Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Η ΡΙΜΑΔΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΑ του Θοδωρή Γεωργάκη

ΛΑΪΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ  ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ  ΚΑΤΑ  ΤΩΝ  ΑΓΓΛΩΝ  ΤΟ 1819.

 H Eξέγερση των χωρικών της Λευκάδος, με πρωτεργάτες τους Σφακισάνους και κέντρο επιχειρήσεων το μοναστήρι της Επισκοπής στο Σπανοχώρι των Σφακιωτών, εναντίον των Άγγλων, έγινε το 1819. Αφορμή γι’αυτόν τον αιματηρό ξεσηκωμό, αφού στην μάχη που έγινε στην Μπόζα, εκεί που είναι σήμερα το μνημείο, στο μεσοδιάστημα της διαδρομής Λευκάδα-Σφακιώτες, σκοτώθηκαν δεκάδες χωρικοί και  εγγλέζοι στρατιώτες, μάλιστα, στα πηγάδια της περιοχής, χρόνια μετά, βρέθηκαν πολλά οστά των φονευθέντων, αφορμή, λοιπόν, του αιματοβαμένου Ξεσηκωμού ήταν ο ειδικός φόρος, που είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι, στους εξαθλιωμένους χωρικούς, για την διάνοιξη του διαύλου της Λευκάδος.  Οι Άγγλοι, τότε, με τρόπο σκληρό και απάνθρωπο, εκτέλεσαν τους πρωτεργάτες του Ξεσηκωμού, μετά την φονική μάχη, μεταξύ των οποίων και τους τρείς ιερείς Στραβοσκιάδη, Κολυβά  Πάλμο, και αφού τους άλειψαν με πίσσα τους τοποθέτησαν στα ειδικά σιδερένια κλουβιά, που είχαν οι  ανηρτημένα σε κεντρικά σημεία στην Χώρα, σε κοινή θέα, για παραδειγματισμό, κατά την γνώμη τους, των υπολοίπων Λευκαδίων.
       Την επική μάχη των ασύντακτων χωρικών κατά του οργανωμένου αγγλικού στρατού, πέραν των επίσημων αρχειακών πηγών, κατέγραψε με τρόπο ποιητικό, το 1819 ένας απλοϊκός χωρικός. Πρόκειται για  την <<ΡΙΜΑΔΑ ΤΟΥ  ΚΟΛΟΚΑ>>, έτσι πέρασε στην ιστορία, αλλά και στην λαϊκή ποίηση του νησιού. Το ποίημα αυτό, παρά την φιλοαγγλική διάθεση του ριμαδόρου, σε κάποιους στίχους, έχει ιδαίτερη ιστορική αλλά και λογοτεχνική αξία, αν αναλογισθεί κάποιος το απλοϊκότατον του ριμαδόρου, αφού πρόκειται για τον χωρικό  Ιωάννη Κολόκα, απ’ το χωριό  Κατούνα της Λευκάδος. Την εν λόγω ριμάδα διέσωσε ο λόγιος Λευκαδίτης Σχολάρχης, ο Ιωάννης Σταματέλος. Την έστειλε, το 1879, στον Γάλλο φιλόλογο Εμίλ Λεγκράντ, για να την εκδόσει,  πράγμα που δεν συνέβη. Το 1961, όμως, τη δημοσίευσε ο Κ. Γ. Κωνσταντινίδης στο περιοδικό «Ηώς», αφού την βρήκε στον φάκελλο του επίσης Γάλλου Χούμπερτ Περνό, ο οποίος χαρακτηρίζεται σαν πνευματικός κληρονόμος του Λεγκράντ.
Ο Πάνος Ροντογιάννης, μία βασική πηγή, εκ των τεσσάρων, που διασώζουν την Εξέγερση, οι άλλες τρείς είναι τα αρχεία της δίκης που πραγματοποίησαν οι άγγλοι καταδικάζοντας τους πρωταίτιους και αυτές των Κων/νου Μαχαιρά και του Ζακύνθιου Παναγιώτη Χιώτη, ο Π. Ροντογιάννης, λοιπόν, καταγράφει στο έργο του «Ιστορία της νήσου Λευκάδος» (Τόμος Β. Σελίδα 288), την εν λόγω ριμάδα του Ιωάννη Κολόκα:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ,
Όπου οι Λευκαδίταις αντεστάθηκαν εις πόλεμον
Με τον βασιλέα Ουγγλέζον.
Ποίημα ωραιότατον,
Του Ιωάννου  Κολόκα
Συνθεμένον εις την Απλήν, και Ρωμαϊκήν γλώσσαν.
    Εις χωρίον Κατούνα  1819
-------------------------------------------------------
Με την βοήθεια του θεού και με την Παναγία
Θέλω να γράψω σήμερα μιάν νέαν ιστορία
Πρώτα ζητώ συμπάθειο από την αφεντιά σας
Γιατί θα γράψω στόρησι να βρούνε τα παιδιά σας
Ω Θέ μου δός μου φώτησι να γράψω ιστορία
Το θρήνος οπου  γείνηκε εις τ’αθλια χωρία.
Τους οχτακόσιους δεκαννηά στο μήνα το Σεπτέμβρι
Εγείνηκε το ρεμπελιό και πάρτε το χαμπέρι
Εις της Λευκάδας το νησί πούναι η Άγια-Μαύρα.
Πολλή φθορά εγείνηκε σε μίαν εβδομάδα.
Παρακαλώ σας άρχοντες ακούσετε λιγάκι
Οπού εστάθ’ η αφορμή απ’ έναν επιστάτη
Ο Κολονέλος έστειλε δυό άρχοντες με ζόρι
Να πάνε να κονέψουνε σ’αυτό το Σπανοχώρι.
Στην Πισκοπή αρεβάρησαν τους επιστάτας κράζουν
Και ορδινιά διαβάσανε κ’ ευθύς αναστενάζουν
Η ορδινιά ήταν αυτή – να γράψουν με τη βία
Χονδρά λιανά τα ζώα τους να δώσουνε σολδία.
Κη όλοι τους απεκρίθηκαν <<κάλλια εις την Τουρκία
Παρά τ’ Ουγγλέζου του σκυλιού να δώσουμε σολδία>>
κ’εδώσανε την προσταγή σε όλα τα χωρία
να μαζοχτούνε στ’αρματα ως και μικρά παιδία
εις τον Φρηά να συνταχθούν όλοι με τ’άρματά τους
να πάνε να προσφέρουνε τα δικαιώματά τους
κ’επήγανε στην Πισκοπή τους άρχοντες να πιάσουν
και με μαχαίρια και σπαθιά ήθελαν να τους σφάξουν
κ’οι άρχοντες εφώναξαν <<Παπάς τώρα’ναι χρεία
και εις εμάς τους δύστυχους να κάμης βοηθεία>>
κη ολονυχτίς εκλαίγανε δάκρυα σαν τη βρύσι
τον ήλιο καρτερούσανε πότενε να φωτίση
<<Παπ’ Αποστόλη λέγανε απόψε να βοηθήσης
Και μέσα στο σεκρέτο σου θέλομε να μας κρύψης>>
Και ο παπάς τους έλεγε <<κουράγιο Νικολάκι
Σταμάτησε το κλάψιμο μην κάνεις σαν παιδάκι>>
<<Το τι κοράγιο νάχω γω  σε τούτο που συββαίνει
Παρακαλώ σε άσεμε να μπώ μέσ’ το βαγένι>>
Μα ο Θεός εφώτισε νάρτη γλίωρα μέρα
Και του παπά ασπάζονται τη δεξιά του χέρα
Και ο παπάς τους γλύτωσε τους έδειξα τη στράτα
Στον Κολονέλο πήγανε του δίνουν τα μαντάτα
Και λέν- <<Αφέντη βλέπεις μας ψέμματα ΄ναι που ζούμε
κ’εκείνα που επάθαμε να στα δηγηθούμε
οι Λευκαδίταις ήξευρε πολύ ΄ναι θυμωμένοι
κη απάνου μας εχούμηξαν ως λύκοι μανιωμένοι.
Στην Πισκοπή μας κλείσανε κ’ήθελαν να μας πιάσουν
Και με μαχαίρια κοφτερά ήθελαν να μας σφάξουν
Μα ο άγιος πρωτόπαππας εκείνος μας γλυτώνει
Μες στο βαγέν’ εμπήκαμε κη απ’ όξω μας φουντώνει.
Ο Κολονέλος παρευθύς εις το Ρεγέντε πάγει
Κη απ’ τον πολύ του το θυμό μήτε θέλει να φάγη.
Λέγει του-<<Σήκο ‘γλίγωρα να πάμε σταις Σφακιώταις
Να πάμε να ζαπίσωμε τους ‘αγριους χωριάταις>>
Και ο Ρεγέντες τούλεγε <<Θέλεις να σ΄ορμηνέψω
Σύρε κάτσε στο καστρο σου κ’ εγώ ναν τους παιδέψω>>
Κη ο Κολονέλος παρευθύς δε στέκει να ναμένη
Κη απ’ το πολύ γινάτι του πάραυτα όξω βγαίνει
Πάραυτα εξεκίνησε μ’ εξήντα στρατιώταις
Και ορδινία τους έδωσε να κάψουν ταις Σφακιώταις
Οι Σφακισάνοι τώμαθαν κη άφησαν τη δουλειά τους
Κη όλοι ΄βρεθήκαν στ’ άρματα αυτοί και τα παιδιά τους.
Και μητηρίζα πιάνουνε πίσω απ’ τα λιθάρια
Του Κολονέλου είπανε σαν άξα παλλικάρια
<<Στάσου και μην παγαίνης μπρός, μήτε να περβατήσης
Γαιτί στη στράτα σήμερα το αίμα σου θα χύσεις>>
Κη ο Κολονέλος γύρυσε οπίσω με τη βία
Κ’ οι Λευκαδίταις τούλεγαν πως δεν τον έχουν χρεία.
Και παρευθύς εγράψανε σε ‘όλα τα χωρία
Να καταιβούν κ’ οι γέροντες και τα μικρά παιδία
Πάραυτα να κινήσουνε κανένας να μη λείψη
Με τ’ αρματά τους να βρεθούν εις την Μεγάλη Βρύση
Και γνώμη είχανε κακή τη χώρα για να κάψουν
Κη όλους τους πρώτους άρχοντες ήθελαν να τους σφάξουν
Κη οι άρχοντες με τη σπουδή στον Κολονέλο ‘πγαίνουν
Κη απ’ τον φόβο τον πολύ με γλώσσα δεν του κρένουν
Με νόημα του  έλεγαν <<Τώρα να μας βοηθήσης
Στον Αι Μηνά να βάλουνε κανόνια να διορίσης>>
Κη ο Κολονέλος τσούλεγε-<<Τι θέλετε να κάμω
Που για τ’ εσάς εγώ εχθές κόντεψα να παιθάνω
Πάρτε σολδάτους δώδεκα για να σας βοηθήσουν
Και με κανόνια δυνατά για να τους πολεμήσουν.
Βοηθήσετε και σεις καλά για να μη σας νικήσουν
Τ’ άρματα τα βασιλικά να μην τσαλαπατήσουν
Πάρτε σμιντράλια φοβερά καλά να πορευθήτε
Όλους ναν τους σκοτώσετε να μην τους λυπηθείτε>>
Κ’ οι Λευκαδίταις ‘εμαθαν πως έβαλαν κανόνια
Κη ‘αρχισαν κ’ ελαλούσανε σαν που λαλούν τ’ αηδόνια.
