Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΪΖΗ Η ΘΙΑΚΙΑ ΜΑΝΑ


 Σαν μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων οι γυναίκες της Ιθάκης πολέμησαν τον κατακτητή αναλαμβάνοντας συχνά επικίνδυνες αποστολές. Αρκετές φυλακίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν και ταπεινώθηκαν για τη δράση τους αυτή. Ιδιαίτερα πολύτιμη υπήρξε η προσφορά τους μέσα από τις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης. Με ανεκτίμητη στοργή και αγάπη οι Θιακές φρόντιζαν τους καταδιωκόμενους αγωνιστές, ειδικότερα αυτούς που έφταναν στο Θιάκι από την Κεφαλονιά, αντικαθιστώντας έτσι τις μανάδες και τις αδελές τους.
Αυτές τις αγωνίστριες ο γράφων θα τιμήσει αναφερόμενος συνοπτικά σε μια νεαρή τότε γυναίκα από το Κιόνι, της οποίας η ζωή και η δράση αντανακλά πιστά, κατά την γνώμη του, τη ζωή και τη δράση των γυναικών της ιδιαίτερης πατρίδας της εκείνη την περίοδο. Αυτών που χωρίς κανένα δισταγμό ζευγαρώνουν την Αντίσταση με το νοικοκυριό και τη βιοπάλη.
Στη γυναίκα αυτή, πριν ακόμη από την Κατοχή και τη συνεπακόλουθη αντιστασιακή της δράση, οι συγχωριανοί της έχουν κιόλας απονείμει τον τίτλο της «ηρωΐδας της ζωής», που δικαιωματικά της ανήκει. Γιατί η Αικατερίνη Παΐζη, το γένος Βεντούρα, πασχίζει για χρόνια, μόνο με το βελόνι, να αναθρέψει και στη συνέχεια να σπουδάσει τα τρία ορφανά από πατέρα κορίτσια της, με τα οποία έχει επιστρέψει από την Αφρική στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’30.
Παραμονές του πολέμου η ηλικίας μόλις 25 χρόνων μητέρα χάνει τον άντρα της στο εξωτερικό και τα εμβάσματα σταματούν να έρχονται. Έρχεται όμως η Κατοχή και η ζωή για την οικογένεια Παΐζη μέρα με την ημέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς οι πελάτισσες της νεαρής μοδίστρας στο μικρό χωριό λιγοστεύουν, όπως επίσης ολοένα λιγοστεύουν και τα λίγα χρυσαφικά και υφάσματα που η οικογένεια έχει φέρει από το εξωτερικό. Δύσκολοι καιροί για όλους, πιότερο όμως για τη μάνα των τριών ανήλικων παιδιών, οι ανάγκες των οποίων γίνονται όλο και πιο πιεστικές. Με δέος η μάνα αντικρύζει το φάσμα της πείνας και της ανέχειας που ορθώνεται μπροστά της κι αποφασίζει να εγκαταλείψει το χωριό της και να εγκατασταθεί στην Κεφαλονιά με την ελπίδα οτι εκεί θα έβρισκε πιο εύκολα δουλειά. Μια Ληξουριώτισσα δασκάλα, που υπηρετούσε τότε στο Κιόνι, προσφέρεται να την εξυπηρετήσει «φιλοξενώντας» την στο σπίτι της. Πρόκειται στην πραγματικότητα για φιλοξενία με το αζημείωτο, μια που κάθε μήνα αυτή εξαργυρώνεται πότε με κάποιο χρυσαφικό ή ύφασμα και πότε με ραπτική εργασία για τα τέσσερα γυναικεία μέλη της φαμίλιας του οικοδεσπότη.
Τέλη του 1942 λοιπόν η οικογένεια Παΐζη μετακομίζει στο Ληξούρι. Η μάνα μοχθεί καθημερινά να θρέψει τα παιδιά της. Τα τελευταία στο σχολείο. Κλεισμένη στο δωμάτιό της η Θιακιά μοδίστρα δουλεύει ολημερίς, καθώς οι Ληξουριώτισσες όλο και κάποιο παλιό προπολεμικό ρούχο ξεθάβουν από τα μπαούλα και τα κομά τους και το φέρνουν για αναπαλαίωση. Μετρημένες οι παρέες της, κοινωνική ζωή σχεδόν ανύπαρκτη. Που καιρός για τέτοια. Το βουητό της Αντίστασης από τα σοκάκια και το κάμπο του Ληξουριού φθάνει στ’ αυτιά της, καθώς σκυφτή πάνω από την ραπτική της μηχανή ακούει την ΕΠΟΝίτισσα μαθήτριά της να της μιλά για τα κόκκινα συνθήματα που νυχτιάτικα γέμιζαν τους τοίχους των σπιτιών, διαλαλώντας τον πόθο και την αποφασιστικότητα του λαού για λευτεριά, καθώς και για τους πρώτους αντάρτες που φάνηκαν στις παρυφές της πόλης.
Σκιρτά η καρδιά της Ελληνίδας από χαρά καθώς μαθαίνει τα μαντάτα, γιατί είναι κι αυτή ολόψυχα κοντά σ’ αυτούς που παλεύουν για την λευτεριά της πατρίδας. Αισθάνεται όμως διπλά σκλαβωμένη, ως Ελληνίδα και ως Μάνα.
Κι όντας η μοναδική προστάτιδα των τριών ανήλικων παιδιών της, η νεαρή χήρα έχει επιλέξει σαν προτεραιότητα τον αγώνα για την επιβίωσή τους. Έτσι απέχει από κάθε ανάμιξη στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Κι όμως η Αικατερίνη Παΐζη θα είναι η πρώτη γυναίκα που θα συλληφθεί σαν αντιστασιακή στο Ληξούρι από τους Γερμανούς, όταν οι τελευταίοι στεργιώσουν πια την εξουσία τους στο νησί, ύστερα από τη νίκη τους κατά των Ιταλών το Σεπτέμβρη του 1943. Θύμα ενός βάναυσου και ελεεινού υπανθρώπου, ενός αδίσταχτου εκμεταλλευτή και προδότη – του οικοδεσπότη της – η ταλαιπωρημένη μάνα οδηγείται στην Βαλλιάνειο Επαγγελματική Σχολή, έδρα των ΕΣ-ΕΣ και της Γκεστάπο στην πόλη. Και για μια ολόκληρη βδομάδα ζει αγκαλιά με το φόβο και την αγωνία μέσα σ’ ένα ανήλιαγο και με σιδερόφρακτα παράθυρα κελί, κάτω από πρωτόγονες συνθήκες. Και με αξιοπρέπεια αντιμετωπίζει το πότε βλοσυρό και πότε χυδαίο βλέμμα του χιτλερικού φρουρού της. Αιτία της σύλληψής της είναι η αποδοχή εκ μέρους της εντελώς δωρεάν στέγης για την οικογένειά της από ένα Ληξουριώτη έμπορο, του οποίου το απλόχωρο σπίτι κινδυνεύει να επιταχτεί από τις δυνάμεις κατοχής. Αυτό όμως αντίκειται στο συμφέρον του αισχροκερδή οικοδεσπότη της, γιατί σημαίνει τη διακοπή της εκμετάλλευσής της απ’ αυτόν. Και την εκδικείται καταδίνοντάς την στους Γερμανούς σαν μέλος της Αντίστασης. Οι τελευταίοι, μη βρίσκοντας κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον της, την αφήνουν ελεύθερη.
Η ταλαιπωρημένη γυναίκα γυρίζει στο σπίτι και ρίχνεται πάλι στη δουλειά. Τώρα όμως κάτι έχει αρχίσει ν’ αλλάζει στον εσωτερικό της κόσμο. Αρχίζει να προβληματίζεται και να συνειδητοποιεί την αλήθεια οτι τα παιδιά της, όπως όλα τα παιδιά της σκλαβωμένης πατρίδας, πρέπει όχι μόνο να επιζήσουν της λαίλαπας που χτύπησε την χώρα, αλλά και να ζήσουν ελεύθερα. Οτι ο αγώνας της για την επιβίωση των παιδιών της συνταιριάζει απόλυτα μ’ αυτόν για τη λευτεριά τους. Κι επιδιώκει επαφή με την Αντίσταση.
Το κλίμα που επικρατεί στον περίγυρό της είναι πρόσφορο. Όντας αντιστασιακοί ή φίλοι της Αντίστασης οι περισσότεροι από τους γνωστούς της κάνουν γρήγορα πραγματικότητα την επιθυμία της να οργανωθεί και να δράσει. Εξάλλου η Αντίσταση από τη μέρα κιόλας της σύλληψής της την θεωρεί σάρκα από τη σάρκα της, την «υιοθετεί» και την προστατεύει. Έτσι, όταν ύστερα από λίγο καιρό οι Γερμανοί την αναζητούν ξανά για να την συλλάβουν, η ηγεσία του αντιστασιακού κινήματος στην Παλική καταστρώνει σχέδιο απόδρασής της από την Κεφαλονιά και το θέτει αμέσως σε εφαρμογή. Σύνδεσμος ΕΛΑΣίτης φεύγει αμέσως από το Ληξούρι για το χωριό της Ανωγής όπου η καταζητούμενη γυναίκα έχει διανυκτερεύσει και την συνοδεύει στο σημείο που θα συναντηθεί με τα παιδιά της κάπου στη διαδρομή προς το Λιβάδι. Άλλοι συναγωνιστές αναλαμβάνουν την μεταφορά των κοριτσιών και των αποσκευών της οικογένειας από την πόλη στον τόπο συνάντησης με την μητέρα. Απ’ εκεί με τη συνοδεία ΕΛΑΣιτών, η οικογένεια Παΐζη οδεύει προς το χωριό Πλαγιά της Ερίσου, όπου φθάνει αργά τη νύχτα της ίδιας μέρας. Διανυκτερεύει σ’ ένα φιλόξενο σπίτι αντιστασιακών και την επομένη ένας ΕΑΜίτης βαρκάρης την περνά αντίκρυ στην Ιθάκη.
Με την επιστροφή της Αικατερίνης Παΐζη στο χωριό της, το σπίτι της μετατρέπεται κυριολεκτικά σε «κέντρο διερχομένων» για αντιστασιακούς. Μικρό και φτωχικό σπίτι, αλλά η μεγάλη και πλούσια σε συναισθήματα καρδιά της οικοδέσποινας συμπληρώνει τις ελλείψεις του. Έτσι οι καταπονημένοι αγωνιστές που περνούν από το Κιόνι αισθάνονται σαν στο πατρικό τους. Εκεί θα ξαποστάσουν, θα φάνε λίγο μαγειρεμένο φαγητό, θα πλυθούν. Κι ενώ αυτοί ξεκουράζονται, η «Μάνα του Αγωνιστή» – όπως εύστοχα έχει χαρακτηρίσει αυτή την δραστήρια και ακάματη γυναίκα ένας συγχωριανός της – πλένει και μπαλώνει τα ρούχα τους. Υπάρχουν περιπτώσεις που στο σπίτι δημιουργείται το αδιαχώρητο. Όπως όταν κάποτε δώδεκα νεαρές Κεφαλονίτισσες καταφτάνουν σούρουπο στο χωριό περαστικές για το Ξηρόμερο. Τις βλέπει η οικοδέσποινα και σαστίζει. «Που θα σας βολέψω όλες σας καλές μου κοπελιές;» τους λέει μ’ ένα χαμόγελο που ποτέ δεν λείπει από τα χείλη της, ούτε καν στις πιο δύσκολες στιγμές. Τις βολεύει όμως. Με δανεικά σεντόνια και κουβέρτες από τις γειτόνισσες οι φιλοξενούμενες περνούν τη νύχτα στρωματσάδα. Όσο για φαγητό, η χύτρα με τα λάχανα βρισκόταν κιόλας πάνω στη πυροστιά.
Μετά την απελευθέρωση η Αικατερίνη Παΐζη μετακομίζει οικογενειακώς στην Πάτρα και συνεχίζει πιο έντονα τον αγώνα της ζωής, με στόχο πάντα να σπουδάσουν τα παιδιά της. Άγνωστη εκεί περνά μάλλον «αβρόχοις ποσί» τη μεταβαρκιζιανή θεομηνία που πλήττει τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, παρόλο που κι εκεί το σπίτι της είναι πάντα ανοικτό για τους κατατρεγμένους αντιστασιακούς της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης που κρύβονται στην πόλη. Από το 1950 μέχρι το 1959 η Αικατερίνη Παΐζη ζει στην Αθήνα και στη συνέχεια μεταναστεύει στον Καναδά, κοντά στην πρώτη κόρη της, η οποία είχε ήδη εγκατασταθεί στο Τορόντο.
Έχοντας πια εκπληρώσει το καθήκον της προς τα παιδιά της, η χαρισματική αυτή γυναίκα αφοσιώνεται τώρα στους απόκληρους της ζωής, στους συμπατριώτες μας μετανάστες για τους οποίους ο Καναδάς δεν υπήρξε «η γη της επαγγελίας». Η φιλαλληλία της, η φροντίδα για τον συνάνθρωπό της, είχαν γίνει για την Αικατερίνη Παΐζη βίωμα και τρόπος ζωής. «Πάντοτε, χωρίς ποτέ να λογαριάζει ούτε κόπο ούτε χρόνο, παραμελούσε τις δικές της δουλειές για να βοηθήσει τους πονεμένους και τους φτωχούς αδελφούς μας», θα πει η ομιλήτρια στην αποχαιρετιστήρια σύναξη του Φιλόπτωχου Σωματείου του Τορόντο για την Πρόεδρό του, λίγο πριν αυτή επιστρέψει για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Και θα προσθέσει: «Με πληγωμένη καρδιά θα αποχαιρετήσουμε τη γνωστή στην πόλη μας Κυρία με τα πολλά χαρίσματα, που ξεχώριζε πάντα και διεκρίνετο για τη δραστηριότητά της και τα ευγενικά φιλανθρωπικά της αισθήματα…» (1)
Μπροστά στο φέρετρό της στην εκκλησία του Αϊ Γιάννη στο χωριό της, τις πρώτες μέρες το Γενάρη του 1989, τρεις ασπρομάλληδες Θιακοί, με πρόσωπα χαραγμένα από το χρόνο και τις κακουχίες και με βρεγμένα μάτια, στέκονται σε στάση προσοχής, ενώ διαβάζεται η νεκρώσιμη ακολουθία. Και μόλις αυτή τελειώνει, εκείνος που βρίσκεται μεταξύ των άλλων δύο προχωρεί και ακουμπάει στη βάση του φέρετρου ένα στεφάνι. Η ταινία γράφει: Στη συναγωνίστρια Αικατερίνη Παΐζη – ΠΕΑΕΑ Ιθάκης. Είναι μια στιγμή βαθιάς συγκίνησης για τον γράφοντα – γαμπρό και τα άλλα παιδιά της νεκρής αγωνίστριας. Η «Μάνα του Αγωνιστή» – η μάνα τους – παραμένει στην καρδιά των συναγωνιστών της, ακριβώς όπως θα παραμείνει και στη δική τους καρδιά για πάντα. Συντροφιά με μια απέραντη αγάπη και μια βαθιά ευγνωμοσύνη και τιμή.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1). Απόσπασμα της αποχαιρετιστήριας ομιλίας όπως αυτή δημοσιεύτηκε σε ελληνόφωνη εφημερίδα του Τορόντο.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΤΟΣ
(Δημοσιογράφος)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, σελ.77-83
πηγή: ithacanews.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου