Τα χρόνια τα παλιά είχα πάει μια φορά για μπάνιο στη άκρη στη Δασιά , κοντά στον Ύψο.
Μου έκανε εντύπωση που ανάμεσα στις καλύβες του Κλαμπ Μεντιτερανέ υπήρχε μια στενή λωρίδα γης πλάτους όσο ένας δρόμος.
Ήταν φυτεμένη με ντοματιές , πιπεριές , αγγουριές καιλοιπά κηπευτικά.
Στην μέση αυτής της λωρίδας ήταν μια καλύβα και ένα πηγάδι.
Ένας γέροντας με τρίτσα και δίκοπη δούλευε σκυφτός πάνω κάτω.
Εκείνη την εποχή επικρατούσε το δόγμα «Χασίσι , γαμίσι και επιστροφή στη φύση». Η βιομηχανία του τουρισμού ήταν προσαρμοσμένη σε αυτό.
Το «Κλάμπ Μεντιτερανέ» ήταν πρωτόγονες καλύβες, εστιατόρια με ξύλινους πάγκους στη σειρά χωρίς σερβιτόρους , έρωτας στην άμμο , αμφισβήτηση χωρίς σουτιέν, ίσιο ατίθασο μακρύ μαλλί και κορδέλες.
Γελούσα πάντα με αυτή τη γλυκανάλατη ιμιτασιόν ευρωπαϊκή εκδοχή του τύπου, Τζόνυ Χαλιντέυ, Τόνυ Πινέλι , Ανταμό και το (πάντα) ερωτευμένο ζεύγος Αλ Μπάνο -Ρομίνα Πάουερ.
Αναρωτήθηκα πως, και το , Γαλλικών συμφερόντων, Κλαμπ Μεντιτερανέ δεν είχε καταφέρει να πάρει το χτήμα του γερόντου που χώριζε στη μέση την τεράστια έκτασή των 380 στεμμάτων .
Κάποτε, λοιπόν , μεγάλωσαν και οι χίπηδες και φτάσαμε στην εποχή του δόγματος «Μαλί , Γυαλί και παντελόνι Lee » . Στην εποποιία του ενοικιαζόμενου δωματίου, της ψαροταβέρνας, της παγωμένης μπύρας, της κοιλίτσας και των αντηλιακών Coppertone για «γρήγορο και μπρούτζινο μαύρισμα» (Τρεχάτε δεν προλαβαίνουμε!).
Ο Γιος του γερόντου υπέκυψε στον πειρασμό και έφτιαξε και μερικά δωμάτια με καρκινογόνα ελενίτ δίπλα στο καλύβι του γέρου .
Έβαλε και ένα κιόσκι πάνω από το πηγάδι για να φαίνεται πιο Τραντιζιονάλε.
Πέρασαν τα χρόνια και δεν ξαναπήγα στην δασιά .
Οι Χίπηδες μεγάλωσαν και άλλο και φτάσαμε αισίως στην εποχή των μεγάλων ξενοδοχείων-τεράτων και του δόγματος «Τζακούζι , μπαλκόνια και εμπριμέ σεντόνια».
Σήμερα με έφερε ξανά ο δρόμος μου ξανά στη Δασιά.
Είχα ολοσχερώς σβήσει από την μνήμη μου τον γέροντα και την λωρίδα αντίστασης στην μέση του Κλάμπ Μεντιτερανέ.
Περπατούσα αφηρημένος στην παραλία προς τη μεριά του Ύψου .
Πάνω από την αμμουδιά μια ατελείωτη απειλητική συρμάτινη περίφραξη σου υπενθύμιζε τα όρια της ελευθερίας.
Μέσα από την περίφραξη παλιές ερειπωμένες καλύβες ως μνημεία μιας αρχαίας και λαμπρής εποχής του Κλάμπ.
Τώρα είναι ιδιοκτησία ενός Ρώσου μεγιστάνα που την εποχή του Ροκ εντ Ρολ αυτός ήταν ταμίας της Κομσομόλ με όραμα.
Ξαφνικά , ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα Βλέπω ένα μικρό άνοιγμα και μια διακριτική ταμπελίτσα. «Καφέ Μουρατόρος» και από κάτω , «Καφέδες , Σάντουιτς, Αναψυκτικά».
Σκέφτομαι να μπω να πιω ένα ουζάκι .
«Είναι νωρίς ακόμα». Σκέφτομαι.
Μπαίνω στην ελεύθερη λωρίδα γης (κάτι σαν τη Γάζα) και φτάνω στο «Καφέ Μουρατόρος».
Κάθομαι στον ίσκιο και εμφανίζεται ένας νεαρός χαμογελαστός, αδύνατος , μελαχρινός και συμπαθέστατος νεαρός.
«Να σου φέρω κάτι ;» Ρωτάει με οικειότητα.
«Ένα ουζάκι , φίλε». Απαντώ.
Έχω λίγο γαύρο μαρινάτο …τον έφτιαξα εγώ . Σου αρέσει; .. η να βάλω καμιά τοματούλα με κανένα κεφτεδάκι;».
Γιατί «Μουρατόρος» ; Ερωτώ.
«Έτσι λέγανε τον Πάππου μου…» «..Ήτανε χτίστης και σπουδαίος πελεκητής πέτρας εδώ στο Κατωμέρι…» «..πήρε αυτό το κομμάτι γης τότε ..» «..ερχότανε εδώ για να ησυχάσει , έβαζε καμιά ντομάτα και κανένα αγγουράκι».
Τον κοιτάω στα μάτια σοβαρά και του λέω: «Αν σου δώσω δύο εκατομμύρια ευρώ το πουλάς;»
«Όχι ....ήτανε του πάππου μου.» μου λέει κοφτά και φεύγει.
Τονε φωνάζω για να πληρώσω.
«Τι χρωστάω;»
«Ένα ευρώ»
«Λίγα δεν είναι;»
«Άμα είναι να πληγωθείς δώσε περισσότερα» μου λέει χαμογελώντας.
Λέω να ξαναπάω.
Μου έκανε εντύπωση που ανάμεσα στις καλύβες του Κλαμπ Μεντιτερανέ υπήρχε μια στενή λωρίδα γης πλάτους όσο ένας δρόμος.
Ήταν φυτεμένη με ντοματιές , πιπεριές , αγγουριές καιλοιπά κηπευτικά.
Στην μέση αυτής της λωρίδας ήταν μια καλύβα και ένα πηγάδι.
Ένας γέροντας με τρίτσα και δίκοπη δούλευε σκυφτός πάνω κάτω.
Εκείνη την εποχή επικρατούσε το δόγμα «Χασίσι , γαμίσι και επιστροφή στη φύση». Η βιομηχανία του τουρισμού ήταν προσαρμοσμένη σε αυτό.
Το «Κλάμπ Μεντιτερανέ» ήταν πρωτόγονες καλύβες, εστιατόρια με ξύλινους πάγκους στη σειρά χωρίς σερβιτόρους , έρωτας στην άμμο , αμφισβήτηση χωρίς σουτιέν, ίσιο ατίθασο μακρύ μαλλί και κορδέλες.
Γελούσα πάντα με αυτή τη γλυκανάλατη ιμιτασιόν ευρωπαϊκή εκδοχή του τύπου, Τζόνυ Χαλιντέυ, Τόνυ Πινέλι , Ανταμό και το (πάντα) ερωτευμένο ζεύγος Αλ Μπάνο -Ρομίνα Πάουερ.
Αναρωτήθηκα πως, και το , Γαλλικών συμφερόντων, Κλαμπ Μεντιτερανέ δεν είχε καταφέρει να πάρει το χτήμα του γερόντου που χώριζε στη μέση την τεράστια έκτασή των 380 στεμμάτων .
Κάποτε, λοιπόν , μεγάλωσαν και οι χίπηδες και φτάσαμε στην εποχή του δόγματος «Μαλί , Γυαλί και παντελόνι Lee » . Στην εποποιία του ενοικιαζόμενου δωματίου, της ψαροταβέρνας, της παγωμένης μπύρας, της κοιλίτσας και των αντηλιακών Coppertone για «γρήγορο και μπρούτζινο μαύρισμα» (Τρεχάτε δεν προλαβαίνουμε!).
Ο Γιος του γερόντου υπέκυψε στον πειρασμό και έφτιαξε και μερικά δωμάτια με καρκινογόνα ελενίτ δίπλα στο καλύβι του γέρου .
Έβαλε και ένα κιόσκι πάνω από το πηγάδι για να φαίνεται πιο Τραντιζιονάλε.
Πέρασαν τα χρόνια και δεν ξαναπήγα στην δασιά .
Οι Χίπηδες μεγάλωσαν και άλλο και φτάσαμε αισίως στην εποχή των μεγάλων ξενοδοχείων-τεράτων και του δόγματος «Τζακούζι , μπαλκόνια και εμπριμέ σεντόνια».
Σήμερα με έφερε ξανά ο δρόμος μου ξανά στη Δασιά.
Είχα ολοσχερώς σβήσει από την μνήμη μου τον γέροντα και την λωρίδα αντίστασης στην μέση του Κλάμπ Μεντιτερανέ.
Περπατούσα αφηρημένος στην παραλία προς τη μεριά του Ύψου .
Πάνω από την αμμουδιά μια ατελείωτη απειλητική συρμάτινη περίφραξη σου υπενθύμιζε τα όρια της ελευθερίας.
Μέσα από την περίφραξη παλιές ερειπωμένες καλύβες ως μνημεία μιας αρχαίας και λαμπρής εποχής του Κλάμπ.
Τώρα είναι ιδιοκτησία ενός Ρώσου μεγιστάνα που την εποχή του Ροκ εντ Ρολ αυτός ήταν ταμίας της Κομσομόλ με όραμα.
Ξαφνικά , ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα Βλέπω ένα μικρό άνοιγμα και μια διακριτική ταμπελίτσα. «Καφέ Μουρατόρος» και από κάτω , «Καφέδες , Σάντουιτς, Αναψυκτικά».
Σκέφτομαι να μπω να πιω ένα ουζάκι .
«Είναι νωρίς ακόμα». Σκέφτομαι.
Μπαίνω στην ελεύθερη λωρίδα γης (κάτι σαν τη Γάζα) και φτάνω στο «Καφέ Μουρατόρος».
Κάθομαι στον ίσκιο και εμφανίζεται ένας νεαρός χαμογελαστός, αδύνατος , μελαχρινός και συμπαθέστατος νεαρός.
«Να σου φέρω κάτι ;» Ρωτάει με οικειότητα.
«Ένα ουζάκι , φίλε». Απαντώ.
Έχω λίγο γαύρο μαρινάτο …τον έφτιαξα εγώ . Σου αρέσει; .. η να βάλω καμιά τοματούλα με κανένα κεφτεδάκι;».
Γιατί «Μουρατόρος» ; Ερωτώ.
«Έτσι λέγανε τον Πάππου μου…» «..Ήτανε χτίστης και σπουδαίος πελεκητής πέτρας εδώ στο Κατωμέρι…» «..πήρε αυτό το κομμάτι γης τότε ..» «..ερχότανε εδώ για να ησυχάσει , έβαζε καμιά ντομάτα και κανένα αγγουράκι».
Τον κοιτάω στα μάτια σοβαρά και του λέω: «Αν σου δώσω δύο εκατομμύρια ευρώ το πουλάς;»
«Όχι ....ήτανε του πάππου μου.» μου λέει κοφτά και φεύγει.
Τονε φωνάζω για να πληρώσω.
«Τι χρωστάω;»
«Ένα ευρώ»
«Λίγα δεν είναι;»
«Άμα είναι να πληγωθείς δώσε περισσότερα» μου λέει χαμογελώντας.
Λέω να ξαναπάω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου