Στα ίδια σκαλοπάτια, χρόνια πολλά πριν, έτρεχε να προλάβει την εκκλησιά μια Κυριακή πρωί, γιατί θα την σκότωνε η μάνα της στο ξύλο αν δεν ήταν στην ώρα της για την θεία κοινωνία.
Στα ίδια σκαλοπάτια, χρόνια πολλά πριν, έτρεχε να φτάσει γρήγορα πίσω από το σχολειό, εκεί που την περίμενε το όμορφο αγόρι, ένα κυπαρίσσι ψηλό που είχε μάτια μόνο για αυτήν και που της κούρσεψε το πρώτο της φιλί.
Στα ίδια σκαλοπάτια, χρόνια πολλά πριν, ανέβηκε με ένα νυφικό άσπρο όλο φτιαγμένο από τα χρυσοδάχτυλα της θείας της, της κεντήστρας, με δάκρυα χαράς στα μάτια που πήγαινε να παντρευτεί αυτόν που αγάπησε πολύ.
Στα ίδια σκαλοπάτια, χρόνια πολλά πριν, φόρεσε τα μαύρα ρούχα και στάθηκε δίπλα στον άνδρα της καθώς τον μοιρολογούσε, την άφησε μοναχή να θρέψει τα παιδιά τους, ήταν βλέπετε η αρρώστια κακιά και ο χειμώνας δεν έλεγε να φύγει από τα πνευμόνια του.
Στα ίδια σκαλοπάτια, από όταν θυμόταν τον εαυτό της παιδί, κορίτσι αμάθητο με μακρυά κοτσίδα τα πυκνά μαλλιά της, ανέβαινε και κατέβαινε, σαν να ήτανε θαρρείς η ζωή της τούτα τα σκαλιά, κάθε μέρα και από ένα, πότε με χαρά πότε με λύπη, πότε με ήλιο στην καρδιά και πότε με βροχή στην ματιά.
Όσο και να γέρασε, όσο και να γεράσει, όσο θα την κρατούν τα πόδια της τούτη την σκάλα θα την περπατά. Έως ότου άλλο δεν θα μπορεί. Και μετά, θα κάθεται στο πρώτο σκαλί και θα αναπολεί. Μέχρι να μην έχει δύναμη πια....
Στα ίδια σκαλοπάτια, χρόνια πολλά πριν, έτρεχε να φτάσει γρήγορα πίσω από το σχολειό, εκεί που την περίμενε το όμορφο αγόρι, ένα κυπαρίσσι ψηλό που είχε μάτια μόνο για αυτήν και που της κούρσεψε το πρώτο της φιλί.
Στα ίδια σκαλοπάτια, χρόνια πολλά πριν, ανέβηκε με ένα νυφικό άσπρο όλο φτιαγμένο από τα χρυσοδάχτυλα της θείας της, της κεντήστρας, με δάκρυα χαράς στα μάτια που πήγαινε να παντρευτεί αυτόν που αγάπησε πολύ.
Στα ίδια σκαλοπάτια, χρόνια πολλά πριν, φόρεσε τα μαύρα ρούχα και στάθηκε δίπλα στον άνδρα της καθώς τον μοιρολογούσε, την άφησε μοναχή να θρέψει τα παιδιά τους, ήταν βλέπετε η αρρώστια κακιά και ο χειμώνας δεν έλεγε να φύγει από τα πνευμόνια του.
Στα ίδια σκαλοπάτια, από όταν θυμόταν τον εαυτό της παιδί, κορίτσι αμάθητο με μακρυά κοτσίδα τα πυκνά μαλλιά της, ανέβαινε και κατέβαινε, σαν να ήτανε θαρρείς η ζωή της τούτα τα σκαλιά, κάθε μέρα και από ένα, πότε με χαρά πότε με λύπη, πότε με ήλιο στην καρδιά και πότε με βροχή στην ματιά.
Όσο και να γέρασε, όσο και να γεράσει, όσο θα την κρατούν τα πόδια της τούτη την σκάλα θα την περπατά. Έως ότου άλλο δεν θα μπορεί. Και μετά, θα κάθεται στο πρώτο σκαλί και θα αναπολεί. Μέχρι να μην έχει δύναμη πια....
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου