Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

ΑΜΠΑΡΩΜΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ της Ανέτ Κινδήρογλου

Πίσω από αμπαρωμένα παράθυρα και πόρτες, γιατί δεν άντεχε αλήθειες, είχε το θράσος να κρίνει. Έτσι δειλά όπως συνήθιζε πάντα. Κατέκρινε την ευτυχία της μοναχικότητας που δεν τόλμησε ποτέ έστω να αντικρίσει.
Συμβιβασμένος στην πληθώρα του κενού, αδύναμος, δεν ήξερε ότι η ευτυχία της ανεξαρτησίας έχει σκαμπανεβάσματα. Δεν ήξερε ότι κάθε πληγή καταλήγει σε καλό όταν δεν την υπομένεις. Δεν ήξερε ότι η ευτυχία της μοναχικότητας στηρίζεται στην αντοχή του ειδώλου στον καθρέφτη. Δεν ήξερε ότι η ελευθερία βρίσκεται ακριβώς εκεί...στην αποδοχή της μοναχικότητας.
Μέσα στο ψέμα που τον χαρακτήριζε την μπέρδευε με την μοναξιά. Που να κατανοήσει ότι εκείνοι που παίρνουν την ζωή στα χέρια τους δεν τρέμουν το σήμερα ή το αύριο, δεν τρέμουν την κακουχία, δεν τρέμουν το πάθος ή την αγάπη, δεν τρέμουν την αλήθεια...Που να κατανοήσει ότι ο φόβος και η ανασφάλεια τούς ήταν λέξεις άγνωστες, ξεχασμένες εδώ και χρόνια...
Μοναξιά είναι να μην αντέχεις τους τοίχους του σπιτιού σου. Μοναξιά είναι να τρέχεις να ακούσεις φωνές, έστω και αδειανές και να ρίχνεσαι σε αγκαλιές, έστω και παροδικές.
Που να κατανοήσει ότι ο μοναχικός ζει την ζωή συνειδητά χωρίς παράλογους συμβιβασμούς...χωρίς εξαρτήσεις...χωρίς μάσκες...
(απόσπασμα)
Annette (9 Απριλίου '15)

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

ΤΙΜΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ του Νικ.Γκιόκα

Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα μαζί με τον αδελφό μου στην Ζάκυνθο όπου βοηθήσαμε τους γονείς μας να μετακομίσουν από το κτήμα στο Σαρακηνάδο, στο σπίτι στην Χώρα. 
Εκείνο που μου έμεινε, είναι η -σιωπηρή- ευγνωμοσύνη που λάβαμε από τους ανθρώπους που όλη τους την ζωή βοηθούσαν εμάς

 να βαδίσουμε το πρώτο μας βήμα, 
να αρθρώσουμε την πρώτη μας λέξη,
 να μάθουμε τα πρώτα μας γράμματα, 
να νιώσουμε τον πρώτο μας έρωτα... 
Και την πρώτη φορά που ζήτησαν την βοήθειά μας, αισθάνομαι ευτυχισμένος που μπορέσαμε να είμαστε εκεί, γι' αυτούς! 
Το μόνο που ελπίζω είναι να είμαι και εγώ το ίδιο τυχερός...

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Η ΝΟΝΑ ΡΗΝΗ της Αλκμήνης Chaitow (Κέρκυρα)

η Νόνα Ρήνη

Εχω αναφερθεί πολλές φορές στην αγαπημένη μου Νόνα Ρήνη, μητέρα του πατέρα μου.
Σήμερα που έφτιαχνα τα σύκα "για τον κρύο χειμώνα", έτσι μου έλεγε τότε, την θυμήθηκα πολύ έντονα και μου ήρθε στον νου μια της, εμπειρία που μου είχε διηγηθεί ο πατέρας μου. 
Κάποιο σούρουπο, η Νόνα Ρήνη πήγε στο κοτέτσι "να κλείσει τις κότες" και να μαζέψει τα αυγά.

 Λίγο πριν μπει στον χώρο βλέπει έναν συγχωριανό να είναι μέσα και να της κλέβει τα αυγά!!!
 Οταν τον ειδε η Νονα κρύφτηκε και τον περίμενε να φύγει...
Οταν πήγε σπίτι διηγήθηκε στον Μπαμπά τι συνέβη και το εύλογο ερώτημα του πατέρα μου ήταν

 " γιατί δεν του μίλησες;''
Η απάντηση της Νόνας ήταν: " αφού τον γνωρίζουμε, δεν ήθελα να ντροπιαστεί... " !!!
Ημουν μόλις 12 χρόνων όταν ''έφυγε'' η Νόνα Ρήνη.

 Αξέχαστη για την καλωσύνη της, την λεπτότητα της, την υπομονή της.
 Νάσαι καλά εκει που είσαι Νόνα Ρήνη.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΣΙΚΟΥΛΑ του Δημήτρη Ε.Σολδάτου

Στην μνήμη της θειας μου, που θάψαμε σήμερα
και που η δύσκολη ζωή της μου ενέπνευσε την ιστορία αυτή…
,
ΤΗΝ ΕΒΛΕΠΑ ΣΥΧΝΑ-ΠΥΚΝΑ, καθώς διέσχιζε πρωί-πρωί την περιφερειακή οδό, αποδουλεμένη χωριάτισσα, μετρίου αναστήματος, γύρω στα εβδομήντα, φορώντας τις χαρακτηριστικές μαύρες γαλότσες, ανεξαρτήτως των καιρικών συνθηκών, και σέρνοντας πίσω της, μ’ ένα λεπτό σχοινί, την τρομαγμένη απ’ τα διερχόμενα οχήματα κατσικούλα της.
Σαν μια ρωγμή στον χωροχρόνο φαινόταν το απρόσμενο σκηνικό, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες, όπου μηχανές μεγάλου κυβισμού διέρχονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και αυτοκίνητα με ξένες πινακίδες έσερναν τα γιγαντιαία τροχόσπιτά τους, σαν τεράστιες χελώνες που μόλις βγήκαν απ’ το καβούκι τους, δημιουργώντας ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο!
Μια μέρα, ένα μηχανάκι πέρασε από δίπλα της, και η κομμένη εξάτμιση έσκασε σαν πυροβολισμός στον αέρα. Η γυναικούλα γονάτισε στην άσφαλτο τρομαγμένη κι έκρυψε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια, ενώ η πανικόβλητη κατσικούλα έκοψε το ήδη ξεφτισμένο σχοινί και σκλημίδευε στα παρακείμενα χωράφια…
Η Λευτέρω, έτσι την έλεγαν, είχε μια θλιβερή ιστορία! Η άκρη του νήματος βρίσκεται μακριά, στα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου πολέμου.
Σήμερα, οι νέοι που τσακώνονται για την μπάλα, για το ποιος έχει τα περισσότερα κυβικά στην μοτοσυκλέτα του ή το πιο σύγχρονο κινητό, φαίνεται σχεδόν αδύνατον να φανταστούν τι σημαίνει εμφύλιος! Γι’ αυτούς είναι, απλώς, μια λέξη ή το πολύ ένα SOS στο μάθημα της Ιστορίας. Και δεν πειράζει που δεν μπορούν να το φανταστούν, φοβάμαι μόνον μήπως ξεχαστεί τόση φρίκη, μήπως ξεθωριάσει τόσο αίμα, ώστε κάποτε – Θεός φυλάξοι! – το μάθημα επαναληφθεί.
Μέσα στην κατοχή, λοιπόν, σ’ ένα χωριό της Λευκάδας που τ’ ονόμαζαν χαριτολογώντας Μικρή Μόσχα – λόγω του ότι, εκτός από έναν, τον αγροφύλακα, όλοι οι άλλοι ήταν κομμουνιστές – ήρθε στον κόσμο ανήμερα του Πάσχα ένα κοριτσάκι. Το βγάλανε Λευτέρω, για να ’χει τ’ όνομα της πολυπόθητης λευτεριάς. Κι αφού γεννήθηκε την Πασχαλιά, είθε να φέρει σύντομα και την νεκρανάσταση της πατρίδας, είπαν.
Πράγματι, μια μέρα οι Γερμανοί πήραν τον δρόμο για την παγωμένη χώρα τους, αφήνοντας πίσω λάκκους κλειστούς και πληγές ανοιχτές. Μα τώρα, μιαν άλλη, μεγαλύτερη συμφορά μας περίμενε.
Οι δεξιοί λέγανε πως αυτοί έδιωξαν τους Γερμανούς και πως οι αριστεροί ήταν μπολσεβίκοι, τσιράκια της Ρωσίας, που θέλανε να φκιάξουν ένα κράτος ανθελληνικό, με όλους μέσα τους προλετάριους των Βαλκανίων.
Οι αριστεροί λέγανε πως αυτοί κατατρόπωσαν τον κατακτητή και πως οι δεξιοί ήταν πουλημένοι, τσιράκια της Αγγλίας, που θέλανε να κάνουν μια ελεύθερη χώρα δυτικό προτεκτοράτο.
Τότε, φούσκωσαν τα ποτάμια απ’ το αίμα. Ένα κόκκινο πουλόβερ να φορούσες, ήσουν κομμουνιστής, κι αυτό σήμαινε θάνατο. Ένα μπλε σακάκι να έβαζες, ήσουν αγγλόφιλος, κι αυτό σήμαινε θάνατο. Μια λάθος λέξη, σήμαινε θάνατο. Μια λάθος σιωπή, σήμαινε θάνατο. Μύριζαν οι δρόμοι θάνατο, τα λαγκάδια, οι πηγές, οι αυλές, τα σπίτια. Δεν ήσουν ασφαλής ούτε στην κοιλιά της μάνας σου!
Κίνησαν ένα πρωί οι κομμουνιστές απ’ την Μικρή Μόσχα και πήγαν στο επονομαζόμενο Μικρό Λονδίνο, ένα χωριό αντίστοιχο του δικού τους, που εκεί ήταν όλοι δεξιοί – και ο αγροφύλακας! Σκότωσαν όσους άντρες βρήκαν, ακόμα και τους γέρους… Βίασαν τις γυναίκες, αφού πριν τις υπέβαλαν σε ασύλληπτους εξευτελισμούς! Έκαμαν αίσχη απερίγραπτα: έχεσαν στα σκαφίδια, που εκείνη την ώρα κάποιες ζύμωναν ψωμί, κατούρησαν τα εικονίσματα, έπιασαν έγκυες, τις σκίσανε την κοιλιά με το μαχαίρι κι έβγαλαν έξω τ’ αγέννητα και τα κλοτσούσαν! Βρήκαν ένα μωρό, που το έκρυψε η μάνα του, λες κι ήταν καρβέλι στην πινακωτή, το έπιασαν οι αντάρτες απ’ τα πόδια κρεμασμένο ανάποδα, το έσκισαν στα δύο και το πέταξαν στον αναμμένο φούρνο… Ύστερα, έκαψαν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη, τις εκκλησίες, το σχολείο – τα πάντα! Χύμηξαν και στα κοπάδια. Σφάξανε όσα ζώα μπορούσαν κι έβαλαν σούβλες και τα φάγανε. Φέρανε και τα κλαρίνα και χορέψανε πάνω στα αίματα και στ’ αποκαΐδια…
Την άλλη βδομάδα, οι δεξιοί αντάρτες φύλαξαν πότε έλειπαν απ’ την Μικρή Μόσχα οι άντρες, και κίνησαν, με μάτια που γυάλιζαν σαν του τρελού, γι’ αντίποινα. Πέτρα στην πέτρα δεν άφησαν! Έκαναν τα ίδια και χειρότερα: έσφαξαν τα γυναικόπαιδα σαν κατσίκια και βίασαν τις μανάδες πάνω στο αίμα των παιδιών τους, που άχνιζε ακόμα… Ύστερα τις έκοψαν τα μαστάρια και τα δάχτυλα με το κλαδοψάλιδο και τις πήραν με τον μπαλτά τα κεφάλια κι έπαιζαν κλοτσοσκούφι! Κρέμασαν τους γέρους στον πλάτανο κι έκαψαν ζωντανούς τους αρρώστους! Ακόμα και σκύλους και γάτες έριξαν στην πυρά…
Εκείνη την ημέρα, η μικρή Λευτέρω είχε βγάλει την κατσικούλα της για βοσκή. Απ’ το κοντινό ύψωμα είδε τους αντάρτες να βιάζουν την μάνα της, να καίνε τον άρρωστο πατέρα της αλείφοντάς τον με πίσσα, να ξεκοιλιάζουν τον μικρότερο αδερφούλη της, να κάνουν στάχτη το σπιτικό της και να ξαμολιούνται τριγύρω γυρεύοντας ζωντανά για να σφάξουν…
Τρέμοντας τρύπωσε σε μια σπηλιά, που η είσοδος κρυβόταν από ένα μεγάλο πουρνάρι. Πήρε την κατσικούλα της αγκαλιά και της έκλεισε το στόμα να μην βελάξει. Έξω ακούγονταν κιόλας οι αγριοφωνάρες των ανταρτών. Απόμακρα έπεφταν κουμπουριές, και ήδη στρίγγλιζαν τα κλαρίνα που έπαιζαν για να χορέψουν οι φονιάδες.
Τα βήματα πλησίαζαν ολοένα, και κάποιος είπε: «Μου φάνηκε πως είδα μια γίδα εδώ γύρω. Ας σκορπίσουμε να την βρούμε πιο εύκολα!» Η καρδούλα της μικρής Λευτέρως μέσα στην σπηλιά πήγαινε να σπάσει… Άκουσε το πουρνάρι ν’ αναμερίζεται και είδε τον ίσκιο του αντάρτη που έπεφτε πάνω της, καθώς είχε στην πλάτη του τον ήλιο.
Σε λίγο, ένας αγριάνθρωπος – έτσι της φάνηκε – στάθηκε μπροστά της. Η καημενούλα, σχεδόν λιποθύμησε απ’ τον τρόμο της! Έτσι όπως ήταν μαζεμένη σαν κουβάρι, ένιωσε κάτι ζεστό να κυλάει στα ξυπόλυτα ποδαράκια της, είχε κατουρηθεί πάνω της… Ο αγριάνθρωπος πλησίασε κοντύτερα κι έκατσε στα γόνατα. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και το κατακλείδι της έτρεμε… Ένιωσε το χέρι του ν’ αγγίζει τα μαλλιά της. Να, τώρα θα της πάρει το κεφάλι! Όμως, τα βήματα άρχισαν ν’ απομακρύνονται… Μισάνοιξε τα βλέφαρα. Ο αντάρτης σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη πάγωσε! Αυτός της χαμογέλασε… Και δίχως να πει λέξη, πετάχτηκε έξω με δυο δρασκελιές και χάθηκε στο φως, που θάμπωνε τα μάτια της.
Η μικρή Λευτέρω έμεινε καιρό σε κείνη την σπηλιά. Η κατσικούλα έβγαινε μόνη της το πρωί να βοσκήσει. Και το βράδυ ξαναγύριζε με τα μαστάρια της γεμάτα γάλα, για να βυζάξει, ως άλλη μάνα, τ’ ορφανό κορίτσι!
Την βρήκαν άρρωστη και μισοσαλεμένη κάτι βοσκοί, οδηγημένοι απ’ τα σκυλιά τους. Την έδωσαν στις καλόγριες των Αγίων Ασωμάτων να την φροντίσουν και να την συνεφέρουν. Πήρε βδομάδες για να ξανανιώσει τον εαυτό της και να σταθεί πάλι στα πόδια της.
Αργότερα, ήρθε μια θεια της απ’ το διπλανό χωριό και την συμμάζεψε. Την μεγάλωσε, την πάντρεψε κι έκαμε και παιδιά η Λευτέρω. Τώρα είναι και γιαγιά.
Όλοι, όμως, με διαβεβαίωσαν πως δεν υπήρξε ούτε μια μέρα στην ζωή της από κείνα τα χρόνια ως σήμερα, που να έμεινε δίχως κατσίκα!
Κι είναι πράγματι συγκινητικό να την βλέπεις στον περιφερειακό να κρατάει με το ’να χέρι την εγγονούλα της και με τ’ άλλο να σέρνει την κατσικούλα, με τόση τρυφερότητα, λες και βοηθάει την γριά μάνα της να περάσει απέναντι.
Δημήτρης Ε. Σολδάτος
«Λευκαδίτικα διηγήματα»
Fagotto books”, 2016

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

''Ο Παντοκράτορας ο υψηλός'' του Σταμάτη Κυριάκη (Κέρκυρα)

Η Μονή του Παντοκρατόρου (του Υψηλού) είναι χτισμένη στα 906 μέτρα.
Υπάρχουν και άλλοι Παντοκράτορες όπως αυτός του Καμπιέλου , για παράδειγμα , στα 25 μέτρα αλλά δεν είναι το ίδιο.
Τα παλιά χρόνια, Μια φορά τον χρόνο, ανηφόριζαν οι πιστοί για το ετήσιο πανηγύρι .
Τότε υπήρχαν μόνον κακοτράχαλα μονοπάτια.
Από την πόλη έφταναν στο Μπαρμπάτι με καΐκια και από κει ανέβαιναν με τα πόδια στην κορφή του Όρους.
Έκανα έναν πρόχειρο υπολογισμό και είναι σαν να ανεβαίνεις μέσα στο ήλιο του Αυγούστου πενήντα τετραώροφες πολυκατοικίες (χωρίς ασανσέρ) .
Οι Πιστοί που ανέβαιναν τότε ήταν χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες.
Οι νεότεροι που πήγαιναν με σκοπό να αμαρτήσουν κατά την διάρκεια της διαδρομής και οι μεγαλύτεροι που πήγαιναν για να παραγράψουν τα αμαρτήματα τους.
Είχα γνωρίσει έναν από τη Λεμονιά που είχε βάλει στο μάτι μιαν συμμαθήτρια του από την πόρτα Ρεμούντα .
Κατεβαίνανε από το καΐκι και κρυβόταν τσι ελιές.
Όσο οι άλλοι ανέβαιναν τον Γολγοθά αυτοί έμεναν ξεβράκωτοι στην παραλία με την μαρέντα τους και τους περιμένανε να ξανακατεβούν.
Μου αποκάλυψε, μάλιστα , ότι κάποτε αμάρτησαν «..τολάχιστο 20 φορές» μέσα σε δύο μέρες που μείνανε στην έρημη αμμουδιά.
Σήμερα ανεβαίνουν από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο βρίζοντας και βλαστημώντας κλεισμένοι ο καθένας στο αυτοκίνητο του.
Πιστεύουν ότι είναι αναμάρτητοι .
Άλλωστε , είναι γνωστό ότι , δεν φταίνε και σε τίποτα από όσα συμβαίνουν σε αυτόν τον μπερδεμένο κόσμο.
Ανεβαίνουν μάλλον για να φτάσουν μέχρι το Στρινύλα και να φάνε παϊδάκια γιατί πιο πάνω είναι μποτιλιαρισμένο το σύμπαν.
Ας είναι. Έτσι και αλλιώς αυτά είναι ξένα ιντερέσα.
Εγώ ουδέποτε θα ανέβαινα κάτω από τέτοιες συνθήκες ακόμα και αν με παρακαλούσε γονυπετής και με δάκρυα στα μάτια η Scarlett Johansson.
Η μόνη φορά που επείσθην να ανέβω ήταν έναν χειμώνα όταν μου το ζήτησε ο φίλος μου ο Κώστας.
Μόλις είχε γυρίσει από τα καράβια και ήθελε να γίνει ιδιοκτήτης ραδιοφωνικού σταθμού.
Χρειαζόταν έναν ιστό 24 μέτρα στην κορφή του βουνού και έτσι βρεθήκαμε , όχι απλά στην κορφή, αλλά και 24 μέτρα ψηλότερα να βιδώνουμε τα λίνκ μέσα σε δέκα μποφώρ.
Είμαστε δεμένοι απάνω στον Ιστό , δουλεύαμε και μια βλέπαμε από κάτω μας την Δασιά , μία ψηλά το αχανές σύμπαν.
Ο Κώστας μονολογούσε: «..και μου τόλεγε η Μάνα μου, εσύ παιδί μου μια μέρα θα ανέβεις πολύ ψηλά».
Ο Παντοκράτορας παρακολουθούσε αμίλητος τα καμώματα μας .
Ήταν φανερό ότι το δάσος των κεραιών τον ενοχλούσε διότι εκτός από τους ανέμους και τις κακοκαιρίες θα είχε να αντιμετωπίσει και την ακτινοβολία των ανταγωνιστών του.
Ο Κώστας εξέπεμπε ποιοτικό τραγούδι διανθισμένο με μικρές ιστορίες που μπορούσαν να καταλάβουν μόνον οι μυημένοι ακροατές.
Το ίδιο έκανε και ο Παντοκράτορας με άλλο τρόπο.
Επικοινωνούσε με τους πολύ ψαγμένους πιστούς στην Αραμαϊκή για υπαρξιακά ζητήματα .
Όλα πήγαιναν καλά ώσπου μια μέρα εκεί που ο Κώστας σχολίαζε το γνωστό παραδοσιακό τραγούδι «Πολύ ψηλά έχτισες φωλιά και θα ζαϊσει ο κλώνος», πιάνει μια πρωτοφανή κακοκαιρία και σαρώνει το δάσος των κεραιών, μαζί βεβαίως , και την κεραία του Κώστα που με τόσο κόπο είχαμε στήσει.
Οι καλόγεροι το απέδωσαν στην «οργή του Παντοκρατόρου που δεν ανεχόταν άλλο να στέλνουν αήθη μηνύματα στο ποίμνιο του οι κεραίες της ακολασίας».
Κάτι ανάλογο ισχυριζόταν και οι τσοπαναραίοι της παλιάς Περίθειας που έβλεπαν τις προβατίνες τους να χάνουν το τρίχωμά τους από τις κεραίες του Σατανά.
Έτσι σώπασε το «Ράδιο Κέρκυρα» και χάσαμε ανεπανάληπτες εκπομπές που όμοιες τους δεν ακούσαμε ποτέ ούτε από τους καλύτερους ραδιοφωνικούς σταθμούς αυτού του άκαρδου κόσμου.
Έτσι γινόταν πάντα .
Οι Παντοκράτορες , οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί και οι ηλεκτροσυγκολλητές πίστευαν ότι ήταν αιώνιοι πέραν πάσης αμφιβολίας.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Η ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ του Σταμάτη Κυριάκη


Η Λισάβε μένει στον τέταρτο όροφο.
Απέναντί της μένει η παιδική της φίλη η Νικολέτα.
Τις δυό παλιές ξύλινες πόρτες τις χωρίζει ένας στενός διάδρομος.
Υπολογίζω ότι ζουν ογδόντα χρόνια μαζί.
Αν θέλει κάτι η μία χτυπάει την πόρτα της άλλης χωρίς, σχεδόν, να βγει από το σπίτι.
Έπαιζαν μαζί στο ίδιο καντούνι του Καμπιέλου από μικρά παιδιά «Κρουβιτζιάνα» .
Έχουν και οι δύο στο σαλονάκι τους από μια ολόιδια φωτογραφία και με ίδιο κουάδρο από την «αλησμόνητη εκδρομή στο Ύψο» όταν πήγαιναν στο γυμνάσιο.
Η Λισάβε φοβάται πολύ.
Θέλει να βάλει σιδεριές στα παράθυρα και κυρίως στο παράθυρο που βλέπει στην κανιζέλα.
Θέλει και δύο καδινάτσους στην ξύλινη εξώπορτα.
Με φώναξε και πήγα να αναλάβω να περιορίσω όσο μπορώ τους φόβους της .
«Τι τα θέλεις όλα αυτά τα σίδερα ορή κοπέλα;» Φωνάζει η Νικολέτα από το ανοιχτό παράθυρο;
«Δεν τάμαθες που βιάσανε μια γριά ογδοήντα χρονώ στ΄Αλεύκι κάτι αρβανοί;»
«Και που το άκουσες εσύ αυτό;»
«Τόπε ο Μάμαλος στην Τελεόραση»
«Δεν ξέρω τι μου λές, αλλά εγώ αμα είχα τριάντα χρόνια να δώ άντρα θα τα άφηνα όλα λιμπρέτο»
Πέταξε το δηλητήριο της η Νικολέτα αλλά η Λισάβω το άφηκε να πέσει κάτω.
Μοναχές τους έχουνε μείνει. Δεν είναι ώρες τώρα για τσακωμούς.
Η Λισάβω δεν εδούλεψε ποτές . ο Άντρας της ήτανε «αστενόμος» . Έχει και φωτογραφίες του ανάμεσα από αμέτρητα καντήλια και μικρές εικονίτσες αγίων που σε κάνουν να αναρωτιέσαι «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άγιοι;»
Έχει ταχτοποιημένα στη σειρά και τα φάρμακα στο κομοδίνο . «Αυτά είναι για το Ζάχαρο».
Η Λισάβω σταυροκοπιέται με το παραμικρό και ξέρει απέξω και ανακατωτά όλα τα φάρμακα που έχει ανακαλύψει η επιστήμη.
Το σπίτι της είναι κάτι ανάμεσα στο φαρμακείο του Πολέντα και στην Παναγία την Αντιβουνιώτησα.
Ο Γιός της είναι «επιχειρηματίας».
Για την κόρη της δεν μου είπε τίποτα.
Κατεβαίνει να πάει στο Μαρκαντικό . Ένα μικρό μπακάλικο του Καμπιέλου που τα έχει όλα. Από οδοντογλυφίδες και «Δεπόν» μέχρι μπουκάλες υγραερίου και ποντικοφάρμακα.
Μέχρι να κατέβει, να ψωνίσει και να ανέβει βρίσκει την ευκαιρία η Νικολέτα (που είχε στήσει αυτί) να αποκαταστήσει την Ιστορία.
Ο Άντρας τσι Λισάβως δεν ήταν «αστενόμος» αλλά απλός «χωροφύλακας τσι Σινιές».
Επάνω στη σκεπή δεν έχει ποντικούς αλλά η Λισάβω έχει γιομήσει το τόπο με δηλητήρια.
Ο Γιός της δεν είναι «επιχειρηματίας» αλλά ένα ρεμάλι που κοντεύουνε να τονε κλείσουνε στο ψυχιατρείο.
Η Κόρη της ζει στην Αθήνα χωρισμένη με δύο κεφάλια παιδιά.
Δεν έχει ζάχαρο αλλά παίρνει φάρμακα γιατί είχε ο άντρας της και «φοβάται μην αποχτήσει και αυτή».
Μετά από καμιά ώρα ανέβηκε τα σκαλιά η Λισάβω ασθμαίνοντας.
Μαζί της ανέβαινε και ο «Επιχειρηματίας». Τον έφερε να δει αν έγινε σωστή δουλειά με τις σιδεριές.
Έριξε μια αδιάφορη ματιά . «Εντάξει είναι ρε μάνα, φτιάξε μου ένα καφέ».
Έτσι, πάνω στον καφέ, έμαθα άθελα μου και την ιστορία του «επιχειρηματία».
Είχε ένα εστιατόριο στη Δασιά τον καιρό εκείνο που οι Άγγλοι, χορεύανε συρτάκι , πίνανε ούζο με λεμονάδα και πληρώνανε με λίρες.
Παντρεύτηκε μια αγγλίδα και κάνανε ένα γιό.
Η Αγγλίδα τόνε παράτησε, πήρε το γιό και γύρισε πίσω.
Πήγε στην Αγγλία να δεί το γιό του αλλά τσακώθηκε μεθυσμένος σε μια πάμπ και τονε σπάσανε στο ξύλο.
Γύρισε πίσω και τονε βρήκε η κρίση μεσοστρατίς.
Νοικιάζει γκαρσονιέρα τσου Καπουτσίνους και καταθέτει πινακίδες από την Μερσεντές.
Κάποιο πρεζόνι του σπάει το παράθυρο της Μερσεντές και τώρα πάνω στα δερμάτινα καθίσματα κοιμάται ένας κοκκινωπός γάτος ονόματι «Νιοράντες» με την αμορόζα του.
Ο «Επιχειρηματίας» πιστεύει ακράδαντα ότι «μας ψεκάζουν» διότι «τι είναι αυτές οι άσπρες γραμμές που βγάζουν τα αεροπλάνα από πίσω;»
Ο «Επιχειρηματίας» πιστεύει ότι «εμείς οι Έλληνες» είμαστε μια ξεχωριστή και προικισμένη φυλή και η ανθρωπότητα μας χρωστάει τον πολιτισμό της.
Ο Επιχειρηματίας πιστεύει ότι είμαστε θύματα μιας συνωμοσίας Εβραίων που θέλουν να ξεκάνουν «εμάς που φέραμε τον πολιτισμό».
Ο «Επιχειρηματίας» «δεν είναι φασίστας» αλλά όλες οι φυλές του κόσμου είναι «μόγγολα» μπροστά μας.
Τέλειωσε ο καφές της σιόρας Λισάβε.
Τέλειωσαν και τα τσιγάρα.
Πληρώθηκα για την δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκα.
Έριξα και το εικόνισμα της Παναγίας της Κασοπίτρας όπως πήγα να βάλω το μπουφάν μου και κατέβηκα τα σκαλιά φορτωμένος εργαλεία.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Ο ΚΑΡΛΟΣ ΗΤΑΝΕ ΚΑΡΛΟΤΑ του Βασίλη Μήττα (Κέρκυρα)

Ήταν μεγάλη η έκπληξη όλων μας όταν είδαμε στο κλουβί του Κάρλο ένα αβγό!
 Ήταν η εποχή που η οικογένεια ήταν εξαμελής. Ο Whisky, o Bαλτάσαρ, ο Κάρλος κι εμείς οι τρεις..... Καταλάβαμε αμέσως ότι ο Κάρλος ήταν Καρλότα.
 Η Καρλότα λοιπόν γέμιζε με κραυγές ολόκληρη την Ικτίνου τότε. Μάλιστα ξεχώριζε το ήχο των κλειδιών, όταν ερχόμασταν, και κραύγαζε ακόμα πιο δυνατά.
 Κάνεις δεν παραπονιόταν γιατί οι κραυγές της ήταν τόσο μα τόσο τρυφερές και καλοπροαίρετες που έδεναν απόλυτα με τον πλάτανο και τις κατακόμβες του Βαπτιστή. Συνήθιζε να τρώει μέσα από τα στόματα μας τους ξηρούς καρπούς και χαίρονταν ιδιαίτερα, φτερουγίζοντας σαν φίλαθλος του ΠΑΟΚ, όταν του δίναμε δροσερό μαρούλι, κυρίως την καρδιά ή αγγουράκι...
 Έκανε αεροδυναμικές πτήσεις στο σαλόνι αποφεύγοντας να χέζει στα βιβλία και πάντα προσγειώνονταν στα κεφάλια και τους ώμους μας. Όταν βαριόμασταν τις πτήσεις της, την χαϊδεύαμε λίγο στο λαιμό και αμέσως την έπαιρνε ο ύπνος. Η τρυφερότητα της ήταν ασυναγώνιστη και η ζωή της άξιζε όσο χίλιες ζωές λαμογιών του ιδρύματος!
 Η αλήθεια είναι ότι είχε ένα πρόβλημα με τον Βαλτάσαρ όπως κι αυτός με τον Whisky.
 To 2007 η Καρλότα κώλυσε από τα περιστέρια της γειτονιάς την νόσο των πτηνών και πέθανε σχεδόν αμέσως και με μεγάλη αξιοπρέπεια φροντίζοντας να μας αποχαιρετίσει!

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

ΤΑ "ΒΟΛΤΑ" ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ της Ανδριανής Βοντετσιάνου (Κέρκυρα)

Έμαθα να περπατώ μέσα από τα βόλτα,
να κρύβομαι και να γελώ, να κυνηγώ,
να διαβάζω στην σκιά τους, 
να κάθομαι στην αγκαλιά τους,
να γράφω σε αυτά κρυφά το όνομα εκείνου που αγαπουσα σαν ήμουνα παιδί,
να τραγουδώ στην χορωδία σε διάταξη μπροστά τους,
να προφυλάσσομαι από την βροχή,
να είναι πρώτη εικόνα το πρωί
και τελευταία σαν πέφτει η νυχτερινή σιωπή.
Και τώρα, χρόνια μετά, κοιτώ μέσα από τα βόλτα όσα αγαπώ. Βουνά, λειβάδια, το γαλάζιο νερό...
Δεν είναι μόνο το Λιστόν.
Είναι εκείνα τα βόλτα τα απλά, στα χωριά,
στα σπίτια τα παλιά,
γεμάτα ιστορίες, μνήμες, χρόνια αλλοτινά.
Τα βόλτα, μια αγάπη περίεργη θα πεις,
μα όπως και να το κάνεις,
είναι για μένα, κομμάτι της ζωής...
(Ιούνιος 2013)

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Ο ΖΟΡΜΠΑΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ του Σταμάτη Κυριάκη

Ο Ζορμπάς υπήρχε πάντα.
Κάθε δρόμος , κάθε χωριό, κάθε γειτονιά είχε πάντοτε έναν Ζορμπά.
Όλα αξίζουν, και οι Ζορμπάδες υπάρχουν για να μας το υπενθυμίζουν όταν οι δυσκολίες μας δοκιμάζουν.
«Δεν ξέρω τι χρειάζεται αυτό το χαλίκι στην μέση του δρόμου, αλλά αν δεν αξίζει… τότε δεν αξίζει τίποτα»
Ο δικός μου Ζορμπάς ονομάστηκε έτσι διότι από μικρός δούλευε σε ένα χορευτικό συγκρότημα που έδινε παραστάσεις στα ξενοδοχεία.
Δεν είχε ανάγκη να δουλέψει. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και μάλλον θα θεωρούσε νεανική τρέλα την καλλιτεχνική αυτή ενασχόληση του νεαρού Ζορμπά.
Ο Ζορμπάς πήγε και φαντάρος αλλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους άντρες, δεν μιλάει ποτέ για αυτήν την εποχή.
Αν τον ρωτήσεις θα σου απαντήσει με δύο κουβέντες και με τέτοιο τρόπο που δείχνει να τον ενοχλεί .
Αποφεύγει να συζητάει για το στρατό και για την θητεία του στην Ιταλία όπου εσπούδασε στην Ιατρική σχολή κάποιου πανεπιστημίου
Τρία χρόνια άντεξε τις σπουδές και αυτές με απανωτές αποδράσεις.
Γύρισε πίσω και ένα διάστημα «έκανε τον ασφαλιστή».
Σουλουπώθηκε και βγήκε στην πιάτσα.
Αν τον πίστευες είχες εξασφαλισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στα καλύτερα νοσοκομεία του κόσμου και μια αστρονομική σύνταξη για τα γηρατειά σου απολύτως εξασφαλισμένη από τον μεγαλύτερο και ακλόνητο ασφαλιστικό κολοσσό.
Ούτε και εδώ «του έκανε».
Αγόρασε βάρκα και έγινε ψαράς «για λόγους ελευθερίας».
Γυρνάει τους δρόμους με το φορτηγάκι του και διαλαλεί με το μικρόφωνο το εμπόρευμα που ..δεν έχει.
Φωνάζει, ας πούμε, «Καλαμάριααα!!! Δεν έχω.», «Σαφρίδιααα !! δεν έχω» , «Σαργούς!!! Δεν έχω.» «Σουπιές!! Δύο κιλά μου μείνανε!»
Ανάμεσα ρίχνει και υποθετικές ανακοινώσεις κομμάτων «Όλοι απόψε στο παλλαϊκό συλλαλητήριο στο Σαρόκο , θα μιλήσει ο γραμματέας του κόμματος» και συνεχίζει με παλιομοδίτικα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» .
Δεν πάει ποτέ στη Γαρίτσα όταν είναι εκεί ο Αντώνης. «Δεν είναι σωστό να του κάνει κόντρα πόστο.»
Ο ζορμπάς , αν σε έχει σε εκτίμηση σε γράφει στα αρχίδια του.
Όχι μεταφορικώς αλλά στην κυριολεξία.
Ελάχιστοι έχουν την τιμή να είναι γραμμένοι στα αρχίδια του Ζορμπά .
Η τελετή εγγραφής γίνεται στην Κόντρα Φόσα με Μπίκ και επισήμως, με την παρουσία των μελών του «Συνδέσμου Ερασιτεχνών Αλιέων».
Ο Ζορμπάς δηλώνει ότι «είναι Άντρας» διότι «παρόλο που δοκίμασε αρκετές φορές με άντρες δεν του άρεσε».
Ο Ζορμπάς δεν ανήκει στην φάρα του συνηθισμένου αμορόζου που «δεν θυμάται με πόσες έχει πάει».
Όταν ήταν νεαρός είχε «σχέση» με μια παντρεμένη.
«Μεγάλη ιστορία» .
Την θυμάται με νοσταλγία.
«Αν στη γυναίκα σου αρέσουν οι φακές γιατί να της το στερήσεις;»
Σου μιλάει στην γλώσσα των ανθρώπων που αγαπάνε πραγματικά την ελευθερία και την αναζητούν κάθε στιγμή για το καθένα .
Πολλοί μιλούν για «ελευθερίες και δικαιώματα» και την ίδια στιγμή δυναστεύουν τον δικαιούχο και τον εαυτό τους .
Οι άνθρωποι της θάλασσας αγαπάνε την ελευθερία γιατί οι ορίζοντες εκεί φαίνονται απέραντοι.
Η Κυρία Ελευθερία όμως είναι ακριβή σαν το κρασί και δωρεάν σαν την θλίψη.
Συνήθως την συναντάς στους σταθμούς των τραίνων .
Φοράει ένα γκρίζο ταγιέρ.
Κρατάει στο ένα της χέρι την εφημερίδα και στο άλλο τον δολοφόνο της.
Άλλες φορές πάλι κάθεται στην πλώρη αναμαλλιασμένη από όλους τους ανέμους της νύχτας.
Πανέμορφη μέσα στα σύννεφα της αμφιβολίας.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ο Αμλέτος (γράφει ο Ν. Παγκράτης)

Ο Αμλέτος  (γράφει ο Ν. Παγκράτης)
Το αεροπλάνο της Aegean  airlines  ,είχε αρχίσει  πιά την καθοδική του πορεία.,  για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας.
Και ο Σπύρος, ο uncle Spiros, καθισμένος στην πρώτη σειρά επιβατών  πλάι στο πάράθυρο,  ρουφούσε με τον αισθητήρα της ψυχής του την αντηλιά της θάλασσας του Ιονίου και τις ατέλειωτες αποχρώσεις του πράσινου , που τις έσπαζαν με μικρές κόκκινες πινελιές  οι ανθισμένες κουκουκιές  και οι στέγες των σκόρπιων σπιτιών. ΄΄ Η Κέρκυρα…Oh my god…η Κέρκυρα ''  έλεγε και ξανάλεγε με λαχτάρα και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα Δάκρυα χαράς  και ευγνωμοσύνης  για την ζωή, που  τον αξίωσε να ξαναδεί έστω και αργά , τον τόπο  που γεννήθηκε..
             Πόσα χρόνια είχε να κλάψει, στ' άλήθεια΄, Ούτε αυτός δεν θυμόταν .  Ίσως από τότε, που δεκαεφτάχρονο ακόμα παιδί, βρέθηκε  ολομόναχος στους δρόμους της  Νέας Υόρκης, με μια μικρή βαλίτζα και μια αλλαξιά ρούχα. Αλλά και τότε…δεν θυμόταν  να είχε κλάψει. Πείνασε, πάγωσε,  αλλά δεν έκλαψε.΄ Εκρυψε καλά τον πόνο στα κατάβαθα της ψυχής του , γιατί έπρεπε να επιβιώσει,  Και τα κατάφερε..
          Kι όμως o uncle Spiros, ο επονομαζόμενος και Αμλέτος,  είχε  κλάψει.  Για  μία  και μοναδική φορά.
          Ήταν Απρίλης , όπως και τώρα.. Του έτους  1962.  Γύρισε σπίτι του το βράδυ της Μεγαλης Τρίτης, κρατώντας στα χέρια μια στολή της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κέρκυρας, της Παλιάς, όπως την λένε οι Κερκυραίοι, με τα χρώματα της  σημαίας της Ιονίου  Πολιτείας, το μπορντώ και  το βαθύ μπλέ.  '' Θα βγώ στη λιτανεία του Μεγάλου  Σαββάτου'', φώναξε γεμάτος ευτυχία στη μάννα του. ''Μου το είπε ο μαέστρος.  Μου΄έδωσαν κι αυτή την στολή, να τη κοντίνεις.''.  Η μάννα, του χάιδεψε το κεφάλι και έβαλε την στολή δίπλα στη ραπτομηχανή. ''Καλά, θα την προβάρουμε αύριο.'' ''Μάνα,΄πρέπει να φοράω μαύρα παπούτσια΄΄της είπε διστακτικά και κοίταξε  τα παπούτσια που φορούσε, το μοναδικό ζευγάρι που είχε , κάτι  χιλιομπαλωμένα παλιοπάπουτσα  που κάποτε ήταν άσπρα και τώρα ακαθόριστου χρώματος. ΄΄Δεν έχω λεφτά να σου πάρω, ψυχή μου. Φτάνουνε ίσα ίσα να κάνουμε Πάσχα.''.   Και σα νά ΄νοιωσε την απογοήτευσή του ,συμπλήρωσε.' 'Μη στενοχωριέσαι ,καρδιά μου. Του χρόνου να μαστε καλά και θα σου πάρω καινούργια. Θα βγεις του χρόνου στην λιτανεία''.. 
          Δεν ανταλλάξανε άλλη κουβέντα.  Ο Σπύρος  όμως, ένοιωσε  όλο τον κόσμο του να γκρεμίζεται. Να γίνεται κομμάτια και θρύψαλα ,σαν τα καπνισμένα ακόμα ερείπια,  της  παλιάς, αρχοντικής  πόλης . Αλλά δεν έσταξε ούτε ένα δάκρυ από τα μάτια του.. Το απόγιομα της άλλης  μέρας, είδε πάνω στο κρεββάτι του,  τυλιγμένα σ ένα άσπρο πανί, ένα ζευγάρι μαύρα, ολοκαίνουργια παπούτσια,  λουστρίνια. Τα ΄πιασε στο χέρι του και τα κρατούσε ευλαβικά, σαν να ταν το άγιο δισκοπότηρο και τα δάκρυα  άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα  και να πέφτουν  πάνω στα αλέκιαστα ακόμα λουστρίνια. Και μια τα πότιζε με το δάκρυ του,  μια  τα σκούπιζε με το άσπρο πανί, για να μην χάσουν τη γυαλάδα τους.  "'Μου τα δάνεισε η σιόρα  Κάτε , η γειτόνισσα ΄΄του είπε η  μάνα του. '' Είναι τα γαμπριάτικα  του άντρα της.  Πρόσεχε, κακομοίρη μου, μη τα χαλάσεις''.
          Ο Σπύρος ήταν ευτυχισμένος. Καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας την στολή που του είχε κοντύνει η μάνα του και καμάρωνε τα μαύρα του λουστρίνια ,που τα είχε παραγιομίσει με χαρτιά, γιατί ήταν τρία νούμερα μεγαλύτερα.
          Και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου….Ω, τι Μεγάλο Σάββατο ήταν εκείνο….Βγήκε στην λιτανεία με  την  Παλιά, φορώντας  την στολή του  με τα σειρήτια, το χρυσό κράνος  με τις κόκκινες  φούντες, που αστραφτοκοπούσε από το χάιδεμα του ήλιου  και τα ολοκαίνουργια  παπούτσια., που γυάλιζαν  πιο πολύ  κι  από το κράνος του. Και όπως έπαιζε η μπάντα  τη θεική μελωδία του Αμλέτου, ο Σπύρος ,από  τη  μια έπαιζε το κλαρίνο, διαβάζοντας  τις νότες από την παρτιτούρα που είχε μπροστά του και από την άλλη κοίταζε με καμάρι τα άπειρα πλήθη του κόσμου που είχε μαζευτεί  για να δει και ν΄ακούσει.  Να ακούσει μόνο εκείνον…¨ Ηξερε πως ανάμεσα στο κόσμο ήταν η μάνα και οι  αδελφές του, οι γειτόνισσες από την Πόρτα Ρεμούντα, η σιόρα Κάτε με τον άντρα της, οι φίλοι του και οι ζηλόφθονοι συμμαθητές του. Και το φτωχό ορφανό, ένοιωσε να ψηλώνει  από χαρά και περηφάνια, τόσο, που δεν κατάλαβε  ότι έσερνε τα πόδια του,  γιατί  τα  παπούτσια ήταν έτοιμα να του φύγουν.
Ο Σπύρος ο Μίτσουλης ,έτσι ήταν το όνομά του, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη γειτονιά της Πόρτα Ρεμούντα , λίγα χρόνια μετά τον μεγάλο πόλεμο. Το πατρικό του ήταν μικρό, ένα παλιό τριάρι στον τέταρτο όροφο μιάς αιωνόβιας πολυκατοικίας, κτισμένης ίσως από την εποχή των Ενετών. Αλλά  ήταν αρκετά ευρύχωρο ,για να χωρέσει την αγάπη των γονιών του και τα παιδικά όνειρα του  ίδιου και της μεγαλύτερης  κατά  ένα χρόνο ,αδελφής  του. Ο πατέρας του δούλευε στο εργοστάσιο του Δεσύλλα, σαν υπεύθυνος μηχανής. Δεν ήταν πλούσιοι, αλλά ζούσαν καλά. Πολύ καλύτερα από τους γειτόνους,  που έψαχναν ακόμα το μεροκάματο , σε μια ρημαγμένη από  τον  πόλεμο,  πολιτεία.
          'Ένα πρωί , άκουσε τη μάνα του να ουρλιάζει και να  οδύρεται. ΄΄Πέθανε ο πατέρας σου'', του  είπε.  Το Πιστοποιητικό θανάτου, έγραφε ως αιτία την ανακοπή  καρδιάς. Αργότερα όμως έμαθε από την  μάνα του,  ότι πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία, εξ αιτίας εργατικού ατυχήματος.  Τα αφεντικά  του εργοστάσιου κατάφεραν να το κουκουλώσουν  και είτε από συμπόνοια , είτε για να αποφύγουν τις συνέπειες, της έδωσαν κάτι λίγα λεφτά και της πρότειναν να δουλέψει στο εργοστάσιο. Έτσι η μάνα μπήκε εργάτρια και τις δουλειές του σπιτιού, τις ανέλαβε η αδελφή του.  ''Θέλω κι εγώ να δουλέψω μάνα''  της  είπε  μια μέρα σοβαρός- σοβαρός ο Σπύρος ΄΄Εσύ θα μάθεις γράμματα, Μου κάνει χάρη να τρώμε συνέχεια ζεγκούνους και πρικαλίδα , αλλά θα  σε  σπουδάσω''.  
          'Ελα όμως, που δεν  άρεσαν στο Σπύρο τα αναθεματισμένα τα γράμματα.  Προτιμούσε να κάθεται  στο λιμάνι  να χαζεύει τα καράβια και ο νους του ταξίδευε μακρυά.  Καμιά φορά, έκανε και κανένα θέλημα, δούλευε σαν αχθοφόρος και του δίνανε κάποιο  χαρτζιλίκι. ''Αυτά τα λεφτά θα τα φυλάξω κι όταν γίνουν  πολλά,  θα αγοράσω  δικό μου κλαρίνο.''  
          Και το έλεγε με μεγάλη σοβαρότητα ο Σπύρος. Γιατί μπορεί να μην αγαπούσε τα γράμματα ,αλλά λάτρευε την μουσική. Καθόταν με τις ώρες κάτω από το κτίριο της Παλιάς Φιλαρμονικής  και άκουγε  τους μουσικούς να κάνουν πρόβες. Του άρεσαν οι ουβερτούρες από τις όπερες , αλλά ποιο πολύ τα πένθιμα εμβατήρια, οι μάρσιες φουνέμπρε, της  Μεγάλης Εβδομάδας.  Και η μεγάλη του αγάπη , ήταν ο Αμλέτος.. Ήξερε απ έξω κάθε νότα, κάθε  μελωδία και έπαιζε τη μουσική με τα χείλη του και τον ρυθμό  με τα χέρια του. Ωσπου μια μέρα, ανέβηκε τα σκαλιά  της Παλιάς  Φιλαρμονικής. ''.Θέλω να μάθω κλαρινέτο΄΄, είπε  με θάρρος στο δάσκαλο. Και το έλεγε με τόση σιγουριά και αυτοπεποίθηση, που ο δάσκαλος δεν τόλμησε να κάνει άλλες ερωτήσεις. Έτσι ο Σπύρος, άρχισε να μαθαίνει μουσική. Πρώτος ερχόταν στις πρόβες,  τελευταίος έφευγε.  Πήγαινε ακόμα και όταν δεν είχαν πρόβα και έπαιζε κλαρίνο μοναχός του. Φυσικά η μάνα του δεν είχε αντίρρηση. Γιατί στη συνείδηση του Κερκυραίου ,πρώτα μετράει το πεντάγραμμο και  μετά  το  αλφαβητάρι.
          Για δύο ολόκληρα χρόνια, ο Σπύρος δεν έλλειψε από το μάθημα. Πήγαινε ακόμα κι όταν είχε πυρετό. Είχε πάρει μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις της Φιλαρμονικής, αλλά ποτέ σε λιτανεία. Και ήταν η μέγιστη  ανταμοιβή και αναγνώριση ,όταν άκουσε τον μαέστρο, να του λέει. '' Θα βγεις με τους μεγάλους, στη  λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου ''.  
Το αεροπλάνο της Aegean  airlines , είχε ήδη προσγειωθεί, στο  αεροδρόμιο της  Κέρκυρας. Και οι ανυπόμονοι ταξιδιώτες, κατέβαιναν βιαστικά τη σκάλα  εξόδου, για να βρεθούν  στην αγκαλιά των  δικών τους .
Τελευταίος  περίμενε ο Σπύρος , για να τον κατεβάσουν οι  αεροσυνοδοί από την ειδική ράμπα, που κατεβάζουν τα αναπηρικά καροτσάκια. Γιατί τα τελευταία τέσσερα χρόνια,  ο uncle  Spiros, o Aμλέτος, ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι.  Τον συνόδευε  ο εγγονός του , Σπύρος κι αυτός , δεκαεννιά χρονώ παλληκάρι, το μοναχοπαίδι  της  κόρης  του   Ανδριάνας.
           Στο αεροδρόμιο, δεν τον περίμενε  κανένας. Δεν είχε ειδοποιήσει κανένα, άλλωστε. Αλλά  αυτό δεν λιγόστευσε  την συγκίνησή του.
Τον υποδέχτηκε η αλμύρα της λιμνοθάλασσας,  ,τα γλαρόνια που πέταγαν ασταμάτητα πάνω από το Ποντικονήσι, η πολυαγαπημένη του Κέρκυρα, στολισμένη με τα ποιο όμορφα, τα ποιο ακριβά της άνθη.  Και πάνω απ όλα τον περίμεναν οι αναμνήσεις ,  που είχαν  πλημμυρίσει τα στεγανά της ψυχής του και ξεχύνονταν τώρα ασταμάτητα από τα μάτια του.
'' This is my home ''  έλεγε με καμάρι στον εγγονό του.
Είχαν κλείσει  δωμάτιο,  στο ξενοδοχείο Corfou  Pallace. Το θυμόταν καλά ο Σπύρος, από την εποχή που το κτίζανε. Έπαιζε με τους φίλους του πάνω  στις σκαλωσιές  και τους  κυνηγούσαν οι εργάτες  να φύγουν, για να μην γίνει ατύχημα. Κι όταν τελείωσε  και μπήκαν οι πρώτοι τουρίστες, ήταν στ΄άλήθεια το στολίδι της πόλης. Με τα  βαρειά χαλιά και τις  κουρτίνες του, με τους ολάνθιστους  κήπους, γεμάτους τριαντάφυλλιές  και με την τεράστια, για τα παιδικά του μάτια,  πισίνα, που καθρεφτιζόταν στα νερά της  το  σκελετωμένο  κουφάρι της Ιόνιας  Ακαδημίας.
Πέρασαν κιόλας  πενήντα  χρόνια, συλλογίστηκε ,  όπως  το  βλέμμα του πλανιόταν στον  κόλπο  της  Γαρίτσας., μέχρι την άκρη του Ανεμόμυλου. Έτσι απλά… Σαν ένα ανοιγόκλειμα του  ματιού.  Κι ένοιωσε στο μαραμένο μάγουλό του, το τελευταίο φιλί της μάνας του, όταν τον αποχαιρετούσε. ''΄Να πας στο καλό  καρδιά μου. Να σε φυλάει ο Άγιος μας, εκεί στα ξένα που θα αρρεντέβεις''. 'Εχωσε μέσα στη τσέπη από το σακάκι του ένα φυλακτό  και τον ξεπροβάδισε. μέχρι  τη σκάλα του ''Αγγέλικα΄''  που ετοιμαζόταν να σαλπάρει για  Πειραιά.. Δεν την ξανάδε από τότε  τη μάνα του. Ούτε στην κηδεία της  δεν αξιώθηκε νάρθει. Έστελνε τακτικά κάποια χρήματα , πότε στη μάνα όσο ζούσε και πότε στην  αδελφή του μέχρι που παντρεύτηκε.   Και ύστερα .. τίποτε. Έχασαν με τον καιρό κάθε επικοινωνία.
Αυτή η απέραντη  και απάνθρωπη πολιτεία της Νέας Υόρκης, φέρθηκε έντιμα απέναντί του. Την  δούλεψε και την πότισε με τον ιδρώτα του, της  χάρισε την ικμάδα της νιότης του  και άπλωσε μέσα στο χώμα της τις ρίζες του, φτιάχνοντας σπίτι και φαμελιά. Κι αυτή τον αντάμοιψε. Τον τάισε  και τον  πότισε, τον έντυσε και  τον πόδησε,  του έδωσε στέγη να βάλει το κεφάλι του , σπούδασε τα παιδιά του.  Κι όταν  πια τα γρανάζια του κορμιού του  ,φαγώθηκαν , από το πολύχρονο σκληρό μεροδούλι, του χάρισε αυτό το μοντέρνο αναπηρικό καροτσάκι, τελευταία λέξη  της τεχνολογίας
Ο uncle Spiros δεν έκανε μεγάλη περιουσία στην Αμερική. Έζησε όμως καλά.. Όταν βγήκε στην σύνταξη, αγόρασε  ένα ακριβό κλαρινέτο και περνούσε μαζί του, ώρες ατέλειωτες. Και τι δεν είχε μάθει να παίζει.  Ακόμα και  jazz . To αγαπημένο του όμως κομμάτι, παρέμεινε  ο Αμλέτος.  Και σε όλες τις φιλικές συναθροίσεις,  μιλούσε  πάντοτε για την Κέρκυρα ,για τις φιλαρμονικές, για τις λιτανείες της  Μεγάλης  Εβδομάδας  και φυσικά για τον Αμλέτο .Οι άτυχοι  συνδαιτυμόνες του , είχαν ακούσει πάνω από χίλιες φορές., ότι ο Αμλέτος είναι κομμάτι από όπερα του Ιταλού συνθέτη Φάτσιο, ότι παιζόταν μόνο στην Κέρκυρα από την Παλιά ,στην λιτανεία του Μεγάλου  Σαββάτου  και ότι  μόνο  αν ακούσεις τις τούμπες  να παίζουν  στο καντούνι στις Καρντελάκουες,  μπορείς να καταλάβεις  το μεγαλείο της  Ανάστασης. Και τον άκουγαν να μονολογεί κάθε χρονιά την Μεγάλη Εβδομάδα. '' Πάσχα χωρίς Αμλέτο, είναι ομελέτα  χωρίς αυγά ''. Έτσι σιγά σιγά, του κόλλησαν το παρατσούκλι '' ο Αμλέτος'' . Και τον φώναζε όλη η ομογένεια, με αυτό το όνομα. Είναι αλήθεια, ότι ονειρευόταν πολλά  χρόνια, αυτό το ταξίδι της επιστροφής. Μα πάντα δίσταζε. Φοβόταν, ότι θα ήταν δύσκολο να αντικρύσει το σήμερα, μα κατά βάθος ,φοβόταν το χθές. Και όμως….όλα  έμοιαζαν να είναι ίδια ,όπως παλιά.. Οι ανθισμένες καστανιές στην Άνω Πλατεία, τα μικρά τραπεζάκια  στα βόλτα του Λιστόν, το χορταριασμένο Παλιό φρούριο με τους γκρεμισμένους προμαχώνες .Ακόμα και η γειτονιά του στην Πόρτα Ρεμούντα, με τα μικρά ταβερνάκια ,που τη φόρτωσαν με ΄κείνη  την  τσιμεντένια ακαλαίσθητη πλατεία , μπροστά  από το Δημαρχείο. Και το πατρικό του σπίτι έστεκε ακόμα εκεί, άβαφτο, με μισοσάπια παράθυρα , μισό αιώνα πιο παλιό. Είχε παραχωρήσει στην αδελφή  του,  το μερίδιο που του αναλογούσε από την πατρική  περιουσία  και εκείνη πούλησε το σπίτι σε κάποιους  Βορειοηπειρώτες,  χωρίς ποτέ να τον ρωτήσει αν ενδιαφέρεται  να το αγοράσει.
Το πρώτο μέλημα του Σπύρου ,ήταν να  πάει στο νεκροταφείο, να ανάψει ένα κερί στον τάφο των γονέων του. «Όταν πεθάνω ,δεν θέλω να με θάψετε στην Αμερική»  είπε στον εγγονό του. «Θέλω να με φέρετε εδώ. Δίπλα στην μάνα μου». Ο νέος χαμογέλασε «Θα ζήσεις πολλά χρόνια ακόμα, grandfather». Ύστερα ζήτησε να πάνε στην οδό  Νικηφόρου  Θεοτόκη , τη γνωστή  «Πιάτσα» των  Κερκυραίων,  για να ακούσει τις πρόβες έξω από το κτίριο της Παλιάς Φιλαρμονικής.  Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος., ντόπιοι και ξένοι, που αποθανάτιζαν με το Ι phone τους ,αυτό το μοναδικό συνταίριασμα  ηχητικής αρμονίας ,που μόνο στην Κέρκυρα μπορείς να συναντήσεις. Από την μια μεριά του δρόμου, το επιβλητικό αντίφωνο  ''΄Σήμερον κρεμάται επί ξύλου'' από τους ψάλτες της Παναγίας των Ξένων  και από την άλλη, τα πονεμένα ρέκβιεμ της δυτικής μουσικής,  από την μπάντα της Παλαιάς. Και ξάφνου,  μια διαπεραστική φωνή ,διέκοψε την ευλαβική σιγή των παρευρισκομένων. ΄΄Ο Αμλέτος. ..Παίζουν τον Αμλέτο ''. ΄Ηταν ο Σπύρος, που κτυπιόταν σαν μικρό παιδί  πάνω στο καροτσάκι του και έσφιξε το χέρι του εγγονού του  τόσο  δυνατά , που παρ΄ όλίγο να το σπάσει.  Το  απόγιομα της Μεγάλης Παρασκευής ,ακολούθησε την περιφορά του Επιταφίου, από την εκκλησία της γειτονιάς του, την Αγία Παρασκευή. Προχωρούσε καμαρωτός μέσα στο καροτσάκι του , πίσω από το πλήθος των πιστών  και  ανέτρεξε  στα παιδικά του χρόνια, όταν ντυμένος παπαδοπαίδι, παραστεκόταν  δίπλα  στον κυρ Δημήτρη, το γείτονά του, που είχε τάμα να   μεταφέρει κάθε χρόνο, την  σκόλα της  Αγίας. Και κατόπι ,παρ όλη την κούραση του ,άντεξε να παρακολουθήσει την περιφορά του λαμπρού επιτάφιου της  Μητροπόλεως  και τα  τρεμάμενα χείλη του ,έψαλαν  μετά από τόσα χρόνια. ''¨Ω, γλυκύ μου έαρ ''
Αχνοφέγγιζε  η μέρα του Μεγάλου Σαββάτου ,που προοιωνιζόταν ζεστή και ηλιόλουστη. Ο Σπύρος ξύπνησε από τα χαράματα   και άρχισε να ντύνεται με τη βοήθεια του εγγονού του. Φόρεσε το καινούργιο του κοστούμι, μία  βαθυγάλαζη γραβάτα και ένα ζευγάρι κολαριστά μαύρα λουστρίνια , στα  σακάτικα και παράλυτα πιά  πόδια του. Και έφυγαν βιαστικά  να πιάσουν θέση , κάπου εκεί  κοντά στο  παλιό Δημαρχείο, πριν  πλακώσουν τα στίφη  των τουριστών και τους στριμώξουν σε κάποια γωνιά. Περίμεναν πάνω από μια ώρα,  ώσπου να ακούσουν τον ήχο της  καινούργιας Φιλαρμονικής '' Καποδίστριας''  που  προπορεύεται  πλέον στις  λιτανείες.  Σε λίγο, με απόλυτη τάξη  και κατάνυξη,  άρχισαν να περνούν από μπροστά του, ευσταλείς μαθητές, σκόλες παμπάλαιες,  ζωγραφισμένες με ξακουστών πιτόρων τον χρωστήρα και φανταχτερές, πολύχρωμες φιλαρμονικές, με αμέτρητους μουσικούς.. Ολάκερη  στρατιά. Και στο βάθος, πίσω από το σκήνωμα του πολυλατρεμένου ΄Αγιου της Κέρκυρας που χοροστατούσε ασκεπής , μέσα  στην  ασημένια του  λάρνακα, ακολουθούσε  ο ανθοστόλιστος  επιτάφιος , προστατευμένος   από το πένθιμο μωβ  μπαρλακί ,σίγουρος  ότι σε λίγη ώρα ,θα σημάνουν οι καμπάνες της Ανάστασης Κι όπως τα μάτια του κοίταζαν  αχόρταγα ,άκουσε ξαφνικά την γλυκιά μελωδία  του Αμλέτου  και ένοιωσε  τις τούμπες να παίζουν  όλες μαζί , να δονείται το καντούνι , να αντιβουίζει ο ήχος πάνω στους  παλιούς τοίχους των  ψηλών σπιτιών και να στέλνει  το θρηνητικό σπάραγμα του πεθαμένου Χριστού στον ουρανό. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς ο Παράδεισος, συλλογίστηκε.
Έκλεισε τα μάτια  και έβλεπε πια με τα μάτια της ψυχής του, τη μπάντα των ασπροφορεμένων αγγέλων να οδηγούν  τον αναστημένο  Χριστό στο θρόνο του παράδεισου ,με την θεϊκή μελωδία του Αμλέτου. Και είδε  ασπροντυμένο τον εαυτό του, δεκαπεντάχρονο παιδί να είναι ανάμεσα στους αγγέλους και να παίζει το κλαρίνο του, φορώντας τα μαύρα γυαλιστερά λουστρίνια του. Και είδε την μάνα και τον πατέρα του να τον καμαρώνουν και την σιόρα Κάτε  μαζί με τον άντρα της.
Και δεν ξύπνησε ποτέ από το όνειρο. Μάταια ο εγγονός του  τον  σκουντούσε και φώναζε  '' Grandfather,  graηdfather.''
To αεροπλάνο της Aegean airlines  ξεκίνησε την προγραμματισμένη πτήση του από την Κέρκυρα στην Αθήνα.  Μα ο Σπύρος ο  Αμλέτος,  δεν ήταν πιά στην λίστα των επιβατών..
Ξεκουραζόταν  στον φρεσκοσκαμμένο τάφο του , αμέριμνος και ευτυχισμένος, όπως κάθε  παιδί που βρήκε επιτέλους την  αγκαλιά της μάνας του...
πηγή:http://www.kerkyrasimera.gr/

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

ΤΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΒΥΣΣΙΝΟ "ΙΘΑΚΗ" της Κατερίνας Γρηγορίου"

Τί σχέση έχουν τα κουφετάκια βύσσινο με τον Οδυσσέα;
Σήμερα το πρωί, κατέβηκα στην αγορά του Αμαρουσίου για τα συνηθισμένα καθημερινά ψώνια.
Σε κατάστημα με ξηρούς καρπούς που επισκέφθηκα, με έκπληξη διαπίστωσα ότι, σε μια σειρά κουφετάκια με διάφορες γεύσεις και ονομασίες, ο κατασκευαστής έδωσε σε αυτά με τη γεύση βύσσινο το όνομα ΙΘΑΚΗ. 
Αποφάσισα να τα δοκιμάσω και φώναξα τη νεαρή πωλήτρια να με εξυπηρετήσει.
Διαβάστε τον διάλογο και θα δείτε πού θέλω να καταλήξω..
-Γειά σας της είπα. Θα ήθελα μερικά κουφετάκια.
-Ποια προτιμάτε; με ρώτησε..
-Τα "ΙΘΑΚΗ" , μιας που είναι το νησί μου, της απαντώ χαμογελώντας και συμπληρώνω χαριτολογώντας..
-Ευχαριστώ εκ μέρους των Ιθακησίων που επιλέξατε το νησί μας για να ονομάσετε τα κουφετάκια βύσσινο. Και κάνουμε πολύ ωραία γλυκά κουταλιού στο νησί μας συμπεριλαμβανομένου και του βύσσινου!
Η πωλήτρια με κοιτάζει χαμογελά και μου απαντά.
- Το γνωρίζω πολύ καλά το νησί σας. Έχω καταγωγή από απέναντι, από 
τον Αστακό, αλλά δεν είναι αυτός μόνο ο λόγος που γνωρίζω την Ιθάκη. Κυρίως τη γνωρίζω από τον Όμηρο και τον Οδυσσέα.
Είχα μαγευτεί από το έπος του Ομήρου, την έχω επισκεφτεί πάνω από 10 φορές και κάθε φορά, πάω να πατήσω τα χώματα του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, πάντα με το ίδιο ρίγος και δέος. Δεν ξέρω για τα γλυκά σας, αλλά η ιστορία σας είναι τεράστια μέσα στην παγκόσμια ιστορία και είναι κρίμα που δεν κάνετε κάτι γι' αυτό.. Ερήμωση και αδιαφορία!! Εγώ θα το αγαπώ όμως το νησί του Οδυσσέα, έστω κι έτσι!
"κόκκαλο" εγώ!!!..........
Ευχαρίστησα και έφυγα!
Στο δρόμο για το σπίτι, σκεφτόμουν πόσο λυπηρό είναι που όλος ο κόσμος αναγνωρίζει και θαυμάζει το νησί μας και την ιστορία του, εκτός από εμάς τους ίδιους τους Ιθακήσιους!
Έστω.. όχι όλους! για να μην αδικήσω μια μερίδα θιακών που πολεμάει για την ανάδειξή της.
Στο σπίτι, άνοιξα το φέϊς και πρώτη ανάρτηση βλέπω αυτή του κυρίου Γιάννη Καραντζή ότι σε λίγες μέρες το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων θα προχωρήσει στην ανάθεση της επίβλεψης των έργων διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου του Αγίου Αθανασίου στη βόρειο Ιθάκη όταν ξεκινήσουν, στο καθηγητή Αρχαιολογίας κύριο Αθανάσιο Παπαδόπουλο (και σε ποιόν άλλο δηλαδή θα μπορούσε να γίνει η ανάθεση της επίβλεψης;)...
Να και κάτι ευχάριστο!!! σκέφτομαι.
Πού θα πάει; Θα έρθει ο χρόνος που θα δοθεί η απάντηση στον "Θιακό" που σήκωσε κάποτε το τηλέφωνο, κάποια χρόνια πίσω, μέσα από το Δημαρχείο Ιθάκης και απάντησε, τότε, σε υπεύθυνο μεγάλου ιδρύματος που ήθελε να χρηματοδοτήσει τις ανασκαφές, ".. Μην ασχολείστε!! Δεν υπάρχει τίποτε εκεί πάνω"..
Υπάρχει ελπίς;;;

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΠΙΣΤΟΜΑ του Κων.Θεοτόκη επιμέλεια ανάρτησης Δημ.Φωκά

Οταν, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­ναρ­χί­α πού­χεν ἀν­τα­ριά­σει τὸν τό­πο δί­νον­τας εἰς ὅ­λα τὰ κα­κὰ στοι­χεῖ­α τὸ ἐ­λεύ­τε­ρο νὰ πρά­ξουν κά­θε λο­γῆς ἀ­νο­μί­α, ἡ τά­ξη εἶ­χε πά­λε στε­ρε­ω­θεῖ κ’ εἶ­χε δο­θεῖ ἀ­μνη­στεί­α στοὺς κα­κούρ­γους, τό­τες ἐ­πέ­στρε­ψαν τοῦ­τοι ἀ­π’ τὰ βου­νὰ κι ἀ­πὸ τὰ ξέ­να στὰ σπί­τια τους, κι ἀ­νά­με­σα στοὺς ἄλ­λους ποὺ ξα­ναρ­χόν­ταν ἐ­γύ­ρι­ζε στὸ χω­ριό του κι ὁ Μα­γου­λα­δί­της Ἀν­τώ­νης Κου­κου­λι­ώ­της.
Ἤ­τουν τό­τες ὣς σα­ράν­τα χρο­νῶν, κον­τός, μαυ­ρι­δε­ρός, μ’ ὄ­μορ­φα πυ­κνὰ σγου­ρὰ γέ­νια καὶ μὲ σγου­ρὰ τὰ μαῦ­ρα μαλ­λιά. Τὸ πρό­σω­πό του εἶ­χε χά­ρη καὶ τὸ βλέ­μα του ἤ­τουν χα­ϊ­δευ­τι­κὸ καὶ ἥ­με­ρο – ἀγ­κα­λὰ κι ἀν­τί­φεγ­γε μὲ πρά­σι­νες ἀ­να­λαμ­πές· τὸ στό­μα του ὅ­μως ἤ­τουν μι­κρό­τα­το καὶ κον­τό, δί­χως χεί­λια.
Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ­τος, πρὶν ἀ­κό­μα ρεμ­πε­λέ­ψει ὁ κό­σμος, εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ. Κι ὅ­ταν πῆ­ρε τῶν βου­νῶν τὸ δρό­μο, γιὰ τὸν φό­βο τῆς ἐ­ξου­σί­ας, ἄ­φη­κε τὴ γυ­ναί­κα του μό­νη στὸ σπί­τι, καὶ τού­τη δὲν τοῦ ἐ­στά­θη πι­στή, ἀλ­λὰ μὲ ἄλ­λον, νο­μί­ζον­τας ἴ­σως πὼς ὁ Κου­κου­λι­ώ­της ἤ­τουν σκο­τω­μέ­νος ἢ ἀλ­λι­ῶς πε­θα­μέ­νος, εἶ­χε πιά­σει ἔ­ρω­τα, κι ἀ­π’ τὸν ἔ­ρω­τα τοῦ­τον εἶ­χε γεν­νη­θεῖ παι­δί, ποὺ ἄ­ξαι­νεν ὡ­στό­σο χα­ρι­τω­μέ­να καὶ ποὺ ἡ γυ­ναί­κα περ­σό­τε­ρο ἀ­γα­ποῦ­σε.
Ἐ­γύ­ρι­ζε λοι­πὸν ὁ λη­στὴς στὸ χω­ριό του τὴν ὥ­ραν ὅ­που βά­φουν τὰ νε­ρά. Κ’ ἐμ­πῆ­κε ξάφ­νου σπί­τι του, χω­ρὶς κα­νεὶς νὰ τὸ προ­σμέ­νει, ἐμ­πῆ­κε σὰ θα­να­τι­κό, ἀ­να­πάν­τε­χα τέ­λεια, κ’ ἐ­κα­τα­τρό­μα­ξεν ἡ ἄ­τυ­χη γυ­ναί­κα, ἐ­τρό­μα­ξε τό­σο, πού, παίρ­νον­τας τὸ ξαν­θό της παι­δὶ στὴν ἀγ­κα­λιά, τό­σφιγ­γε στὰ στή­θια της τρε­μά­με­νη, ἕ­τοι­μη νὰ λι­γο­θυ­μή­σει καὶ χω­ρὶς νὰ δύ­να­ται νὰ προ­φέ­ρει λέ­ξη κα­μιά.
Ἀλ­λὰ ὁ Κου­κου­λι­ώ­της πι­κρὰ χα­μο­γε­λών­τας τῆς εἶ­πε:
— Μὴ φο­βᾶ­σαι, γυ­ναί­κα. Δὲ σοῦ κά­νω κα­νέ­να κα­κὸ – ἀγ­κα­λὰ καὶ σοῦ πρέ­πει. Εἶ­ναι τὸ παι­δὶ τοῦ­το δι­κό σου;… Ναί;… Μὰ ὄ­χι δι­κό μου! Μὲ ποι­όν —λέ­γε! —τό­χεις κά­μει;
Τ’ ἀ­πο­κρί­θη ἐ­κεί­νη λου­χτου­κι­ών­τας:
— Ἀν­τώ­νη, τί­πο­τε δὲν μπο­ρῶ νὰ σοῦ κρύ­ψω. Τὸ φταῖ­σμα μου εἶ­ναι με­γά­λο. Μὰ, τὸ ξέ­ρω, κ’ ἡ ἐ­γδί­κη­σή σου θά­ναι με­γά­λη· κ’ ε­γὼ, ἀ­δύ­να­το μέ­ρος, καὶ τὸ νή­πιο τοῦ­το, ποὺ ἀ­πὸ τὸ φό­βο τρέ­μει, δὲ δυ­νό­μα­στε νὰ σ’ ἀν­τρει­ε­φτοῦ­με. Κοί­τα πῶς ἡ τρο­μά­ρα μὲ κλο­νί­ζει κα­θὼς σὲ τη­ρῶ. Κά­με ἀ­πὸ μὲ ὅ τι θέ­λεις, μὰ λυ­πή­σου τὸ ἄ­τυ­χο πλά­σμα ποὺ δὲν ἔ­χει προ­στα­σί­α.
Κα­θὼς ἐ­μι­λοῦ­σεν ἡ γυ­ναί­κα, ἐ­σκο­τεί­νια­ζεν ἡ ὄ­ψη του, ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἀν­τί­κο­βγε. Ἐ­σι­ώ­πα­σε λί­γο κ’ ἔ­πει­τα τῆς εἶ­πε:
— Γυ­ναί­κα κα­κή! Δὲ ρω­τῶ τώ­ρα, οὐ­δὲ συμ­βου­λή σου, οὐ­δὲ σὲ λυ­ποῦ­μαι. Τ’ ὄ­νο­μα ἐ­κεί­νου θέ­λω. Ἐ­σὲ δὲ θὰ πει­ρά­ξω. Δὲ μο­λο­γᾶς το; Θὰ τὸ μά­θω· τὸ χω­ριὸ ὅ­λο γνω­ρί­ζει μὲ ποι­ὸν ἐ­ζοῦ­σες. Καὶ τό­τες θὰ θυ­σιά­σω καὶ τοὺς τρεῖς σας, θὰ πλύ­νω τὴ ντρο­πὴ πό­χω λά­βει ἀ­πὸ σᾶς, πλά­σμα­τα ἄ­τι­μα!
Ἐ­μο­λό­η­σε.
Κι ὁ Κου­κου­λι­ώ­της ἐ­βγῆ­κε ἀ­μέ­σως. Κι ἀ­φοῦ, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὥ­ρα, ξα­ναμ­πῆ­κε στὸ σπί­τι, ἔ­βρη­κε τὴ γυ­ναί­κα του στὸν ἴ­διον τό­πο, ἀ­σά­λε­φτη, μὲ τ’ ἀ­πο­κοι­μι­σμέ­νο τέ­κνο στὴν ἀγ­κά­λη· τὸν ἀ­ναν­τρά­νι­ζε. Μὰ αὐ­τὸς ἐ­ξα­πλώ­θη κα­τα­γῆς καί, σὰ χορ­τά­τος, ἐ­κοι­μή­θη ὕ­πνον βα­θὺν ὣς τὸ ξη­μέ­ρω­μα.

Τὴν ἄλ­λην ἡ­μέ­ραν, ἀ­φοῦ ἐ­ξύ­πνη­σαν, τῆς εἶ­πε:
— Θὰ πᾶ­με στὰ χτή­μα­τά μας νὰ ἰ­δῶ μὴ καὶ κεῖ­να μού­χουν ἁρ­πά­ξει, κα­θὼς μοῦ­χε πά­ρει καὶ σὲ ὁ σκο­τω­μέ­νος.
—Τὸν σκό­τω­σες;

Τὴν ἡ­μέ­ραν ἐ­κεί­νην ὁ ἥ­λιος δὲν ἐ­φά­νη στὴν ἀ­να­το­λή, για­τὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς ἤ­τουν γνέ­φια γε­μά­τος καὶ τὸ φῶς με­τὰ βί­ας ἐ­πλή­θαι­νε.
Κι ὁ Κου­κου­λι­ώ­της, βά­νον­τας φτιά­ρι καὶ τσα­πὶ στὸν ὧ­μο, ἐ­δι­ά­τα­ξε τὴ γυ­ναί­κα νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σει μα­ζὶ μὲ τὸ παι­δί της. Κ’ ἔ­τσι ἐ­βγῆ­καν κ’ οἱ τρεῖς ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.
Καὶ φτά­νον­τας εἰς τὸ χω­ρά­φι, ποὺ ἤ­τουν πο­λὺ νο­τε­ρὸ ἀ­κό­μη ἀ­πὸ τὴν προ­τη­τε­ρι­νὴ βρο­χὴ, ὁ λη­στὴς ἐ­βάλ­θη νὰ σκά­ψει λάκ­κο.
Δὲν ἐ­πρό­φερ­νε λέ­ξη καὶ τὸ πρό­σω­πό του ἤ­τουν χλο­μό, καὶ ὁ ἱ­δρώς, ποὺ ἔ­βρε­χε τὸ μέ­τω­πό του, ἔ­βγαι­νε κρύ­ος. Τὸ στα­χτὶ φῶς, ποὺ ἔ­πε­φτε ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, ἐ­χρω­μά­τι­ζε πα­ρά­ξε­να τὸν τό­πο· τὸ χι­νό­πω­ρο τὴν αὐ­γὴν ἐ­κεί­νην ἔ­λε­γεν ὅ­λη του τὴ θλί­ψη.
Ἡ γυ­ναί­κα ἐ­κοί­τα­ζε πε­ρί­ερ­γη κι ἀ­νή­συ­χη, καὶ τὸ παι­δά­κι ἐ­παι­χνι­δοῦ­σε μὲ τὰ γου­λιὰ καὶ μὲ τὰ χώ­μα­τα ποὺ ἀ­νά­σκα­φτεν ὁ κα­κοῦρ­γος. Κ’ ἐ­φά­νη γιὰ μιὰ στιγ­μὴν ὁ ἥ­λιος κ’ ἐ­χρύ­σω­σε τὰ ξαν­θὰ μαλ­λιὰ τοῦ νή­πιου, ποὺ ἀγ­γε­λι­κὰ χα­μο­γέ­λα­σε.
Κι ὡ­στό­σο ὁ λάκ­κος ἤ­τουν ἕ­τοι­μος. Κι ὁ Κου­κου­λι­ώ­της, ἀ­κουμ­πών­τας στὸ φτιά­ρι, εἶ­πε τῆς γυ­ναι­κός του:
— Βά­λ’ το πί­στο­μα μέ­σα!
πηγή:https://poihtikhalitheia.wordpress.com

Πη­γή: Ρέ­νου Ἡ­ρα­κλῆ Ἀ­πο­στο­λί­δη, Ἀν­θο­λο­γί­α τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Γραμ­μα­τεί­ας, Το Δι­ή­γη­μα ἀ­πό τὶς ἀρ­χές του στὸν 19ο αἰῶ­να ὣς τὶς μέ­ρες μας, Α’ τό­μος, Τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά, Ἀ­θῆ­ναι χ.χ. [α΄ δη­μο­σί­ευ­ση περ. Τέ­χνη, 1898-9].