Τ’ αστέρια απ’ τον ουράνιο θόλο
αντιφεγγίζουνε στον μόλο,
και το νερό απ’ την αύρα τρέμει…
Παράκτια οδός Γολέμη.
αντιφεγγίζουνε στον μόλο,
και το νερό απ’ την αύρα τρέμει…
Παράκτια οδός Γολέμη.
Νύχτα ζεστή του Ιουλίου.
Κοιτώ την πλώρη κάποιου πλοίου
που έχει τ’ όνομα «Ελπίδα»
στην ξεβαμμένη του σανίδα.
Κοιτώ την πλώρη κάποιου πλοίου
που έχει τ’ όνομα «Ελπίδα»
στην ξεβαμμένη του σανίδα.
Απελπισμένος προχωράω
χωρίς να ξέρω καν πού πάω.
Σ’ ένα παγκάκι ένα ζευγάρι
φιλιέται κάτω απ’ το φεγγάρι.
χωρίς να ξέρω καν πού πάω.
Σ’ ένα παγκάκι ένα ζευγάρι
φιλιέται κάτω απ’ το φεγγάρι.
Πάνω ψηλά σ’ ένα μπαλκόνι
κάποιος με κάποιανε μαλώνει.
Και στην «Ταβέρνα ο Kαραμπούλιας»
γλεντούν τα εφτά παιδιά της Πούλιας.
κάποιος με κάποιανε μαλώνει.
Και στην «Ταβέρνα ο Kαραμπούλιας»
γλεντούν τα εφτά παιδιά της Πούλιας.
Μία παρέα τραγουδάει,
ένας μεθύστακας ξερνάει
και πεινασμένα δυο γατάκια
τρων εμετούς απ’ τα πλακάκια.
ένας μεθύστακας ξερνάει
και πεινασμένα δυο γατάκια
τρων εμετούς απ’ τα πλακάκια.
Σημαίνει ο Αϊ Μηνάς την ώρα…
Παίρνω τον δρόμο πίσω τώρα.
Μπροστά μου η Χώρα κοιμισμένη,
ψυχρούλα γύρω μου απλωμένη,
Παίρνω τον δρόμο πίσω τώρα.
Μπροστά μου η Χώρα κοιμισμένη,
ψυχρούλα γύρω μου απλωμένη,
ο Καραμπούλιας μανταλώνει,
ούτε τριζόνι στο μπαλκόνι,
άδειο αντικρίζω το παγκάκι,
σαλπάρισε το καραβάκι,
ούτε τριζόνι στο μπαλκόνι,
άδειο αντικρίζω το παγκάκι,
σαλπάρισε το καραβάκι,
τ’ αστέρια σβήσανε στον θόλο,
γαλάκτωσε η αυγή τον μόλο
και στο νερό μια αχτίδα τρέμει…
Χαράζει στην οδό Γολέμη.
γαλάκτωσε η αυγή τον μόλο
και στο νερό μια αχτίδα τρέμει…
Χαράζει στην οδό Γολέμη.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ
«ΣΑΝ-ΤΑ ΜΑΥΡΑ ή Μούσα Λευκα(η)δία
Βιβλιοπωλείον Τσιρίμπαση, 2010
«ΣΑΝ-ΤΑ ΜΑΥΡΑ ή Μούσα Λευκα(η)δία
Βιβλιοπωλείον Τσιρίμπαση, 2010
Categories: ΠΟΙΗΣΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου