Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ 1819 ΤΩΝ ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ


Γράφει  ο Θοδωρής  Γεωργάκης

          Οκτώβρης  1819. Σχεδόν διακόσια χρόνια έχουν περάσει από τότε, που οι χωρικοί της Λευκάδος ξεσηκώθηκαν κατά των Άγγλων κατακτητών, με αφορμή την βαρειά φορολογία, που τους επέβαλαν , προκειμένου να συγκεντρώσσουν χρήματα, για να διανοίξουν τον δίαυλο της Λευκάδος. Βέβαια, το έκτατον της φορολογίας ήταν απλά η αφορμή για το ξεσηκωμό.  Η πίστη για εκδίωξη των Άγγλων κατακτητών, ήταν η φλόγα που σιγόκαιε στις καρδιές των Λευκαδίων χωρικών, αφού και πάλι  δεν όριζαν τίποτα δικό τους, όπως ακριβώς με τους Φράγκους κατακτητές, τους Τούρκους, τους Ενετούς, τους Γάλλους και τους Ρωσότουρκους, έτσι κατά χρονολογική σειρά, όπως έχουν περάσει απ’αυτό το νησί.  Αυτή η εξέγερση  θα μπορούσε να αποτελεί τμήμα της Εληνικής Ιστορίας και να μνημονεύεται όπως το αντίστοιχο  <<Ρεμπελιό των Ποπολάρων>>. Δυστυχώς, όμως,   ούτε στην ίδια την πατρίδα μας, την Λευκάδα, δεν αναδεικνύεται και δεν τιμάται όσο πρέπει, την στιγμή, μάλιστα, που άλλες περιοχές, δεν χάνουν ευκαιρία, ώστε ακόμη και μικρά τοπικά θεματίδια να τα αναγάγουν σε εκδηλώσεις Πανελληνίου ενδιαφέροντος.
 Ούτε ένα  πολιτικό μνημόσυνο προς τιμήν των πεσόντων απ΄την τοπική πολιτεία, ούτε ακόμη η ίδια η εκκλησία της Λευκάδος δεν τιμά την μνήμη των τριών μαρτυρικών ιερέων, Στραβοσκιάδη, Κολυβά και Πάλμου, τους οποίους απαγχόνισαν οι Άγγλοι και τους τοποθέτησαν σε σιδερένια κλουβιά, σε κοινή θέα και προς παραδειγματισμό, υποτίθεται, των υπολοίπων Λευκαδίων.
       Και αυτή η εξέγερση είχε ορμητήριο και πρωτεργάτες τους απίθανους Σφακισάνους, όπως έπραξαν το 1357 κατά των Ανδηγαυών του Γρατιανού και το 1746 κατά των Ενετών φοροεισπρακτόρων, οι οποίοι Σφακισάνοι συμπαρέσυραν όλα τα χωριά της Λευκάδος, μετά τα γεγονότα στην Επισκοπή του Σπανοχωρίου.
          «Προσκαλούμεν υμάς, εις το ένδοξο έργον της από των χειρών του κοινού εχθρού απαλλαγής της πατρίδας σας. Ημείς δεν ερχόμεθα ως επιδρομείς ή ως άπληστοι κατακτηταί, αλλ’ ως σύμμαχοι επιθυμούντες ν’ αποδιώξωμεν τους τυράννους, ν’ αποκαταστήσωμεν ανεξάρτητον κυβέρνησιν και να εξασφαλίσωμεν εις υμάς την ελευθέραν ενάσκησιν των θρησκευτικών, των πολιτικών και των εμπορικών δικαιωμάτων σας. Παραλάβετε, όθεν, τα υφ’ ημών προσφερόμενα οφέλη προς όσας ζημίας έχετε υποστή κατά το διάστημα της τελευταίας δεκαετίας, ότε από του ζυγού των Ρώσων μεταπεσόντες εις εκείνον των Γάλλων, εστερήθητε, ως Έθνος μεν της ανεξαρτησίας σας, ως άτομα δε τας ελευθερίας σας».
            Αυτή είναι η προκήρυξη του Άγγλου στρατηγού Σερ Τζον Οσβαλντ, την 1η Οκτωβρίου 1809, προς τους Επτανησίους, προκειμένου να καταλάβει αναίμακτα τα επτά νησιά,  (Κων/νου Μαχαιρά: Η Λευκάδα επί Αγγλοκρατίας. Σελίδα 10). Δέκα χρόνια ακριβώς, μετά απ’ αυτή την γέμουσα «δημοκρατίας και μεγαλοψυχίας» προκήρυξη, οι στυγνοί κατακτητές Άγγλοι, αφού κατέπνιξαν στο αίμα, στην θέση Μπόζα, την εξέγερση των εξαθλιωμένων χωρικών, απαγχόνισαν τους αρχηγούς των, τους άλειψαν με πίσα και τους κρέμασαν σε σιδερένια κλουβιά, σε κοινή θέα, προς παραδειγματισμόν των υπολοίπων. Να σημειώσουμε εδώ, πως οι άγγλοι κατακτητές, παρόμοιο σιδερένιο κλουβί, κατά την αναφορά του Αλέξανδρου  Σάντα, είχαν και στα Λαζαράτα , μπροστά στο τότε μαγαζί του  Μαμάκια, προφανώς για εκφοβισμό των  ατίθασων  Σφακισάνων.
            Τα γεγονότα της εξέγερσης των Σφακιωτών και των Λευκαδίων χωρικών, το 1819, έχουν, ως εξής:
            «… Η αφορμή για την εξέγερση ήταν η πρόσθετη φορολογία,  που επέβαλε η κυβέρνηση του Ιονίου Κράτους, τον Ιούνιο του 1819,  στους αγρότες και αστούς της Λευκάδας, για να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούσαν για την κατασκευή, μέσα στην λιμνοθάλασσα, μιας διώρυγας, απ’ την οποία να διέρχονται τα πλοία, που κινούνταν από νότο προς την πόλη της Λευκάδας ή από την πόλη της Λευκάδας προς το νότο και να μην είναι αναγκασμένα  να κάνουν το γύρο του νησιού από  δυτικά, στο ανοιχτό Ιόνιο. Η διώρυγα θα ξεκινούσε νότια, απ’ την θέση Παλιοχαλιάς της ακαρνανικής ακτής και θα κατέληγε βόρεια, πίσω από το κάστρο της Αγίας Μαύρας, θα βρισκόταν δηλαδή ανατολικότερα της σημερινής διώρυγας.
            Τα έργα της κατασκευής είχαν αρχίσει από το 1818.
            Το πρόσθετο ποσό, που έπρεπε να καταβάλει η Λευκάδα στο δημόσιο ταμείο, ήταν συνολικά 4.000 τάληρα ετησίως και θα εισπράττονταν ως εξής:
·         1 τάληρο για κάθε βαρέλα  κρασιού
·         1/8 του ταλήρου για κάθε βαρέλα κρασιού συγκομιδής 1819, που έπρεπε να πληρωθεί ως το Μάη του 1820
·         1/4 του ταλήρου για κάθε βαρέλα κρασιού, συγκομιδής 1818, που θα πουλιόταν στην πόλη.
·         1/4 του ταλήρου για κάθε κάδο δημητριακών και οσπρίων.
·         10 γαζέτες για κάθε κατσίκι ή αρνί και 30 για κάθε χοιρινό.
Η φορολογία των προϊόντων θα απέδιδε 1.000 τάληρα ετησίως. Τα υπόλοιπα 3.000 θα συμπληρωνόνταν από ετήσια εισφορά των ευκατάστατων της πόλης. Οι εισπράξεις θα αποδιδόνταν στην Κέρκυρα, ανά τρίμηνο. Οι Λευκάδιοι δεν αμφισβήτησαν τη σημασία του μεγάλου αυτού έργου, αλλά δικαίως θεώρησαν άδικο να πληρώσουν μόνοι αυτοί, για ένα έργο που ωφελούσε όλα τα νησιά του Ιονίου.
      H  πορεία των γεγονότων:
15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1819. Ο δημογέροντας Γεώργιος Νικόλαος Σταύρος, με εντολή του επάρχου Λευκάδας, αναβαίνει στους Σφακιώτες και καταλύει στη μονή της Επισκοπής, στο Σπανοχώρι. Σκοπός του, να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις των κατοίκων της περιοχής, ως προς την καταβολή του φόρου, για την διάνοιξη της διώρυγας. Κινδύνευσε, όμως και αυτός και οι άνθρωποι του, απ’ τους αγανακτισμένους χωρικούς και ζήτησε βοήθεια απ’ τον έπαρχο, που του έστειλε ομάδα ανδρών της χωροφυλακής, με επικεφαλής τον Αναστάσιο Μαρίνο.
16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1819. Μετά από μία ανήσυχη νύχτα, κατά την οποία ο Ν. Σταύρος και ο Α. Μαρίνος, με την φρουρά διανυκτερεύουν στην Επισκοπή, στα γύρω χωριά αντηχούν πυροβολισμοί και κωδονοκρουσίες. Συγκεντρώνονται στο Σπανοχώρι 300 χωρικοί οπλισμένοι. Οι προσπάθειες του πρωθιερέα Απόστολου Λάζαρη και του Αναστασίου Μαρίνου να τους ησυχάσουν, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Οι χωρικοί ζήτησαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του δημογέροντα, του Μαρίνου και της φρουράς. Φθάνει, όμως, σους Σφακιώτες ο τοποτηρητής της Λευκάδας, αντισυνταγματάρχης Στόβενς και καλεί τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν. Τους δηλώνει ότι η τοπική κυβέρνηση ήθελε να φανεί δίκαιη σε όλους και ήταν πρόθυμη να στείλει σχετική αναφορά στην Κέρκυρα. Οι εξεγερμένοι αρνούνται, υποστηρίζοντας ότι με την προσθήκη του νέου   φόρου δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Ο τοποτηρητής τους συνιστά να υποβάλλουν γραπτά  τα αιτήματα τους. Οι χωρικοί συντάσσουν αμέσως την αναφορά και την δίνουν στον Στόβενς. Όμως δεν διαλύονται.
17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1819. Ενισχυμένοι από άλλες ομάδες, προερχόμενες και απ’ τα άλλα χωριά, οι συγκεντρωμένοι καταλαμβάνουν πρωί – πρωί το ύψωμα «Καθάρια Ράχη», πάνω απ’ τη Μεγάλη Βρύση. Ο τοποτηρητής συντάσσεται με τους εξεγερμένους και αποδέχεται την πρόταση να μεταφέρουν την αναφορά τους στην Κέρκυρα δύο άρχοντες της πόλης, ο κόμης Ντ’ όριο και ο Θωμάς Βαφέας, οι οποίοι ανήκουν σ’ εκείνους που δεν συμφωνούσαν, με την φορολογία που επιβλήθηκε. Οι χωρικοί υπόσχονται στους δύο απεσταλμένους, ότι θα γυρίσουν στα χωριά τους. Η ανταρσία των χωρικών, πανικόβαλε τους δημογέροντες και τους άρχοντες της πόλης, γιατί φοβόνταν ότι, τα λαϊκά στρώματα της πόλης, θα ξεσηκωνόταν σε συνενόηση με τους «χωριάτες»,  ή και μόνοι τους. Δεν τους απέμενε, λοιπόν, παρά η αγγλική προστασία. Ο τοποτηρητής, για να αποκρούσει πιθανή επίθεση των χωρικών, από νότια και δυτικά, έστησε κανόνια και τοποθέτησε φρουρές στις εισόδους της πόλης.
19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1819. Φθάνει στην Λευκάδα η απάντηση του αρμοστή, στην οποία εξέφραζε τη διάθεση να εξετάσει με επιείκεια τα αιτήματα των χωρικών. Η ασαφής απάντηση, αντί να καθησυχάσει τους χωρικούς, τους έκανε πιο δύσπιστους και η στάση διαδόθηκε σε όλο το νησί.
20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1819. Οι χωρικοί καταλαμβάνουν και πάλι την «Καθάρια Ράχη», απ’ όπου είχαν αποχωρήσει, μετά την υπόσχεση που έδωσαν στους  Ντ’ Όριο και Βαφέα. Οι άρχοντες στην πόλη προσπαθούν να οργανώσουν φρουρά 200 ενόπλων, αλλά κανένας δεν ανταποκρίνεται στην πρόσκληση τους, γιατί φοβόταν τα αντίποινα των χωρικών στις εκτός πόλης περιουσίας τους. Και κάποιοι, που δέχτηκαν να οπιλιστούν, το έκαναν μόνο για να υπερασπίσουν, σε περίπτωση ανάγκης, το σπίτι τους.
21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ – ΜΕΣΗΜΕΡΙ. Απ’ την «Καθάρια Ράχη» οι εξεγερμένοι βλέπουν να έρχονται απ’ την Κέρκυρα δύο αγγλικές φρεγάτες και άλλα πλοία, που μεταφέρουν στρατιωτικές ενισχύσεις. Οι χωρικοί εξοργισμένοι απ’ την άφιξη των αγγλικών πλοίων, επιτίθενται στην πόλη, συγκρούονται με την αγγλική φρουρά, την απωθούν και μπαίνουν στην πόλη. Επικράτησε πανικός και πολλοί κάτοικοι της πόλης έτρεξαν προς το Κάστρο. Δεν σημειώθηκαν, όμως, καταστροφές, εκτός απ’ τον εμπρησμό του μαγαζιού του δημογέροντα Σταύρου, που δεν είχε όμως συνέχεια. Ο τοποτηρητής Στόβενς κηρύσσει τον στρατιωτικό νόμο. Παρά τις απειλές, οι χωρικοί δεν διαλύονται. Ο Στόβενς επιτίθεται εναντίον τους με τρία τμήματα. Ένα ξεκινά από το Καλλιγόνι προς τους Σφακιώτες, ένα από το Φρύνι και ένα κατευθύνεται εναντίον τους από το δημόσιο δρόμο των Σφακιωτών.
22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1819. Στη θέση «Μπόζα» έγινε μεγάλη σύγκρουση των αντιπάλων. Οι Άγγλοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αλλά η άμυνα των χωρικών δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Πιεζόμενοι απ’ τους Άγγλους υποχώρησαν στην θέση «Άσπρα Χαλίκια» του Κόντρου, ανάμεσα από Σφακιώτες και Εξάνθεια, στην ίδια περιοχή που τοποθετεί ο Βαλαωρίτης το καταφύγιο του ζευγολάτη Φωτεινού. Ο αναπληρωτής του αρμοστή, στρατηγός Άνταμ, με προκήρυξη του, αναγγέλει την κατάπνιξη της εξέγερσης, την σύλληψη των πρωταιτίων και την αποκατάσταση της τάξης, ενώ την 1η Οκτωβρίου, φθάνει ο ίδιος στην Λευκάδα.
6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1819. Ο Άνταμ επικηρύσσει τους πρωταίτιους της εξέγερσης και ορίζει φοβερές ποινές σε όσους τους βοηθούν να κρύβονται. Σε όλους τους άλλους, που έλαβαν μέρος στην εξέγερση, ο Άνταμ έδινε συγχώρεση, εκτός από εκείνους, που στο δικαστήριο θα αποδεικνύονταν, ότι ήταν υποκινητές της στάσης. Οι αρχές καλούν τους κατοίκους της πόλης να παραδώσουν τα όπλα και τα πυρομαχικά, που κατείχαν.
Ο Άνταμ συστήνει δικαστήριο, από δύο Άγγλους και δύο Λευκαδίτες άρχοντες, με εισαγγελέα τον Ιωάννη Ζαμπέλιο, για τον διακανονισμό των περιουσιών  που δημεύονταν.
14 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1819. Ο Άνταμ αναγγέλει την σύλληψη, την καταδίκη και τον απαγχονισμό τεσσάρων απ’ τους πρωταίτιους, που ήταν, ο Σπύρος Ασπρογέρακας, απ’ τους Σφακιώτες, ο παπά-Θεόκλητος Στραβοσκιάδης, απ’ την Απόλπαινα, ο παπά Φίλιππος Κολυβάς, απ’ τον Αλέξανδρο και ο παπά-Στάθης Πάλμος, απ’ τον Πόρο. Οι απαγχονισθέντες τέθηκαν σε κοινή θέα, μέσα σε σιδερένια κλουβιά, αφού πίσωσαν τα σώματα τους, προς παραδειγματισμό των άλλων. Οι περισσότεροι απ’ τους πρωτεργάτες της στάσης, πέρασαν στην απέναντι Ακαρνανία και γλύτωσαν την αγχόνη, όπου πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821. Οι αρχηγοί ήταν ο Αποστόλης Σταύρακας – Πανάδας, ο Νικολέττος Σταύρακας – Βελέτζας, απ’ την Καρυά, ο Φίλιππος Ζαβερδινός και Σπύρος Ασπρογέρακας απ’ τους Σφακιώτες. Τους τρείς απαθανάτισε ο δημοτικός στιχουργός.

 

ΠΗΓΕΣ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΕΞΕΓΕΡΣΗ  ΤΟΥ  1819

        Τρείς είναι οι βασικές πηγές απ’ τις οποίες αντλούμε τα στοιχεία και τις πληροφορίες για την εξέγερση του 1819. Ο  Πάνος Ροντογιάννης, ο Κωνσταντίνος Μαχαιράς και  ο Ζακύνθιος Παναγιώτης Χιώτης,  στο έργο του <<Ιστορία του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρι ενώσεως (1815 – 1864)>>.  Ο τελευταίος αντλεί στοιχεία από δύο πλευρές. Πρώτον,  απ’ τα έγγραφα,  που έστελνε η κυβέρνηση του Ιονίου Κράτους στον τοποτηρητή και στον έπαρχο της Ζακύνθου, τα οποία φυλάσσονται στο Αρχειοφυλακείο της Ζακύνθου και κατά  δεύτερον, ο Παναγιώτης Χιώτης, είχε πληροφορίες απ’ τον λόγιο σχολάρχη  Ιωάννη Σταματέλο.  Χρησιμοποιεί, ο Π. Χιώτης,   τον όρο «Σφακιά», ενοώντας τους Σφακιώτες, γι’ αυτό ακριβώς, κάποιοι κύκλοι, του καταλογίζουν ανακρίβεια, λόγω έλλειψης, λένε, βιωματικής αντίληψης των προσώπων και των γεγονότων στην Λευκάδα, την στιγμή, μάλιστα, που και οι ίδιοι αγνοούν που βρίσκονται οι Σφακιώτες, ενώ αυτή την περίφημη βιωματική αντίληψη την χρησιμοποιούν δίκην εκκρεμούς,  ενίοτε μεν  την θεωρούν βασικό πυλώνα της ίδιας της ιστορίας, άλλοτε όμως,   όταν δεν εξυπηρετεί τις απόψεις των, την θεωρούν μύθο, ρητορισμό ή ιστορική ακυριολεξία.  Αδίκως, βέβαια, κατηγορούν τον Χιώτη, γιατί αποκαλεί Σφακιά τους Σφακιώτες, διότι οι κύριες πηγές του ήταν αυθεντικότατες, όπως τα αγγλικά  κείμενα προς τον έπαρχο της Ζακύνθου και ο Ιωάννης Σταματέλος. Είναι, αφ’ ενός, γνωστή η λεπτότητα και η ακρίβεια με την οποία κινούνται οι Άγγλοι του Foreing Office, από αιώνων, και ειδικώτερα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής,  αφ’ ετέρου,  κάλλιστα θα μπορούσε να τον διορθώσει ο Ιωάννης Σταματέλος, για την «ανακρίβεια» περί Σφακίων και Σφακιωτών.  Καθόλου απίθανο, οι Άγγλοι να χαρακτήριζαν τους Σφακιώτες, σαν Σφακιά, γνωρίζοντας την στενή σχέση των δύο πλευρών.
Η εξέγερση των χωρικών κατά των Άγγλων, το 1819, φαίνεται πως είχε και ταξικό χαρακτήρα, αφού εστρέφετο και κατά των «αστών» της χώρας, έτσι όπως αυτοπροσδιορίζονται, τριάντα εξ αυτών, σε ψήφισμα που επέδωσαν στον Στόβενς, 28 Νοεμβρίου 1819, με το οποίο εκφράζουν την ευαρέσκεια τους,  διότι ο άγγλος τους έσωσε απ’ τους χωρικούς. Και έρχεται στην επιφάνεια,  ο μετά το 1684 διαχωρισμός των κατοίκων του νησιού σε «μπρανέλους» και «χωριάτες». Οι πρώτοι, με απαξία, αποκαλούσαν «χωριάτες» τους κατοίκους της υπαίθρου, οι οποίοι βίωναν αυτόν τον ιδιότυπο ρατσισμό και ο οποίος σχεδόν κράτησε μέχρι την δεκαετία του 1980, αφού έκτοτε η ομογενοποίηση επήλθε με την αθρόα εγκατάσταση των «χωριατών» και στην Χώρα.

Σημαντική ήταν η συνεισφορά της τοπικής εκκλησίας στην Εξέγερση. Ο Πρωτοπαπάς Απόστολος Λάζαρης, απ’τα Λαζαράτα, παρά το ότι τήρησε μετριοπαθή στάση και προσπάθησε να διασώσει τον δημογέροντα Σταύρου, απ’την μήνι των εξεγερμένων, εν τούτοις,  κρίθηκε ένοχος και πρωταίτιος απ’τους Άγγλους, προφυλακίστηκε και καθαιρέθηκε, παρά το γεγονός, ότι, οι ίδιοι οι Άγγλοι τον είχαν ορίσει Πρωτοπρεσβύτερο και προσωρινό αρχηγό της Εκκλησίας της Λευκάδος, (Απόφαση Βουλής, Κέρκυρα 30 Σεπτεμβρίου 1818, Σελίδα  5, Εφημερίς των Ενωμένων Επαρχιών των Ιονίων Νήσων). Επίσης, πέραν των τριών ιερέων, που απαγχονίσθηκαν, Στραβοσκιάδη, Κολυβά και Πάλμου, πρωταγωνιστικό ρόλο είχε και ο παπα-Μελάς Δραγανιώτης, που ήταν ιερέας, τότε, στους Σφακιώτες και ο οποίος διέφυγε μέσα απ’τα χέρια των Άγγλων, πέρασε στην Ρούμελη, όπου πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των τούρκων, με τον βαθμό του λοχαγού. Αυτός ο ανδρείος ιερέας επέστρεψε στην Λευκάδα το 1864, όταν έφυγαν οι Άγγλοι, και μαζί με τον συμπολεμιστή του ταγματάρχη Κώστα Τάργα, ύψωσαν την σημαία της Ενώσεως στο Κάστρο της Αγίας Μαύρας. 
Categories:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου