Εποχή
του τρύγου και η μνήμη πάει σ’εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, τότε που ίσχυε
για τα χωριά της Λευκάδος το ''θέρος-τρύγος-πόλεμος'', το οποίο
μεταφράζονταν σε πάνδημη συμμετοχή στα αμπέλια, ο ένας να αϊτέρνει τον άλλο, τα
κοφίνια με τα σταφύλια γεμάτα να τα μεταφέρουν τα άλογα, οι κάδες και οι
πατήρες να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, τα τεράστια βαένια να τα πλένουν οι
παππούδες με την θρούμπα και το ζεστό νερό, οι μουστόπιττες και το πεκιμέζι να
βράζουν και τα μικρά παιδιά να περιμένουμε με λαχτάρα το πιάτο με την
κατακκόκινη απ’το μοναδικό βαρτζαμί μουστόπιττα.
Εποχές αλλοτινές, που οδηγούν
κατ’ευθείαν στην ''Κοινωνία των
Ανθρώπων'', έτσι όπως την βιώσαμε στην παλιά Λευκάδα, πρίν η μονομέρια
και ο διαρκής αναταγωνισμός, για την κατανάλωση, αλώσει τις ζωές μας και
ορθώσει τα τείχη της τεχνητής απομόνωσης ακόμη και μέσα στις ίδιες τις
οικογένειες!
Μα
συγχρόνως και εποχή τίμιων και αιματηρών Αγώνων για την επιβίωση, για την απόκτηση
του γλίσχρου εισοδήματος απ’τα σταφύλια, προκειμένου να ντύσουν και να ποδέσουν
την οικογένεια, να αγοράσουν τα βιβλία, τα τετράδια και τις λάπες των παιδιών,
να κάνουν τις προμήθειες για τον χειμώνα, που ήταν αγορά κυρίως οσπρίων. Τότε,
εκείνα τα χρόνια, το ΤΑΟΛ Λευκάδος, αυτός ο Συνεταιρισμός των Αμπελουργών που
εμπνεύσθηκε και δημιούργησε, το 1915, ο μοναδικός και απαράμιλλος Πέτρος
Φίλιππας-Πανάγος, είχε πράγματι ρόλο πρωταγωνιστή την εποχή του τρύγου. Μπροστάρης το ΤΑΟΛ και καθοδηγητής όριζε τιμή
στα σταφύλια, για να ακολουθήσουν μετά οι διάφοροι έμποροι, όπως η ΒΕΣΟ απ’την
Πάτρα, έμποροι απ΄την Ιταλία, την Κέρκυρα, τα Γιάννενα, το Αγρίνιο, οι οποίοι,
προκειμένου να αγοράσουν σταφύλια, αναγκάζονταν να δώσουν παραπάνω τιμή απ’την
τιμή εκκίνησης του ΤΑΟΛ, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ο ανταγωνισμός και οι
χωρικοί της Λευκάδος να καρπώνονται την δημιουργούμενη υπεραξία.
Ομως
υπήρξαν και χρονιές δύσκολες, χρονιά όπως αυτή η σημαδιακή του 1935, όπου οι
χωρικοί της Λευκάδος βρέθηκαν μπροστά σε
μια τραγική κατάσταση, σε ότι αφορούσε τα σταφύλια, τα οποία τελικά
μετατράπηκαν σε…ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ, αφού
αναγκάσθηκαν να στασιάσουν και να οδηγηθούν σε πάνδημο Συλλαλητήριο,
προκειμένου να στέρξει η επίσημη
Πολιτεία να δώσει σημασία και βάρος στα δικαιολογημένα αιτήματά τους. Και τούτη η εξέγερση, τέταρτη κατά
χρονολογική σειρά, μετά την Επανάσταση της Βουκέντρας το 1357, την Εξέγερση
κατά των Ενετών το 1746 και την Εξέγερση κατά των Άγλλων το 1819, των Λευκαδίων χωρικών, κυοφορήθηκε, οργανώθηκε και
μετετράπη σε παναγροτικό συλλαλητήριο, στους Σφακιώτες. Τώρα οι χωρικοί δεν
έχουν να αντιμετωπίσουν την ξενοκρατία των Φράγκων και των Άγγλων. Έχουν να
αντιμετωπίσουν την αβελτηρία και την αδιαφορία του επίσημου κράτους, το οποίο αγνοεί παντελώς τα βιοποριστικά τους
προβλήματα.
Είμαστε ακριβώς στην εποχή του τρύγου.
Η τιμή
των σταφυλιών εξευτελιστική. Δεν καλύπτει ούτε το κόστος παραγωγής, πόσο μάλλον
κάποιο ελάχιστο εισόδημα για τους αγρότες, για να θρέψουν την φαμίλια τους. Το
ΤΑΟΛ, δεν μπορούσε να βρει εναλλακτική λύση. Οι έμποροι, απ’ την πλευρά τους,
καραδοκούσαν και οδηγούσαν, με την δήθεν αδιαφορία τους, την τιμή των
σταφυλιών, πολύ χαμηλά. Η απόγνωση του ξωμάχου, μόνο το κανάλι του συλλαλητηρίου
βρήκε πρόσφορο να διαμαρτυρηθεί. Άλλωστε πιο άλλο μέσο πίεσης να
χρησιμοποιούσαν;
Ο Σφακισάνος Ανδρέας Λάζαρης (Καρούσος), ο
οποίος το 2013 βραβεύθηκε απ’ την Ακαδημία Αθηνών για το πλούσιο πνευματικό του
έργο, αλλά και ιδρυτής του καταπληκτικού
λαογραφικού μουσείου των Σφακιωτών, άνθρωπος ανήσυχος και φιλότεχνος, γύρισε τα
χωριά και βρήκε, εν ζωή, άτομα τα οποία του περιέγραψαν, με τον δικό τους
απλοϊκό και αφτιασίδωτο τρόπο, τα γεγονότα του 1935. Όλες αυτές τις μαρτυρίες,
ο Ανδρέας Λάζαρης, του οποίου, σημειωτέον, ο δολοφονηθείς στα γεγονότα, που επηκολούθησαν, ο Θεοδόσης Λιβιτσάνος, ήταν
πεθερός του, τις κατέγραψε, το 2010, σε ένα θαυμάσιο βιβλίο – μνήμη με τον
τίτλο : «Ο Ξεσηκωμός των αμπελουργών
της Λευκάδος του 1935».
Ας δούμε πως περιγράφει αυτόν τον
ξεσηκωμό, τώρα μάλιστα που βρισκόμαστε στην εποχή του τρύγου.
ΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ
«… Ο ξεσηκωμός των αμπελουργών της Λευκάδος
ξεκίνησε την τελευταία νύχτα του Σεπτέμβρη με αιτία τα αδιάθετα σταφύλια. Την
πρώτη του Οκτώβρη το 1935 κατέβηκαν στη Χώρα για να διαμαρτυρηθούν και τις δύο
Οκτώβρη έγινε μακελειό από στρατό που έφεραν από την Πρέβεζα και τα Γιάννενα,
σκοτώνοντας αθώους μέχρι να αποφασίσει η κυβέρνηση να αγοράσει τα σταφύλια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τους Λευκαδίτες κληρωτούς τους έβαλαν υπό περιορισμό
στο κέντρο που εκπαιδευόντουσαν στην Πρέβεζα.
Ψάχνοντας να βρω την αιτία της
ψυχρής δολοφονίας του πεθερού μου Θεοδοσίου Λιβιτσάνου και ξέροντας πως ήταν
ένας από τους λίγους φυλακισθέντες γεωργούς, άρα και από τους πρωτεργάτες του
ξεσηκωμού των αμπελουργών της Λευκάδας το 1935, δεν μπόρεσα να βρω τίποτε
γραφτό. Τα χειρόγραφα απομνημονεύματα
του παπά – Στάθη, που βρίσκονται στην Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη, σταματούν ένα
βήμα πίσω από το συλλαλητήριο, στην κακοδιαχείριση του ΤΑΟΛ ή μάλλον στην
ανικανότητα να πουλήσουν το κρασί και ας ήταν οι δεξαμενές γεμάτες κεροπάτι.
Για τον λόγο αυτό αποφάσισα να γράψω αυτά που εγώ άκουσα από τους γεροντότερους
(μεγάλα παιδιά εκείνη την εποχή) που συμμετείχαν στα γεγονότα, για να μην
χαθούν και αυτές οι μαρτυρίες όπως και τόσες άλλες.
Εκείνη τη χρονιά, τα τότε Ηνωμένα
Έθνη επέβαλαν εμπάργκο κατά της Ιταλίας, που ήταν από τους μεγάλους καταναλωτές
Λευκαδίτικου κρασιού, γιατί είχε καταλάβει την Αβησσυνία. Η διοίκηση του ΤΑΟΛ δεν μπόρεσε να βρει
εναλλακτική λύση. Τα αμπέλια ήταν, φορτωμένα σταφύλια, τα κοφίνια και οι
σταφυλοκράτες να μην χωρούν.
Η απόγνωση
και η φτώχεια συντροφιά, ήταν ότι έπρεπε για να τους ενώσει στον ξεσηκωμό. Μια
παρέα από τρία άτομα, έπαιζαν χαρτιά, στο καφενείο του Κτενά, εκεί στα πλατάνια
του Φρυά. Έχασαν τις δεκάρες τους και
βγήκαν έξω από το μαγαζί με άδειες τσέπες και πάνω στην κουβέντα που είχαν,
έπεσε το σύνθημα:
συλλαλητήριο.
Ήταν ο Πανταζής Ασπρογέρακας (Κοσπέτος), ο
Βασίλης Βαγενάς (Βέλιος), και ο Βασίλης Καρφάκης (Τέλης).
Φύγανε και τράβηξαν στα Λαζαράτα, ένα
χιλιόμετρο μακριά, στο καφενείο του Δημήτρη Χαλκιά (Καλαλίτσου), που ήταν οι
φίλοι τους και κοντοχωριανοί: ο Θεοδόσης
και Κώστας Λιβιτσάνος – Παπαγιάννης (πρωτοξάδελφα), ο Ξενοφώντας και Λεωνίδας
Γρηγόρης (αδέλφια), ο Θεόδωρος Πετούσης (Ράκιας), ο Πανταζής Κούρτης και άλλοι.
Τους βρήκαν καθισμένους στο καφενείο, στον ίσκιο της ιτιάς, να κουβεντιάζουν
και αυτοί αυτό που όλους έκαιγε: για τα σταφύλια και τι μπορούσαν να κάνουν για
να γιατρέψουν τη φτώχεια τους.
Απέναντι
τους είχαν το Αστυνομικό τμήμα, στο σπίτι του Σπυρατώνη Λάζαρη –
Μπατσούνου. Οι τρείς νεοφερμένοι και
άφραγκοι φίλοι τους έριξαν το σύνθημα: διαδήλωση, συλλαλητήριο στη Λευκάδα.
Αυτό ήταν όλο κι όλο, συμφώνησαν αμέσως, το καζάνι είχε παραβράσει. Την ίδια
ώρα μαζεύτηκαν κοντά τους και οι άλλοι θαμώνες του καφενείου. Ειδοποίησαν και
ήρθαν και άλλοι από τα άλλα καφενεία. Όλοι ήταν σύμφωνοι για το συλλαλητήριο.
Η καμπάνα των Λαζαράτων άρχισε να
χτυπά πότε πένθιμα και πότε χαρμόσυνα. Ήταν η πρώτη καμπάνα που χτύπησε για το
μεγάλο ξεσηκωμό που εκείνη τη νύχτα έγινε.
Η παρέα όλο και μεγάλωνε και πολλοί από αυτούς έφυγαν για την Εγκλουβή.
Από κάθε χωριό που περνούσαν ακολούθαγαν και άλλοι, και από την Καρυά πιο
πολλοί μια και είναι το κεφαλοχώρι του νησιού. Στην Εγκλουβή που φτάσανε, όλοι μαζί πήραν τις
τελικές αποφάσεις, και οι Εγκλουβισάνοι ανέλαβαν να ειδοποιήσουν και να
ξεσηκώσουν τα πίσω χωριά. Οι επισκέπτες όλα τα μπροστινά χωριά που ήδη το είχαν
μάθει. Οι απεσταλμένοι καβάλα στα άλογα, έτρεχαν από χωριό σε χωριό χτυπούσαν
τις καμπάνες πότε πένθιμα και πότε χαρμόσυνα και έλεγαν το απλό σύνθημα: «όλοι
στη Χώρα, συνάντηση στον κάμπο, στη διασταύρωση, αύριο το κολατσιό».
Όλοι οι γεωργοί ήταν παρόντες και ο
παπά – Στάθης μπροστά με το μαύρο λάβαρο του.
Δεν ξέρω ποιος είπε να χτυπούν οι καμπάνες και σε τι ήχο, πάντως αυτός
ήταν και ο «ραδιοφωνικός» του σταθμός, η διαφορά είναι πως τρέχεις στις ρούγες
του χωριού και εκεί μαθαίνεις όλα τα νέα και συμμετέχεις με τη δικιά σου γνώμη.
Έτσι κι αυτή τη νύχτα οι καμπάνες έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Στην Εγκλουβή ο
Αστυνόμος του τμήματος Νικολούζος φώναξε: «διαλυθείτε, θα σας πάω κρατητήριο».
Ένας εγκλουβισάνος, ο Γιωργαλάς, τον έπιασε από το γιακά, «έλα πάμε» του είπε.
Ήταν τόσος ο κόσμος και όλοι φουρτουνιασμένοι και έτοιμοι για όλα.
Έτσι ο νωματάρχης έφυγε μονός για τον
Σταθμό. Τα χαράματα ξεκίνησαν για την
Καρυά. Εκεί έμειναν έως ότου ξημερώσει καλά στην πλατεία και στο καφενείο του
Γάρη, που το άνοιξε για την περίσταση. Από εκεί ξεκίνησαν για τις Μπαράκες, ενώ
οι καμπάνες χτυπούσαν συνέχεια, με μπροστάρη τον παπά – Στάθη και λάβαρο τη
μαύρη σημαία. Εκεί στο ίδιο καφενείο του
Καλαλίτσου, στο πέτρινο τραπέζι που υπήρχε για πολλά χρόνια, ανέβηκε ο Θεόδωρος
Πετούσης (Ράκιας) και έβγαλε τέτοιο φλογερό λόγο (ακόμα θυμούνται πολλές από
τις λέξεις-φράσεις που είχε πει) που κατάφερε να ξεσηκώσει ακόμα και τους
ανήμπορους γέρους για να ακολουθήσουν. Έτσι άρχιζε να ξεκινά η πορεία για τον
τελικό σκοπό, την πόλη. Κοντά στο σπίτι
της κυρά Φρόσως της Γιωργάκαινας έφτασε ο διοικητής Χωροφυλακής Λευκάδος με
σκοπό να τους συναντήσει και να τους πείσει να διαλυθούν. Δεν τα κατάφερε
βέβαια, αλλά και δεν το άφησε να φύγει ο Θεοδόσης Λιβιτσάνος (Παπαγιάννης), που
ανέλαβε από μόνος του για την πορεία, αφού όλα έγιναν σε μία νύχτα, και βέβαια
δεν πρόκαναν να οργανωθούν. Έτσι τον έβαλε να ακολουθεί πίσω από τους
μπροστάρηδες και πρωτοπόρους, με τα μαύρα λάβαρα τους, φοβούμενος μήπως
πηγαίνοντας γρήγορα, έφερε δύναμη και τους κλείσει το δρόμο. Στο κάμπο έμεινε
τελευταίος, και έτσι κατάφερε να κόψει προς την Απόλπαινα και να φτάσει στη
Χώρα πρώτος.
Οι Σπανοχωρίτες είχαν στήσει μπλόκο
στο Σταυρό (στο Κόνισμα) και δεν άφηναν κανένα να περάσει με σταφύλια προς τη
Χώρα. Σε συμπλοκή που έγινε με τους αστυνομικούς των Σφακιωτών, οι αστυνομικοί
έφυγαν ντροπιασμένοι, αφού πρώτα έχασαν τις επωμίδες τους και τα καπέλα τους.
Οι Αλεξανδρίτες είδαν ένα χωριανό τους να είναι ανεβασμένος στην πατήρα να πατά
τα σταφύλια του και τη γκρέμισαν, και αυτός ακολούθησε μαζί τους. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που οι πρώτοι ήταν
στον Αϊ Μηνά και οι τελευταίοι στη διασταύρωση.
Όλος αυτός ο ξεσηκωμός έγινε σε λίγες ώρες. Το έμαθαν από στόμα σε
στόμα. Τι ώρα να ξεκίνησαν από τα πίσω χωριά,
από τη στιγμή που το έμαθαν αφού γίνονταν χαλασμός από τις καμπάνες του
κάθε χωριού. Οι Μπρανέλοι, σε
συμπαράσταση έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Δυστυχώς σε μια μικρή πόλη χωρίς υποδομή
να δεχτεί τόσο ξεσηκωμένο πληθυσμό που αγωνιούσε νηστικός, άυπνος, και με κάθε
είδους σωματικές ανάγκες, όλα μπορούσαν να συμβούν όπως κι έγιναν, με αντίπαλο
ένα οργανωμένο κράτος. Το τι συνέβηκε αναφέρεται και στα πρακτικά του Ε’
συμποσίου της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών με την μαρτυρία του Π.Γ. Ροντογιάννη
.
Ο παπα – Στάθης συλλογισμένος για το
αίμα που χύθηκε χωρίς να είναι στις προθέσεις τους και τι θα μπορούσαν να
κάνουν που δεν έκαναν εκείνοι την τελευταία νύχτα του Σεπτέμβρη και την πρώτη
του Οκτώβρη, δεν πρόβλεψαν πως την άλλη μέρα θα κατακλυστεί από αγανακτισμένους
γεωργούς τόσες χιλιάδες κόσμος άγνωστος μεταξύ τους από όλα τα χωριά, σταμάτησε
τα απομνημονεύματά του ένα βήμα πίσω για να μπορέσουν κάποτε αυτοί που ξέρουν
και πρέπει να βρουν την αλήθεια. Ο Αστυνόμος από εκείνη τη θέση που τον έβαλε ο
Θεοδόσης Λιβιτσάνος να ακολουθεί την πορεία κατάγραψε και φωτογράφησε τους μπροστάρηδες
και έτσι εύκολα κλείστηκαν φυλακή.
Υ.Γ. 1. Τα σταφύλια τότε συγκέντρωνε
και αγόραζε η εταιρεία ΒΟΤΡΥΣ που είχε τις εγκαταστάσεις και τις αγόρασε το
ΤΑΟΛ μετέπειτα.
2. Ο παπα – Στάθης, αν και
πρωτοπόρος, ίσως να γύρισε το βράδυ στα χωριά για βοήθεια και για να ξεσηκώσει
τους προύχοντες, κομματαρχέους και παπάδες των χωριών και πήγε ξανά μαζί τους
στη Χώρα την άλλη μέρα. Δυστυχώς όμως φτάσανε μετά τα αιματηρά γεγονότα. Οι
αφηγητές δεν είχαν την ίδια γνώμη αν ήταν ο παπα – Στάθης μπροστάρης την πρώτη
μέρα ή τη δεύτερη. Έτσι ή αλλιώς όλοι τον έλεγαν μπροστάρη, ίσως να ήταν και
την πρώτη και τη δεύτερη μέρα μπροστάρης.
3. Τις πρωινές ώρες
που είχαν μαζευτεί όλοι οι αμπελουργοί με μαύρες σημαίες και έτοιμοι για τον
μεγάλο ξεσηκωμό έβγαλαν λόγους. Αυτά
γίνονταν μέσα σε πανζουρλισμό από φωνές του αγανακτισμένου κόσμου που είχε
ξεσηκωθεί σε μια νύχτα. Ο παπα – Στάθης
είναι ένας από τους τρεις – τέσσερις που εκείνο το πρωινό έβγαλαν λόγο. Μίλησε
στο χωριό του την Καρυά και στη Χώρα. Ο
Θεόδωρος Πετούσης μίλησε σίγουρα στην Παράγκα στο καφενείο του Δημήτρη Χαλκιά,
και μάλλον και στο Φρυά στο ίδιο καφενείο που πρωτοξεκίνησαν την κουβέντα από
βραδύς οι τρεις φίλοι. Ένας Λιβιτσάνος (Παπαγιάννης) μίλησε μάλλον
στο Φρυά και στη Χώρα…»
«ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ. ΘΕΛΟΥΜΕ ΨΩΜΙ»
Την εξέγερση των αμπελουργών της Λευκάδος, αναβίωσε με
ρεπορτάζ ανθρώπων συμμετασχόντων σ’ αυτή, η εφημερίδα Ριζοσπάστης την Κυριακή
29 Σεπτεμβρίου 1985, με τον ανωτέρω τίτλο.
«… Μία ηρωική σελίδα από τον αγώνα των
αμπελουργών. Ο στρατός ανοίγει πυρ και βάφει με αίμα τους δρόμους για να
προστατέψει τη ληστρική πολιτική της κυβέρνηση και των εμπόρων. Πριν 50 ακριβώς χρόνια οι σταφυλοπαραγωγοί
στα σπουδαιότερα τότε αγροτικά κέντρα της χώρας έγραψαν μια ηρωική σελίδα στην
ιστορία των λαϊκών αγώνων. Με μαύρες σημαίες και κωδωνουκρουσίες
συγκεντρώνονται και διαμαρτύρονται δυναμικά για τη ληστρική πολιτική της
κυβέρνησης και των εμπόρων. Έτσι για παράδειγμα στην Πύλο συγκεντρώνονται
10.000 αγρότες (άντρες, γυναίκες, παιδιά). Στην κεντρική πλατεία της πόλης,
όπου γίνεται το συλλαλητήριο ο στρατός ανοίγει πυρ. Σκοτώνοντας δύο
σταφιδοπαραγωγοί και τραυματίζονται αρκετοί. Παρόμοια γεγονότα έγιναν και σε
πολλές άλλες περιοχές.
Στη δράση των παραγωγών Λευκάδος την
περίοδο εκείνη αναφέρεται το ρεπορτάζ που ακολουθεί και ρίχνει φως στα άγνωστα
για πολλούς γεγονότα που έγιναν τότε εκεί. Μέρες του 1935. Μέρες γιομάτες
απεργιακές κινητοποιήσεις της εργατιάς. Μέρες γιομάτες συλλαλητήρια της
αγροτιάς. Μέρες σημαδιακές. Στον ορίζοντα ο φασισμός κι η απειλή του πολέμου.
Οι κοινωνικοί αγώνες δυναμώνουν σ’ όλη τη χώρα. Λευκάδα τέλη του Σεπτέμβρη. Ο
Κώστας Λιβιτσάνος μας διηγείται:
«Περασμένη η εποχή του τρύγου και τ’ αμπέλια άτρυγα. Τα σταφύλια
κρέμονται σχεδόν σταφιδιασμένα. Υπερπαραγωγή κείνη τη χρονιά. Ωστόσο οι
σταφυλέμποροι και οι κρασέμποροι του νησιού που οινοποιούσαν το «βαρτζαμί»
(σ.σ. ποικιλία σταφυλιού του νησιού), για να φτιάξουν το ξακουστό κρασί του
μπάρκου δεν τ’ αγοράζανε για να ρίξουνε κι άλλο τις τιμές. Οι αμπελουργοί είναι
ανάστατοι. Στα κρασοχώρια του νησιού οι λαϊκοί αγωνιστές ξεσηκώνουνε τον κόσμο.
«Περιμέναμε τον τρύγο για να πιάσουμε καμιά δεκάρα στο χέρι. Κι ο τρύγος πέρασε
και τα σταφύλια είναι αζήτητα. Με τις εξευτελιστικές τιμές των εμπόρων δεν
ξεχρεώνουμε ούτε το χαλκό ούτε το θειάφι». Και το σύνθημα έπεσε: Όλοι στο
συλλαλητήριο.
Είχε προηγηθεί πλατιά ζύμωση ανάμεσα
στους αμπελουργούς. Άλλωστε τα προβλήματα ήτανε οξυμένα και παράλληλα η
κυβέρνηση κι οι αρμόδιες αρχές κώφευαν στα διαβήματα των αμπελουργών. Στις 30
του Σεπτέμβρη χτύπησαν οι καμπάνες στα κρασοχώρια του νησιού. Το σύνθημα «Όλοι
στο συλλαλητήριο» έπιασε τόπο. Και τι συλλαλητήριο! Ένας ολόκληρος λαός, άντρες
και γυναικόπαιδα, κατέβαιναν στη Λευκάδα. Σύνθημα ένα μοναδικό «Ψωμί
θέλουμε». Ένα συλλαλητήριο ένοπλο.
Αμπελουργοί με γκράδες, μαουζέρια, δίκαννα, περίστροφα, μαχαίρια και μαύρες
παντιέρες δίνανε ζωντάνια και μαχητικότητα στον ξεσηκωμό.
Ο Λεωνίδας Φίλιππας ήταν τότε λοχίας
στο στρατό. Έτυχε την πρώτη μέρα του συλλαλητηρίου να είναι και η πρώτη μέρα
της άδειάς του. Ακόμη ήτανε με τα στρατιωτικά όταν πάτησε στο νησί. Γιός
αμπελουργών, μίλησε το αίμα, συμμετείχε ενεργά στο συλλαλητήριο.
Θυμάται: «Το συλλαλητήριο ήτανε πάνδημο. Χιλιάδες οι
αμπελουργοί. Αλλά και οι μαγαζάτορες της Λευκάδας κλείσανε τα μαγαζιά τους για συμπαράσταση.
Όπως ήμουνα με τα στρατιωτικά, μπήκα στο συλλαλητήριο και βοήθησα όσο μπορούσα.
Καταλάβαμε το τηλεγραφείο. Αφοπλίσαμε τους χωροφύλακες. Το συλλαλητήριο αν και
ένοπλο ήτανε ειρηνικό».
Ο Τριαντάφυλλος Κατωπόδης από την
Καρυά της Λευκάδος συμμετείχε επίσης ενεργά στο συλλαλητήριο. Μας λέει: «Έγινε χαλασμός. Ήτανε σταφυλοχρονιά και
η σοδειά δεν κύλαγε. Οι τιμές
εξευτελιστικές, καληώρα σαν σήμερα. Εννιά δεκάρες το κόστος τότες 3,5 δεκάρες
δίνανε οι κρασέμποροι ποντάροντας στην φτώχεια και την αδεκαρία των
αμπελουργών. Τη δεύτερη μέρα του συλλαλητηρίου έφτασε στη Λευκάδα μια διλοχία
από την Πρέβεζα με διοικητή το Λευκαδίτη συνταγματάρχη Λαυράνο. Τάχα δήθεν με
«καλές διαθέσεις» να διαπραγματευτεί τους συντοπίτες του. Όμως βάρεσε στο ψαχνό.
Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα. Ο Νιόνιος Καρφάκης από την Καρυά Λευκάδος,
μέλος του Κ.Κ.Ε. κι ο επίσης Καρσάνος μαθητής Γιώργος Ρεκατσίνας πέσανε νεκροί
από τα βόλια του πολυβόλου του αποσπάσματος του Λαυράνου. Λίγο αργότερα πέθανε
από κακοφόρμιση του τραύματος του στο πόδι ένας συμπαθητικός Λευκαδίτης τύπος ο
Αλέκος γνωστός με το προσωνύμι «Γάλη – Γάλης». Άγνωστος παραμένει ο αριθμός των
τραυματιών…»