κατάστρεψε τον κόσμο μου, σκότωσε τη γιαγιά μου
Στη Σκάλα όπου έμενε στο πατρικό χωριό της
Επλάκωσε τη μάνα μου και αδελφή συνάμα
Με πέτρες και με χώματα στο μαγαζί μας μέσα.
Ένας χασάπης έτυχε περαστικός να είναι
Με τις φωνές και με βρισιές εμάζεψε τους άντρες
Για να ξεθάψουνε αυτούς που ήταν πλακωμένοι.
Η γης δεν εσταμάτησε να τρέμει κάθε τόσο
Κι’ αυτοί με τρόμο, προσοχή και με αυτοθυσία
Τη μάνα και την αδελφή ξεπλάκωσαν θυμάμαι.
Τα μάτια μου βουρκώνουνε στη θύμηση ετούτη
Και η καρδιά μου σφίγγεται, τα πόδια παραλύουν
Να δω το σώμα το σεπτό, κατακρεουργημένο
Απ την μανία του σεισμού, τη φυσική κατάρα.
Τα αίματα εστάζανε απ’ όλο της το σώμα
Και οι πληγές εχάσκανε, γεμάτες από χώμα
Τα κόκαλα φαινόντουσαν, Θεέ μου τι εικόνα!
Γιατί μας το έκανε αυτό η φύση θε να ξέρω;
Όλων τα μάτια τρέχανε σαν να ‘τανε κηδεία
Καθώς τηνε πηγαίνανε σε μια ελιά από κάτω
Και γω τους ακολούθαγα κλαίγοντας για τη μάνα.
Αργά την αποθέσανε και τρέξανε αμέσως
Την αδελφή να βγάλουνε που ήταν από κάτω
Από της μάνας αγκαλιά, καλά προστατεμένη.
Μια γρατσουνιά δεν βρήκανε στης αδελφής το σώμα
Μον’ το σταυρό εβγάλανε που είχε μες’ το στόμα.
Κι όλοι δοξάσαν τον Θεό ακόμα κι η μητέρα
Όταν τα μάτια άνοιξε, ψάχνοντας για την κόρη
Αυτή που την ελάτρευε σε όλη τη ζωή της
Ποιότερο κι απ τα μάτια της, γιατί την αγαπούσε.
Ψάξανε όλοι για γιατρό, να ‘ρθεί να την γιατρέψει
Πήγανε στο χωράφι του και τον παρακαλούσαν
Κι αυτός τους είπε εν ψυχρό να μην τον ενοχλούνε
Γιατί ‘χε οικογένεια δική του να κοιτάξει.
Κι όλοι γυρίσαν κλαίγοντας, τη μάνα μου θρηνούσαν.
Που ήταν τοιμοθάνατη σε μια ελιά αποκάτω
Και κοίταζε τον ουρανό με το θαμπό της βλέμμα
Κι όλο ρωτούσε για εμάς “τι κάνουν τα παιδιά μου,
Που είναι τ’αγγελούδια μου να ρθού να τα ταΐσω;”
Εμείς κοιτάζαμε ψηλά, σηκώναμε τα χέρια
Για να μας ρίξουνε νερό, θεόξερες γαλέτες
Από τα ελικόπτερα κι από τ’ αεροπλάνα
Που κάθε τόσο πέταγαν επάνω στα ουράνια.
Κι όλος ο κόσμος έκλαιγε σ’ανατολή και δύση
Που βλέπαν την κατάντια μας στην τηλεόρασή τους
Και δίνανε τον οβολό γιατί μας επονούσαν
Σ’ αυτούς που κάναν έρανο, λεφτά για να μαζέψουν.
Σε λίγες μέρες ήρθανε της μάνας μου οι σώστες.
Ήταν Εβραίοι που’τυχε να βρίσκονται τριγύρω.
Γυμνάσια εκάνανε σε ένα υποβρύχιο
Και πήρανε τη μάνα μου επάνω σε φορείο
Κι από χωράφια και λιθιές την πήγαν στ’Αργοστόλι
Που ήτανε αγνώριστο, τέλεια καταστραμμένο
Απ΄το σεισμό που γκρέμισε τα πάντα στο νησί μας.
Απ’ τ’ Αργοστόλι Πάτρα, κι από Πάτρα Πειραιά
Από Νοσοκομείο σε Νοσοκομείο, τι τράβηξες μητέρα;
Έξι μήνες πάλευες, στ’αλήθεια Χαροπάλευες!
Μα τελικά το σώμα σου έγιανε από θαύμα
Αυτό ελέγαν οι γιατροί, χωρίς να βάλουν ράμμα.
Αγκάλιασέ με μάνα από τον ουρανό
Δώσε μου την ευχή σου να ξαναγεννηθώ.
Ευάγγελος Κατεβάτης
Βανκούβερ, Βρετανική Κολομβία, Καναδάς
(σημ.σύνταξης: η μάνα αυτή ανέβηκε στους ουρανούς το 2002)

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΞΟΔΙ του Οθωνα Μιχαλά εκ Κερκύρας

Από μικρό παιδί η γιαγιά και η μάνα μου, θεός σχωρέστες, με 

μάθαιναν να εκτιμώ ιδιαίτερα κάποιους ανθρώπους του χωριού μου. 

Δεν ήταν πλούσιοι, ανάμεσα τους ήταν οι φτωχότεροι του χωριού. 

Δεν ήταν μορφωμένοι, ανάμεσα τους ήταν αγράμματοι. Δεν είχαν 

τίτλους ευγενείας, είχαν τον τίτλο του έντιμου. Είχαν όμως παλέψει 

τη ζωή σα θεριά ανήμερα. Κονταροχτυπήθηκαν μαζί της.

Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, ξεθωριάζουν ακόμα και τα ονόματα, όχι

όμως η μνήμη τους και συχνά τους κάνω νοερά μνημόσυνα.

Αυτά σκεφτόμουνα σήμερα κάτω στη θάλασσα του Αηγ-Γιώργη. 

Αυτά και τη Σταθούλα. Ένα θηλυκό θεριό. Μια έντιμη γυναίκα που 

άρπαξε τη ζωή απ τα μαλλιά.

Σαν τότε που πέθανε από φυματίωση ο πατέρας της και οι χωριανοί 

φοβήθηκαν να πάνε να βοηθήσουν στο ξόδι.

Φόρτωσε το νεκρό πατέρα στη πλάτη και τον πήγε, μόνη, και τον 

έθαψε στο νεκροταφείο. (Θα έβαζα θαυμαστικό αν δεν πίστευα πως 

είναι λίγο. Μάλλον η δικιά μου γλώσσα δεν διαθέτει σύμβολο για 

κάτι τέτοιο.)

Αυτά σκεφτόμουν καθώς ανάμεσα σε μένα και τη θάλασσα έβλεπα 

το μικρό της γιό με το γιό του, και το γιό του γιού του.

Να ήταν σκεφτόμουν από μια άκρη και η κυρά Σταθούλα. Να 

αναγαλλιάζει η ψυχή της. Να αναγαλλιάζουν και τα κόκαλα στον 

τάφο της. Και δάκρυσα

Θεός σχωρέστην,