λαουρέντης: εργάτης, βοηθός τεχνίτη.
λοταρία: κλήρωση, λαχείο.
μπόργκο: προάστιο.
μποτίλια: μπουκάλι με λεπτό λαιμό.
ξόμπλο: κατηγόρια, βρίσιμο.
ιντερέσο: ενδιαφέρον, ωφέλεια.
ινκάντο: δημοπρασία.
ιν περπέτουο: αιώνια, διαρκώς.
κανκαρέλι: βάτραχος
καντουνάδα: γωνία εξωτερική σπιτιού
μοσκιάδα: ευωδιά
μούδα: φορεσιά
ντασένο: πράγματι, αληθινά
ντάτσιο (επίκαιρο): φόρος
μετζάος:κατώγι σπιτιού.
ταμούζο: σανίδωμα οροφής.
ταμπακόνας: αυτός που κάνει συχνή χρήση καπνού, μεταφορικά: ο γέρος
ορδινιά: διαταγή
κότζα: ακαθαρσία και το βερνίκι.
κογιονάρω: περιπαίζω.
ζέμπιο: παράδειγμα.
ζουρλός: τρελλός και ζουρλαίνω: τρελλαίνω.
λοταρία: κλήρωση, λαχείο.
μπόργκο: προάστιο.
μποτίλια: μπουκάλι με λεπτό λαιμό.
ξόμπλο: κατηγόρια, βρίσιμο.
ιντερέσο: ενδιαφέρον, ωφέλεια.
ινκάντο: δημοπρασία.
ιν περπέτουο: αιώνια, διαρκώς.
κανκαρέλι: βάτραχος
καντουνάδα: γωνία εξωτερική σπιτιού
μοσκιάδα: ευωδιά
μούδα: φορεσιά
ντασένο: πράγματι, αληθινά
ντάτσιο (επίκαιρο): φόρος
μετζάος:κατώγι σπιτιού.
ταμούζο: σανίδωμα οροφής.
ταμπακόνας: αυτός που κάνει συχνή χρήση καπνού, μεταφορικά: ο γέρος
ορδινιά: διαταγή
κότζα: ακαθαρσία και το βερνίκι.
κογιονάρω: περιπαίζω.
ζέμπιο: παράδειγμα.
ζουρλός: τρελλός και ζουρλαίνω: τρελλαίνω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου