«Όταν θα πάρεις το δρόμο της Ακόνης, που βγαίνει στη Νικιάνα, εκεί που είναι το γεφύρι του επαρχιακού δρόμου προς Βασιλική, κοντά στο σπίτι του Κακανού και 200 μέτρα μετά την βρύση της Ακόνης περίπου, δεξιά προς το λαγκάδι είναι ο μύλος του Ρίτσου ή, πιο σωστά, ο νερόμυλος, γιατί νερόμυλος είναι. Άγρια είναι η ερημιά της Ακόνης, που σαν θα πάρει να βραδιάσει γίνεται αβάσταχτη. Παράξενα άγρια. Έτσι άγριος, παράξενος, σκληρός, μονόχνωτος, ήτανε κι ο μυλωνάς του, που είχε πάρει κάτι απ’ την αγριάδα, την μοναξιά και την σκληρότητα της Ακόνης. Αντίθετα αυτός από τους άλλους μυλωνάδες, σπάνια μιλούσε κι η κουβέντα του ήτανε… μπελιάς· κι ακόμα πιο σπάνια γελούσε – για να μην πούμε πως ποτέ του δεν γέλασε αφού κανένας δεν θυμάται να τον είδε έστω και μια φορά να ψωμογελάσει.
Στο μύλο ζούσε μοναχός του, κι όταν καμιά φορά ανέβαινε στο χωριό μας, στο σπίτι του, για τη φαμελιά του, ξανά το δειλινό μόνος, αμίλητος, σκεπτικός, έπαιρνε το δρόμο της Ακόνης.
Άνθρωπος σκληρός, πολύ σκληρός. Τόσο σκληρός, που φτάσανε στο χωριό να λένε κι αυτό: (Όποιος θέλει βέβαια το πιστεύει. Εγώ τ’ άκουσα πολλές φορές και το γράφω έστω και σαν «μπλακ χιούμορ» και βεβαιώνω πως ξέρω κάποιους χωριανούς μου που το πιστεύανε για αληθινό). Λέγανε, λοιπόν, πως κάποτε με τον Σπύρο το Κοκολέλο πελεκούσανε κυπαρίσσια. Ήταν κοντά στ’ άλλα και ξυλουργοί και πηγαίνανε «ανέργα». Ενώ λοιπόν πελεκούσανε, του ’φυγε του Ρίτσου η σκεπαρνιά και του ’κοψε το πόδι πέρα-πέρα…κι αυτός, σαν να μην συνέβηκε τίποτα, πήρε το κομμένο πόδι του, το… ξανακόλλησε και συνέχισε το… πελέκημα. Μόνον ο Κοκολέλος λιποθύμησε και, σαν συνήλθε κάπως, έφυγε γιατί δεν άντεχε σε ό,τι είδε. Έφυγε και ούτε ξαναδούλεψε πια μαζί του ποτέ. Μ’ αυτή την ιστορία θέλανε να τονίσουν τη σκληράδα και την αντοχή του Ρίτσου.
Ύστερα απ’ αυτά ας μην σας φανεί παράξενο που λέγανε στο χωριό πως τάχα έχει να κάμει με νεράιδες και ξωτικά εκεί στην ερημιά που ζούσε.
Κοντά στ’ άλλα, λένε πως κάποια νύχτα ξεκίνησε πεζός απ’ τη χώρα για το μύλο του. Ήτανε χειμώνας. Σαν να μην έφταναν το σκοτάδι και το κρύο, ξέσπασε και μια άγρια μπόρα, έμπος με μπουμπουνητά κι αστροπελέκια. Έλεγες πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Σωστή «ανεμοξύληση».
Μεσάνυχτα κατάφερε «ασενιαρστά» να φτάσει στο μύλο. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και μπαίνοντας μέσα είδε στη γωνιά τη φωτιά αναμμένη και στο ταψί μια κουλούρα που μοσχοβολούσε, ενώ δίπλα στο παραγώνι μια πεντάμορφη κοπέλα που έγνεθε τη ρόκα της χαμογελαστή. Έφερε μια ματιά γύρω του και είδε τα πάντα αναμερισμένα, νοικοκυρεμένα. Δεν παραξενεύτηκε όμως. Νόμισε πως ήτανε η κοπέλα πελάτισσα απ’ τα γύρω χωριά που έφερε το γέννημα γι’ άλεσμα και την έκλεισε ο καιρός. Την κοίταξε μα δεν τη γνώρισε κι, όπως πάντα, ούτε καλησπέρα δεν είπε.
Πήγε πίσω απ’ την κασόνα που έβαζε το ξάγι, άλλαξε τα βρεγμένα ρούχα του και πήγε και κάθισε αμίλητος στη φωτιά.
Σε λίγο η κοπέλα κατέβασε το τεψί με την κουλούρα κι έστρωσε το ταβλάτσο να δειπνήσει ο Ρίτσος. Εκείνη δεν άγγιξε τίποτε.
- Φάε και συ… της είπε κάποια φορά αυτός.
Όμως, εκείνη ούτε απάντησε, ούτε άγγιξε τίποτε. Συνέχισε να γνέθει τη ρόκα της και να τον κοιτάζει γελαστή. Θύμωσε εκείνος και της ξανάπε άγρια τώρα:
- Φάει, μωρή και συ…
Μα εκείνη, ξανά, ούτε έφαγε ούτε μίλησε. Σε λίγο, ακούστηκε απ’ τ’ αχούρι το πρώτο λάλημα του κοκοτού. Μεσάνυχτα! Κι ο Ρίτσος είδε την κοπέλα να σβήνει και σιγά-σιγά να χάνεται… Ήτανε νεράιδα!
Από τότε άλλοι λέγανε πως ο Ρίτσος έγινε ακόμα πιο σκληρός κι αμίλητος κι άλλοι πως από κείνο το βράδυ έπιασε φιλενάδα του τη νεράιδα για όλη του τη ζωή και πως, τάχα, αυτός ήτανε ο λόγος που κανένα βράδυ δεν έλειψε απ’ το μύλο. Λέγανε ακόμη πως έχει να κάμει και με τ’ άλλα ξωτικά και πως τις νύχτες τον ακολουθούσανε. Λέγανε ακόμα κι αυτό:
Μια βραδιά -δωδεκαήμερο ήτανε- που ήτανε άρρωστη βαριά η κοπέλα του κι ανέβηκε νύχτα στο χωριό, τον πήρανε από πίσω τα παγανά. Σαν έφτασε στο σπίτι του, η γυναίκα του, που δεν τον περίμενε, δεν πρόφτασε να βάλει στην πόρτα αναμμένα κάρβουνα να τ’ αδρασκελίσει και να μπει, χωρίς να μπούνε και τα παγανά. Κι έτσι μαζί μ’ αυτόν μπήκανε κι εκείνα κι άρχισαν ένα δαιμονισμένο χορό γύρω απ’ την κούνια της «κοτσόρως» (αβάπτιστης κοπέλας). Τότε κι αυτός άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί απ’ τη φωτιά και τα κυνήγησε ως κάτω στο «Δεντρολίβανο», στο λαγκάδι. Όμως, η κοπέλα, μ’ όλους τους αγιασμούς, τα ξόρκια και τα διαβάσματα έμεινε σ’ όλη της τη ζωή κωφάλαλη.
Όλοι πιστεύανε πως στο μύλο του Ρίτσου πηγαίνανε κάθε νύχτα νεράιδες και ξωτικά κι ο μυλωνάς είχε να κάμει με δαύτα. Όλοι. Μονάχα ο Καπόνης δεν τα σκιάχτηκε και μάηδε τα λογάριασε και στον καιρό της Κατοχής πήγε κι άρχισε να ξαναδουλεύει στο μύλο.
- Σαν δε σκιάζεται τσ’ νεράιδες και τα ξωτικά ο Χ’στιανός…, είπε κάποιος χωριανός κι ένας άλλος απάντησε:
- Τι λες μωρέ! Κ’τάει απ’ τον Καπόνη να πάει νεράιδα π’ θα τ’ν αγκαστρώσει!…
Τώρα, μέρα τη μέρα, ο μύλος γκρεμίζεται κι η γύρω περιοχή αγριεύει περισσότερο. Τώρα, μέρα με τη μέρα, ξεχνιώνται κι ο μύλος κι ο μυλωνάς, κι οι νεράιδες και τα παγανά. Τώρα κι αν τα μεσάνυχτα πάνε στο μύλο τα ξωτικά κι οι νεράιδες, ποιόνε να βρούνε και ποιος να τις δει;»
|