Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΥΣΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΥΣΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

ΕΛΕΝΗ ΛΑΜΠΙΡΗ Η ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΣΣΑ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Μπερδεύτηκαν τρεις αγαπημένοι τόποι όταν έμαθα για την Ελένη Λαμπίρη.
Την πρωτοάκουσα λοιπόν από τον Ζακυνθινό πιανίστα Διονύση Σεμιτέκολο, όταν αυτός είχε έρθει στην Φιλαρμονική Εταιρεία Πατρών και συμμετείχε σε μία συναυλία με έργα για βιολοντσέλλο και πιάνο. Εκεί λοιπόν έμαθα και για την καταγωγή της...από το νησί μας...από την Κεφαλονιά.
Άρχισα το ψάξιμο...
«φορούσε πάντοτε μαύρα, αδύνατη, ξερακιανή, ψηλή, χωρίς καμπύλες, ερχόταν σπίτι και μας παρέδιδε μαθήματα πιάνου πριν το πόλεμο του 1940»...
...έτσι την περιγράφει η Αθηνά Κακούρη η πατρινή συγγραφέας με καταγωγή από την Κεφαλονιά!
Γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1889 στην Αθήνα και ήταν κόρη του Κεφαλονίτη συνθέτη Γεώργιου Λαμπίρη και από την μητέρα της Αγγελική, ήταν εγγονή του Ανδρέα Λασκαράτου.
Σπούδασε και έδρασε σε Ιταλία (Μιλάνο), Αυστρία (Βιέννη), Γερμανία (Λειψία).
Διηύθυνε για χρόνια το Ωδείο της Φιλαρμονικής Πατρών και συγκεκριμένα από το 1925 έως το 1953.
Έγραψε εκτός των άλλων,την οπερέτα ''Αποκριάτικο όνειρο'' σε λιμπρέτο του Γρηγόρη Ξενόπουλου και μουσική φυσικά δική της.
Θεωρείται η πρώτη Ελληνίδα συνθέτις.
Πέθανε στις 30 Μαρτίου του 1960 στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών.

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΙΩΣΗΦ ΛΙΜΠΕΡΑΛΗΣ (1820-1899) του Διον. Βίτσου

«Μίαν ημέραν του 1848 με προσεκάλεσεν [ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός] εις γεύμα, "διά να τιμήσω", ως μου είπε, "μίαν μακαρονάδα."
Μόλις εκαθήσαμεν, είδε ότι δεν ήμουν χαρούμενος. Μετά τινα λεπτά μου λέγει:
– Σήμερα δεν έχεις διάθεσιν, τι έχεις;
– Κακάς ειδήσεις, του είπα.

[...]
Μετά δύο λεπτά περίπου μου λέγει:
– Ίσως … νέον δυστύχημα διά την Ιταλίαν;
Ειπέ μου …!
–Ναι, η μάχη της Νοβάρας, η οποία θα ελευθέρωνε τους Ιταλούς.
Ενίκησαν οι Αυστριακοί ένεκα προδοσίας ενός στρατηγού!
Δεν είχα προφέρει την τελευταίαν λέξιν, και ως αστραπή ηγέρθη και εβάδιζε δεξιά και αριστερά, πολύ ταραγμένος.
Μου φαίνεται ότι ακόμη βλέπω το μεγαλοπρεπές εκείνο ανάστημα του ποιητού του εμπνευσμένου, με τα χέρια εις τα μαλλιά, με τα μάτια γεμάτα φωτιά και δάκρυα, όλως αφωσιωμένου εις την Ιταλίαν, με τας υψηλοτέρας σκέψεις ευγνωμοσύνης. Τόσον με συνεκίνησεν, ώστε έτρεχαν τα δάκρυά μου, τα οποία προσεπάθουν να κρύψω διά να μη τον λυπήσω περισσότερον.
Το γεύμα εναυάγησε, εχάθησαν τα μακαρόνια. Η ευγενής εκείνη καρδία μου εζήτησε συγγνώμην διότι έμεινα νηστικός»
.
ΤΖΟΥΖΕΠΕ ΛΙΜΠΕΡΑΛΙ ή Ιωσήφ Λιμπεράλης ή Λιβεράλης ή Ελευθεριάδης (Κέρκυρα 1820- Ζάκυνθος 1899)
"Αυτοβιογραφία"
Έλληνας ιταλικής καταγωγής συνθέτης, δάσκαλος μουσικής, ιμπρεσάριος, σκακιστής και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων.
Γιος του Ιταλού αρχιμουσικού του Βρετανικού στρατού Ντομένικο Λιμπεράλι και της Ζακυνθινής Αικατερίνης Μιλιοράτη. 
Ο Ιωσήφ πήρε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής από τον αδελφό του Αντώνιο ενώ σπούδασε στο Ωδείο Σαν Πιέτρο της Νάπολης και στο Ωδείο του Μιλάνου. Υπηρξε, επίσης, μαθητής του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου.
Από το 1840 δίδασκε πιάνο στην Κέρκυρα και έγινε αρχιμουσικός μπάντας της κερκυραϊκής Φιλαρμονικής (1842-1852). Επίσης, επί σειρά ετών υπήρξε ιμπρεσάριος του θεάτρου San Giacomo της Κέρκυρας.
Το 1852 παντρεύτηκε με την Ζακυνθινή Αικατερίνη Χαριάτη και εγκαταστάθηκε στην Ζάκυνθο όπου συνέχισε να διδάσκει πιάνο. Το 1870 μετακόμισε στην Πάτρα όπου κι εκεί έκανε μαθήματα πιάνου . Στην Πάτρα ο Λιμπεράλης έκανε προσπάθειες για την δημιουργία φιλαρμονικής μπάντας και το 1886 ήταν μέλος της επιτροπής για την δημιουργία δημοτικής μπάντας.
Συνέθεσε πολλά έργα, σήμερα είναι γνωστά 17 έργα για πιάνο , όπερες με πλοκές αναφερόμενες στην επανάσταση του 1821), μελοποίησε πολλά εμβατήρια ανάμεσα τους και τον ύμνο του Παναχαϊκού ΓΣ, από τα έργα του σώζονται τμήματα.
Εκτός από μουσικοσυνθέτης ο Λιμπεράλης ήταν ο πρώτος Έλληνας που δημοσίευσε από τον ελλαδικό χώρο σκακιστικά προβλήματα σε σκακιστικά περιοδικά άλλων χωρών πάνω από μία εικοσαετία . Δημοσίευσε πάνω από 60 σκακιστικά προβλήματα πολλά από τα οποία διασώζονται και σήμερα, είχε πάρει μέρος και στον διαγωνισμό του σκακιστικού συνεδρίου της Νέας Υόρκης το 1880. Ήταν μέλος του Κύκλου των σκακιστών της Πάτρας που έδρασε τον 19ο αιώνα .
Ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1886, όπου πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 1899.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

AVONIA BONNEY ΚΑΙ ΖΑΚΥΝΘΟΣ του Γιώργου Καρρέρ

Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΔΑ ΥΨΙΦΩΝΟΣ AVONIA BONNEY ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 1879-1880.
Το Δημοτικό Θέατρο της Ζακύνθου «Ο Φώσκολος», θύμα και αυτό των σεισμών του 1953, εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1879 με ιταλικό μελοδραματικό θίασο, στον οποίο πρωταγωνίστρια ήταν μία νεαρά και όμορφη Αμερικανίδα υψίφωνος, η Avonia Bonney (1854-1910), που το πέρασμά της από τη Ζάκυνθο άφησε εποχή. Ο συνθέτης Παύλος Καρρέρ, ο οποίος συνεργάσθηκε ως με τον θίασο ως μουσικοδιδάσκαλος αναφέρεται σ’ αυτήν και στην απήχηση που είχε στην κοινωνία της Ζακύνθου η εκεί παρουσία της.
«……την εσπέραν της 28 Οκτωβρίου 1879 το νέον θέατρον ήνοιξεν τας θύρας του με το νέον δια την Ζάκυνθον μελόδραμα Ruy Blas. Η θεατρική Εργολαβία του Μονδίνου τω 1879-80 αφήκεν αναμνήσεις αρίστας τε και κωμικάς, επί το αστειότερον. Η πρώτη υψίφωνος, μία Αμερικανίς ονόματι Avonia Bonney, εξαιρέτου μουσικής τέχνης και με φωνήν πολύ εύστροφον, είλκυσεν την προσοχήν και τον ενθουσιασμόν διαφόρων εγκρίτων Κυριών και Κυρίων, οίτινες έφθασαν να την επισκέπτωνται εν τω ξενοδοχείω της και να συνδειπνούν με αυτήν!»
Πριν από την έναρξη του έργου, εκτελέσθηκε ο «Βασιλικός Ύμνος» του Παύλου Καρρέρ από ολόκληρο το θίασο και την ορχήστρα του θεάτρου, με επικεφαλής την Αμερικανίδα υψίφωνο Avonia Bonney. Είναι μάλλον απορίας άξιο το γεγονός ότι ο ίδιος στο κείμενο της Αυτοβιογραφίας δεν μνημονεύει αυτή την εκτέλεση του «Βασιλικού Ύμνου», την οποία όμως, όπως θα δούμε αμέσως, μνημονεύουν οι Ζακυνθινές εφημερίδες της εποχής : “ΘΕΑΤΡΙΚΑ - Την παρελθούσαν Κυριακήν εν τω δημοτικώ θεάτρω «Ούγος Φόσκολος» ήρξατο η ιταλική μελοδραματική εταιρία των παραστάσεων αυτής δια του μελοδράματος Ρουΐ Βλάς. Προ της ενάρξεως της παραστάσεως, όλος ο θίασος ηγουμένου του κ. Παύλου Καρρέρ έψαλλε τον βασιλικόν ύμνον τον υπό του αυτού κ. Καρρέρ μελοποιηθέντα, και τυχόντα του χρυσού μεταλλίου κατά την τελευταίαν έκθεσι (sic) των Ολυμπίων• κατ’ αυτόν η υψίφωνος δεσποινίς Βόνεϋ περιβεβλημένη βασιλικήν αληθώς εσθήτα και κρατούσα δια την δεξιάς την Ελληνική σημαίαν, μετά πολλής επιτυχίας έψαλλε μετά του λοιπού θιάσου τον ύμνον• […].” (Εφημερίς «ΕΛΠΙΣ», έτος Ε΄, αρ. 147. Εν Ζακύνθω τη 21 Οκτωβρίου 1879, σ. 6).
Ο Καρρέρ σαρκάζει ελαφρά, την αναστάτωση που φαίνεται ότι προκάλεσε η παρουσία της Bonney στην μικρή κοινωνία του νησιού. Αν πάντως συνδυάσει κανείς τα όσα γράφει εκείνος με τα όσα έγραψαν οι τοπικές εφημερίδες της εποχής, στο πέρασμά της από τη Ζάκυνθο η Avonia Bonney, που συν τοις άλλοις, όπως φαίνεται και από τη σωζόμενη φωτογραφία της, ήταν και μία εξαιρετικά ελκυστική γυναίκα, κατέκτησε ολοκληρωτικά την Ζακυνθινή κοινωνία. 
Πέρα από την φυσική καλλονή, την ωραία φωνή και την τεχνική της, η Αμερικανίδα υψίφωνος γοήτευσε πραγματικά και με το παίξιμό της το οποίο καθώς φαίνεται εξωτερίκευε μία έντονη προσωπικότητα, που την έκανε ιδιαίτερα συμπαθή μέχρι παραληρήματος. 
Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστικά τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα από δημοσιεύματα του τοπικού τύπου : “[…] πιστεύομεν ότι η εργολαβία δεν θέλει βραδύνει να αναβιβάση επί της σκηνής έτερον μελόδραμα προς ικανοποίησιν του κοινού, το οποίον ανυπομόνως αναμένει να ακούση και πάλιν την προσφιλή αυτού αοιδόν, την καλλικέλαδον υψίφωνον Δ.δα Αβονίαν Μπονέη, ήτις δια της μελωδικής αυτής φωνής ανυψοί τον νουν και καταθέλγει την καρδίαν.” (Εφημερίς «ΑΓΩΝ», έτος ΣΤ΄, αρ. 13(181). Εν Ζακύνθω τη 9 Νοεμβρίου 1879). Επίσης, “Παρέστη εν τω Θεάτρω και το ωραίον μελόδραμα Traviata. […] Αλλά τι να είπωμεν δια την πρώτην κ. Bonney, ήτις υποκρίνεται την Traviata ; […] Είχομεν πράγματι δίκαιον να είπωμεν εν τω προλαβόντι, ότι η μελωδική αυτής φωνή ανυψοί τον νουν και καταθέλγει την καρδίαν• νυν δε προσθέτομεν ότι οι λαρυγγισμοί αυτής και αι άρσεις και θέσεις της φωνής, την οποίαν πάνυ τεχνηέντως μεταχειρίζεται, καταμαγεύουσι τους ακροατάς της, ει και φύσει σεμνή η δεσποινίς αύτη λίαν επιτηδεύεται ίνα παίξη εν τη α΄. πράξει το πρόσωπον της εκδεδιητημένης, πριν η καρδία αυτής πληχθή υπό του θείου του έρωτος αισθήματος. Εν τη τελευταία όμως πράξει, όταν παριστά την φθισικήν είνε θεία. Η στάσις αυτής, η φυσιογνωμία, η παθητικότης και γλυκύτης της φωνής, ενούμενα μετά του υπό της μουσικής διεγειρομένου πάθους, αποσπώσιν ούτως ειπείν τας καρδίας των ακροατών, οίτινες προσηλούσιν επί της σκηνής τα όμματα και ακίνητοι γεύονται θείας ηδύτητος. Όταν μάλιστα μετά μεγάλης παθητικότητος άδει το “Addio del passato” το κοινόν συγκινείται εις άκρον. Το αληθές είναι ότι η κ. Bonney στολίζει το Θέατρόν μας.” (Εφημερίς «ΑΓΩΝ», έτος ΣΤ΄, αρ. 14(182). Εν Ζακύνθω τη 21 Νοεμβρίου 1879).
Ο ιστορικός Λεωνίδας Ζώης αναφέρει επί πλέον χαρακτηριστικά ότι κατά την τιμητική παράσταση της Bonney που δόθηκε μέσα σε κλίμα μεγαλοπρέπειας και ενθουσιασμού, ο ποιητής Γιάννης Τσακασιάνος έγραψε το ακόλουθο χαρακτηριστικό δίστιχο που κυκλοφόρησε ευρέως στο ζακυνθινό κοινό :
Αν θέλης Μπόνεϋ, στρατό, γραφόμαστε δικοί σου
Το αίμα μας να χύσουμε, γι’ αγάπη ιδική σου.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

ΕΝΑ ΠΡΩΪΜΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ ΟΠΕΡΑΣ ΤΟΥ GIUSEPPE VERDI ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ του Γιώργου Καρρέρ



Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ «I LOMBARDI ALLA PRIMA CROCCIATA» ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ SAN GIACOMO ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1845-1846.
Το έργο αυτό του Giuseppe Verdi ανέβηκε για πρώτη φορά από την σκηνή του Teatro all Scala του Μιλάνου στις 11 Φεβρουαρίου 1843. 
Στην Κέρκυρα ανέβηκε περίπου δύο χρόνια αργότερα (περίοδος 1845-1846) προτού ακόμη ν’ ανεβή σε άλλα μεγάλα θέατρα της Ευρώπης.
 Ενδεικτικά στο Λονδίνο ανέβηκε στις 12 Μαΐου 1846, στη Νέα Υόρκη στις 3 Μαρτίου 1847 και στο Παρίσι (στη γαλλική εκδοχή Jerusalem) στις 26 Νοεμβρίου 1847.

Για την παράσταση της Κέρκυρας τυπώθηκε από τον εκδοτικό οίκο του Giovanni Ricordi το εικονιζόμενο ιδιαίτερο φυλλάδιο με το κείμενο του έργου και τους συντελεστές της παραστάσεως.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τρίτη σελίδα όπου αναγράφονται οι λοιποί συντελεστές της παραστάσεως και κυρίως οι εξάρχοντες στα διάφορα όργανα της ορχήστρας, μεταξύ των οποίων και πολλοί γηγενείς Κερκυραίοι μουσικοί. Αξιοσημείωτη και η παρουσία στα χάλκινα πνευστά δύο μελών της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας (Bandisti della Nobile Societa Filarmonica) που καλούντο πολλές φορές να συμπληρώσουν την ορχήστρα του θεάτρου.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Η διάσημη Λευκαδίτισσα Αγνή Μπάλτσα της Σοφίας Σουμελά


Η σπουδαιότερη δραματική μετζοσοπράνο της εποχής μας όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. 
Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1944 και μετακόμισε το 1965 στην Αθήνα για να επικεντρωθεί στο τραγούδι.
Φοίτησε στο Ελληνικό Ωδείο με καθηγήτρια τη Φραγκιά-Σπηλιοπούλου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Μόναχο με την υποτροφία "Μαρία Κάλλας".
 Έκανε το ντεμπούτο της στην Όπερα της Φρανκφούρτης και της Βιέννης όπου απέσπασε τα ενθουσιώδη σχόλια του κοινού και καθιερώθηκε σε ρόλους πρωταγωνίστριας στο Λυρικό Θέατρο.
 Εμφανίστηκε στις μεγαλύτερες όπερες του Βερολίνου, του Μιλάνου, του Μονάχου, της Ν.Υόρκης, του Σικάγου κ.α. Εμφανίστηκε εκτός από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ σε όπερες της Λατινικής Αμερικής και της Ιαπωνίας. Με την καθοδήγηση πάντα του Κάραγιαν καθιερώθηκε πρωταγωνίστρια από το 1970 στο περίφημο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.
 Στο πλούσιο ρεπερτόριό της περιλαμβάνονται πολυάριθμοι ρόλοι και έχει καθιερωθεί ως μοναδική ερμηνεύτρια στους ρόλους της Κάρμεν στην ομώνυμη όπερα του Ζ. Μπιζέ, Οκτάβιαν στον "Ιππότη με το Ρόδο" του Ρ. Στράους και Σαντούτσα στην "Καβαλερία Ρουστικάνα" του Π. Μασκάνι. 
Το 1980, της απονεμήθηκε ο τίτλος "Osterreichische Kammersangerin" και από το 1988 είναι επίτιμο μέλος της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Τιμήθηκε με πολυάριθμες διακρίσεις και από το 1993 είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών.
 Στις 19/9/2013 έδωσε συναυλία στην Κρατική Όπερα της Βιέννης ερμηνεύοντας με συγκλονιστικό τρόπο τραγούδια των Μ.Θεοδωράκη, Μ.Χατζηδάκη, Σ. Ξαρχάκου, Β.Τσιτσάνη και Σ. Περιστέρη δημιουργώντας χάρη στις φωνητικές της ικανότητες "γέφυρα" ανάμεσα στο κλασικό τραγούδι και στην Ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση.
 Οι παλαιότεροι Λευκαδίτες ίσως θυμούνται το αποχαιρετιστήριο ρεσιτάλ της στο "Πάνθεον" πριν την αναχώρησή της για τη Γερμανία.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Αργύρης Κουνάδης (1924-2011)



Έλληνας συνθέτης, με ευρύτητα έργου, που ξεκινά από τη λαϊκή μουσική και φθάνει έως τη μουσική πρωτοπορία.
Ο Αργύρης Κουνάδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1924, στους κόλπους μιας οικογένειας με κεφαλλονίτικη καταγωγή. Τις μουσικές του σπουδές πραγματοποίησε στο Ωδείο Αθηνών, με καθηγητές τους Δημήτριο Μακρή και Σπύρο Φαραντάτο. Το 1952 έλαβε δίπλωμα πιάνου και το 1956 δίπλωμα σύνθεσης από το Ελληνικό Ωδείο με καθηγητή τον Γιάννη A. Παπαϊωάννου.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δραστηριοποιήθηκε στην ΕΠΟΝ και το 1943 έγραψε τον πρώτο ύμνο της οργάνωσης σε στίχους Γιώργου Τσαπόγα. Συνελήφθη για τη δράση του και κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας. Εκεί, για καλή του τύχη, ήταν διοικητής ένας ιταλός μουσικός, που μόλις έμαθε ότι ο Κουνάδης είναι μουσικός, φρόντισε να τον απελευθερώσει κρυφά τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του.
Από το 1950 συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, με τους οποίους διατηρούσε φιλία. Το 1951 ερμήνευσε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, σε πρώτη ελληνική εκτέλεση, το Κοντσέρτο για πιάνο του Αράμ Χατσατουριάν. Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει τις πρώτες συνθέσεις του για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Συγκαταλέγεται στους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ενδιαφέρθηκαν για το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο μαζί με τη μουσική των Μπάρτοκ και Στραβίνσκι επηρέασαν βαθιά τα πρώτα έργα του, της περιόδου 1949 - 1957, τα περισσότερα από τα οποία, αργότερα αποκήρυξε. Ο ίδιος ο συνθέτης διέσωσε από εκείνη την περίοδο τέσσερα έργα, τα Σχέδια για ένα καλοκαίρι (6 ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, για βαρύτονο και πιάνο, 1949), Μουσικές στιγμές (για βιολί και πιάνο, 1949-50), Συμφωνιέτα σε μι με πιάνο obligato και Απόσπασμα από τον θρήνο της Αντιγόνης του Σοφοκλή (για γυναικεία φωνή και 5 πνευστά, 1956).
Το 1958 με υποτροφία του ΙΚΥ ξεκινά σπουδές στη Μουσική Ακαδημία του Φράιμπουργκ, στη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας, με καθηγητές τον συνθέτη Βόλφγκανγκ Φόρτνερ και τον μαέστρο Καρλ Φέτερ.
Μετά την αποκήρυξη του πρώιμου έργου, στρέφει το μουσικό του βλέμμα στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστημα, επιλέγοντας μια υπερμοντέρνα μουσική τεχνοτροπία βυζαντινής αυστηρότητας, η οποία δίνει έμφαση στον μελοποιημένο λόγο και το δραματικό στοιχείο, που μεταφέρονται ακόμη και στα καθαρώς συμφωνικά του έργα. Ο έμφυτος λυρισμός του, ωστόσο, παραμένει όπως και η πεποίθησή του ότι «η τέχνη πρέπει να συνεχίζει την παράδοση με σύγχρονα μέσα».
Από το σύνολο του έργου του, ξεχωρίζουν το Χορικό για συμφωνική ορχήστρα, τα Ετεροφωνικά ιδιόμελα για συμφωνική ορχήστρα, το Κουϊντέτο για πνευστά, το Κουαρτέτο για έγχορδα και άλλα. Το Χορικόν (1958) ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε στις εκδηλώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής στην Κολωνία το 1959, και το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου με διευθυντή ορχήστρας τον Βόλφγκανγκ Φόρτνερ (1961). Το 1963 διορίστηκε βοηθός του Φόρτνερ και το 1972 καθηγητής στην Ακαδημία του Φράιμπουργκ, ενώ ανέλαβε και τη διεύθυνση του μουσικού συνόλου Μούζικα Βίβα.
Συνέθεσε όπερες με ιδιαίτερα σαρκαστική διάθεση (Το λαστιχένιο φέρετρο, Τα μαγεμένα αναλόγια, Τειρεσίας), οι οποίες έχουν ανεβεί αρκετές φορές σε σημαντικά γερμανικά θέατρα (Βόννη, Μπαϊρόιτ, Χαϊδελβέργη, Φράιμπουργκ, Λίμπεκ, κ.α.), στη Λυρική Σκηνή και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Τις δεκαετίες του '70 και του '80 έγραψε λαϊκά τραγούδια, που τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό. Ξεχωρίζουν τα τραγούδια: Στην πλατεία Αβησσυνίας, Do you like the Greece, Όρτσα τα πανιά με τη φωνή του Αντώνη Καλογιάννη και Δεν περισσεύει υπομονή με την ξεχωριστή ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου. Τη δεκαετία του '50 και στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο (Ουρανός του Τάκη Κανελλόπουλου και Αντιγόνη του Γιώργου Τζαβέλα).
Η νόσος του Πάρκινσον, που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, του στέρησε χαρές, όπως να παραστεί στην τιμητική εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής το 2006, αλλά δεν στάθηκε ικανή να τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη στη μουσική.
Ο Αργύρης Κουνάδης πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 2011, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

πηγή: vlahatasamis.gr   sansimera.gr

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

ΜΑΡΚΟΣ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟΣ (Κωνσταντινούπολη 1884-Γενεύη 1923) της Ειρήνης Ζαβιτσάνου

Κερκυραϊκής καταγωγής,τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι.Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική,επηρεασμένος ίσως από τη μητέρα του που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος.Το 1903 πήγε στο Μόναχο και το 1906 γραφτηκε στην ακαδημία όπου σπούδασε ζωγραφική κοντα στον G.von Hackl και χαρακτική στον M.Kern.
Στη Γερμανία συνδέθηκε φιλικά με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και το 1909 συμμετείχε στην ίδρυση της "Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ένωσης".Δημοσίευσε επίσης στο "Νουμά"τη μελέτη του "Ανθρώπινες αντιλήψεις".Την ίδια χρονιά πήγε στο Παρίσι και τον επόμενο χρόνο επεστρεψε στην Κέρκυρα,όπου μαζί με τον Θεοτόκη,οργάνωσε το "Σοσιαλιστικό Κέντρο Κερκύρας".το 1914 συμμετείχε στην ίδρυση της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ομάδας "Συντροφιά των Εννέα",δημοσιεύοντας συγχρόνως ποιήματα,σχέδια και χαρακτικά στο περιοδικό της ομάδας "Κερκυραϊκή Ανθολογία".
Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση διηγημάτων του Κ.Θεοτόκη,από τα οποία εκδόθηκε μόνο "Η τιμή και το χρήμα"(1914),όσο ζούσε.Τα υπόλοιπα,εκδόθηκαν το 1982 με τίτλο "Διηγήματα-Κορφιάτικες Ιστορίες" και "Το βιός της κυρά Κέρκυρας"
Την περίοδο 1919-1922 φιλοτέχνησε χαρακτικά για την επανέκδοση του βιβλίου του Π.Βλαστού "Στον ίσκιο της συκιάς"η οποία όμως τελικά δεν έγινε,ενω το 1922 πηγε στο Βερολίνο όπου εικονογράφισε το βιβλίο του Alfred Maria Ellis(Werner Hageman) "Iphigenie".
Το 1917 ήρθε στην Αθήνα όπου παρουσίασε μια σειρά χαρακτικών στο μουσικό καταστημα Καζάζη,ενώ το 1922 οργάνωσε ατομική έκθεση στο Ζάππειο με λάδια και χαρακτικά.Έλαβε επίσης μέρος σε εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών,ενω το 1936 χαρακτικά του εκτέθηκαν στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Το χαρακτικό του έργο,που περιλαμβάνει κυρίως χαλκογραφίες και κατα το μεγαλύτερο μέρος του προοριζόταν για εικονογραφήσεις βιβλίων,κινείται σε μια ρεαλιστική αντίληψη,ενω στη ζωγραφική του, που περιλαμβάνει τοπία,εσωτερικά και προσωπογραφίες,ειναι φανερη η γνωριμία του με τις ιμπρεσιονιστικές και μετεϊμπρεσιονιστικές τάσεις.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΝΔΡΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ εκ Κερκύρας ορμώμενος και εκ Κερκύρας διωχθείς


''Διάβασα για πρώτη φορά στο Κυριακάτικο Βήμα το όνομα Δημήτρης Ανδρώνης και τράβηξε την προσοχή μου,η φωτογραφία του με τα ευγενικά χαρακτηριστικά μιάς άλλης εποχής που έχει τελειώσει ανεπιστρεπτί!
Αρχισα να ψάχνω στην βιβλιοθήκη μου,αλλά δεν στάθηκα τυχερός.
Ευτυχώς βρήκα λίγα πράγματα στην ηλεκτρονική σελίδα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Μάντζαρος.
Γεννήθηκε το 1866 στην Κέρκυρα και στην συνέχεια σπούδασε και εργάστηκε ως μουσικός στην Μπολόνια και στην Νάπολη.
Καθηγητής πιάνου με μεγάλη απήχηση στις προαναφερθείσες πόλεις λοιπόν,αποφασίζει να επιστρέψει το 1890, στην γενέθλια πόλη του,όπου αναλαμβάνει τις Σχολές της Παλαιάς Φιλαρμονικής.
Ουδείς όμως προφήτης στον τόπο του.
Ασκείται πολεμική στον Δημ.Ανδρώνη , όπως και σε κάθε τι καινούργιο που δεν γνωρίζουμε  και δυστυχώς αντί να το προσεγγίσουμε, το αντιμετωπίζουμε εχθρικά.
Ετσι ο Ανδρώνης κλείνεται στον εαυτό του και περιορίζεται σε κάποια ιδιαίτερα μαθήματα.
Εδωσε μια μοναδική συναυλία το 1907 στην Κέρκυρα.
Το 1918 θεωρείται ως το έτος θανάτου του,γιατί τότε εξαφανίζονται τα ίχνη του.
Καταλάβατε φυσικά γιατί αφιερώνουμε αυτό το μικρό σημείωμα στον Μεγάλο μουσικό.
Γιατί όπως είπαμε,θεωρούμε απαράδεκτη την τάση περιθωριοποίησης όποιου ανθρώπου παρουσιάζει κάτι νέο.
Ας ελπίσουμε να μείνει στο μυαλό μας αυτό και να προσπαθήσουμε να κατανοούμε αντί να καταγγέλουμε! ''

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ

Ανήκει σ' εκείνους τους δημιουργούς, που αν και με το έργο τους λάμπρυναν το μουσικό μας πολιτισμό, παραμένουν ουσιαστικά άγνωστοι στο λαό, εξαιτίας της διαχρονικής απαξιωτικής αντιμετώπισής τους από το επίσημο κράτος. Ο λόγος για τον Κερκυραίο συνθέτη Σπύρο - Φιλίσκο Σαμάρα, γέννημα - θρέμμα της Επτανησιακής μουσικής σχολής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους, αλλά συνάμα και πλέον παρεξηγημένους, πρωταγωνιστές της ελληνικής μουσικής ιστορίας των νεότερων χρόνων. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, ο Σπ. Σαμάρας ήταν συνώνυμος στην κοινή συνείδηση με τον «Ολυμπιακό Υμνο», σε στίχους του Κωστή Παλαμά, που πρωτοτραγουδήθηκε στην Αθήνα το 1896 και ανακηρύχθηκε το 1958 επίσημος Υμνος των Ολυμπιακών Αγώνων (σαράντα ένα χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη του). Ωστόσο, το 1896 ο Κερκυραίος συνθέτης βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του και ήταν ο διασημότερος εκπρόσωπος της ελληνικής μουσικής δεινότητας στο διεθνή μουσικό χώρο. Παρότι υπήρξε ένας εμπνευσμένος δημιουργός, ο πρώτος Ελληνας μουσικός των νεότερων χρόνων που η φήμη των συνθέσεών του ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του, στην ίδια τη χώρα του το έργο του, όπως και τόσων άλλων ομότεχνών του, παραμένει ουσιαστικά άγνωστο για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, με ευθύνη της ελληνικής πολιτείας. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η παρουσίαση της δημιουργικής του κατάθεσης, παραμένει αποσπασματική ή άγνωστη για το πλατύ κοινό, παρότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη μουσική ιστορία του τόπου μας. Αιτία, η αμέριστη αδιαφορία ενός κράτους, που υποτίθεται ότι έχει την υποχρέωση να φέρει σ' επαφή το λαό, τις νεότερες γενιές με τέτοιες σπουδαίες δημιουργικές φωνές.
Θρίαμβος στην Ιταλία
Η ιδιοφυία του Σπ. Σαμάρα ως δημιουργού φάνηκε ήδη από τα νεανικά του χρόνια. Πρώτος του δάσκαλος στη μουσική υπήρξε ο επίσης Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Ξύνδας. Με δική του προτροπή ο Σπύρος Σαμάρας συνέχισε τις σπουδές του από το 1875 στο Ωδείο Αθηνών, ενώ το 1882 πήγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι. Το 1885 μετακόμισε στην Ιταλία, όπου ξεκίνησε συστηματικά τη συνθετική του καριέρα. Το 1886 πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μιλάνο με μεγάλη επιτυχία η τρίπρακτη όπερά του «Flora Mirabilis» που χαιρετίστηκε από τους Ιταλούς κριτικούς ως φλέβα νεωτερισμών στο μελόδραμα της εποχής, νεωτερισμοί που συγκρίνονταν με εκείνους του Πουτσίνι. Αλλωστε, η συγκεκριμένη όπερά του προηγήθηκε όλων των γνήσια «βεριστικών» έργων. Ετσι, η συμβολή του στη διαμόρφωση του «βερισμού» και ειδικά του «ύφους Πουτσίνι» (με τον οποίο διατηρούσε εγκάρδια αλληλογραφία) κρίνεται όχι μόνο υπαρκτή, αλλά και ουσιαστική, γιατί στον Σαμάρα ενυπάρχουν (είτε ως συλλήψεις είτε ως απτές εφαρμογές) όλα όσα χαρακτήρισαν τα κατοπινά αριστουργήματα του μεγάλου Ιταλού συνθέτη. Οι κριτικοί εκφράζονται με ενθουσιασμό για το έργο και κατατάσσουν τον συνθέτη του μεταξύ των κορυφαίων δραματικών μουσουργών. Ο θρίαμβος της «Φλόρας» του ανοίγει τις πύλες των μεγαλύτερων μελοδραματικών Θεάτρων της Ιταλίας. Ετσι, το 1888, παίχτηκε στη Ρώμη το μελόδραμά του «Μετζέ», το 1891 στο Μιλάνο η «Λιονέλλα», το 1894 στη Nεάπολη «Η Μάρτυς», που θεωρήθηκε το κορυφαίο δημιούργημα του οπερατικού ρεαλισμού, τουλάχιστον ισοδύναμο με έργα του Μασκάνι και του Λεονκαβάλο, κ.ά. Ο δημιουργός γράφει έργα από τα οποία αναβλύζουν εμπνευσμένες μελωδίες, ευρηματικές αρμονίες, περίτεχνες ενορχηστρώσεις και μεγαλόπνοοι μουσικοί χειρισμοί των σκηνικών δρωμένων.
Αλλα μελοδράματα του Σπ. Σαμάρα, που παίχτηκαν στην Ιταλία είναι: το 1895 στο Μιλάνο «Η Δαμασθείσα" Μαινάς"», και στην ίδια πόλη το 1903 η «Ιστορία Ερωτος», η «Δεσποινίς ντε Μπελ Ιλ» (Γένοβα το 1905) κ.ά. Η επιτυχία που σημείωσαν οι όπερές του στην Ιταλία ήταν τόση, ώστε λέγεται πως απείλησε να επισκιάσει εκείνες του Μασκάνι. Οπερες του Σπ. Σαμάρα παρουσιάζονταν όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και σε πάμπολλα ευρωπαϊκά οπερατικά κέντρα, ενώ η φήμη του έφτανε ως την Αργεντινή και τις ΗΠΑ. Το 1896 ο Κερκυραίος συνθέτης επέστρεψε για ένα διάστημα στην Ελλάδα. Τότε συνέθεσε τον «Υμνο των Ολυμπιακών Αγώνων», σε ποίηση Κωστή Παλαμά.
Αντίξοες συνθήκες στην Ελλάδα
Αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας ήταν το ανέβασμα της τρίπρακτης όπερας «Ρέα» τον Απρίλιο του 1908 στο θέατρο «Verdi» της Φλωρεντίας. Τον Σπ. Σαμάρα συγχαίρουν για τη μουσική του σημαντικοί Ιταλοί συνθέτες όπως ο Πουτσίνι και ο Μασκάνι, αναδεικνύοντάς τον ως ομότιμό τους. Κατόπιν, το έργο ανεβάστηκε στο Βερολίνο, ενώ στην Αθήνα πρωτοπαίχτηκε το 1911. Πάντως, στην Ελλάδα, και στο όνομα της Εθνικής μουσικής σχολής, τη χρονιά του μεγάλου θριάμβου της «Ρέας» ο Σπ. Σαμάρας κατηγορείται όπως και όλοι οι Επτανήσιοι συνθέτες για «ιταλικότητα». Παρόλα αυτά, ο συνθέτης ονειρεύεται την επιστροφή του στην πατρίδα, πλάθοντας οράματα ολοκληρωτικής στράτευσής του στη μουσική ζωή του τόπου του κ.λπ. Τα συγχαρητήρια μηνύματα των Τζιορντάνο, Μασκάνι, Πουτσίνι και άλλων σπουδαίων συνθετών για τη μεγάλη επιτυχία του αριστουργηματικού λυρικού έργου του «Ρέα», πιστοποιούν ότι την εποχή αυτή που ο συνθέτης ετοιμαζόταν για τον οριστικό επαναπατρισμό του, ήταν ισότιμος με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής. Και αυτό, παρά τα διάφορα υπονοούμενα που διατύπωσαν κάποιοι για δήθεν κάμψη της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας.
Γύρω στα 1911 ο Σπ. Σαμάρας εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Ο επαναπατρισμός του πιθανότατα συνδέεται με την υπόσχεση που του είχαν δώσει για να αναλάβει διευθυντής του Ωδείου Αθηνών. Κάτι που τελικά ποτέ δεν έγινε, καθώς ο ήδη διευθυντής Γεώργιος Νάζος υποστηρίχτηκε από πανίσχυρους οικονομικούς παράγοντες της εποχής. Παρόλο που οι συνθήκες στην Ελλάδα ήταν καλλιτεχνικά αντίξοες ο Σπ. Σάμαρας παρέμεινε στην Ελλάδα - το 1914 παντρεύτηκε με την πιανίστα Αννα Αντωνοπούλου - όπου τον εγκλώβισε οριστικά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο συνθέτης, για να επιβιώσει, αναγκάστηκε να στραφεί σε ελαφρότερο μελοδραματικό είδος, την οπερέτα. Για βιοπορισμό συνέθετε 3πρακτες οπερέτες, ωραία μουσική σε πανθομολογουμένως μετριότατα κείμενα, συχνά επίκαιρης προπαγάνδας... Πέθανε στην Αθήνα, στις 25 Μαρτίου 1917, σε ηλικία 56 ετών.
ΠΗΓΗ:
rizospastis.gr
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