Παρασκευή συνάχθηκαν Σαββατο ‘τοιμασθήκαν
Την Κεριακή τ’ απόγιομα μέσα στη χώρα μπήκαν
Και οι Ουγγλέζ’ αρχίσανε να τους κανονοτσάρουν
Κ’ οι Λευκαδίταις έλεγαν να παν να τους τα πάρουν
Και τρείς  βολές εσύφτασαν κ’ εδώκαν μπαταρίαις
Και τα κανόνια πήρανε τα λέγη τους χαλούνε
Τσ’ Ουγγλέζους τους βαρυόμοιρους  πολλοί τους κυνηγούνε.
Τέσσαρους εσκοτώσανε και τσ’ άλλους τους λαβώσαν
Στον Κολονέλο επήγανε και τα χαμπέρια ‘δώσαν
Κ’ οι Λευκαδίταις άρχισαν φρικτά και πολεμούνε
Τους άρχοντες γυρεύανε μα δεν μπορούν να βρούνε
Στα παραθύρια πέφτανε τα βόλια σα χαλάζι
τους άρχονταις τους δύστυχους η ζάλη τους ταράζει.
Αφήνω να λογιάσετε αρχόντισαις μεγάλαις
Άρχισαν να λιγόνονται με τα παιδιά τσ΄αγκάλαις
Γόντολαις και μονόξυλα είν’ όλα φορτωμένα
Τ’ αρχοντικά τα πρόσωπα είν’ όλα μαραμένα.
Και όλα τ’ αρχοντόπουλα είν’ όλα φοβισμένα
Στη λίμνη μέσα πέσανε ως το λαιμό χωμένα.
κ’ οι Λευκαδίταις άρχισαν κακή δουλειά να κάμουν
με σπάρτα και μ’ ασφελαχτούς φωτιά στα σπίτια βάνουν
τότε σαν είδαν τη φωτιά το τι θέλεις να κάμουν
μικροί μεγάλοι άρχοντες έπεσαν ν’ αποθάνουν
αφήνω να συλλογιστή κανείς και να λογιάζει
να βλέπει τέτοια πράμματα να μην αναστενάζη!
Οι άρχονταις να βλέπουνε φωτιά στ’ αρχοντικά τους
Αρχόντισσαις τοιμόγενναις να χάνουν τα παιδιά τους.
Μα ο πανάγαθος Θεός μεγάλο θάμα κάνει
 Και η φωτιά οπώβαλαν σε όλα δεν πιάνει
Παρ’ ένα σπίτι μοναχό του Σταύρου Αποστολάκη
Εκάγει από τα θέμελα δεν έμμεινε τριμμάκι.
ο Κολονέλος έστειλε γράμματα στο Σενάτο
ρεφόρτσα να του στείλουνε το βράδυ το Σαββάτο.
και δυό φρυγάδες έστειλαν κ’ ερχόντανε αγάλι
την Κεριακή το δειλινό  ήρταν με μαιστράλι
στο κάστρο αρεβάρησαν οπούναι ο λιμένας
χωριάτης δεν απόμεινε στη χώρα μήτε ένας
στη Ράχη αρεβάρησαν κ’ εμαζοχτήκαν όλοι
και παρευθύς εφώναξαν <<Τρέχα παπ’ Αποστόλη
στον Κολονέλο γλίωρα να πας να τον προφτάσεις
αγάπη του γυρεύομε και να μας κάμεις φτειάσι
τίποτε μην πλερόνομε πάρεξ μια δεκατία
που είχαμε στο παλαιό πούταν η Βενετία>>
εφτειάσανε κ’ εβάλανε μιάν άσπρη παντιέρα
και πανηγύρι τούχανε εκείνη την ημέρα
δεν ήξευραν οι δύστυχοι πως θα να καταντήσουν
μα το κουβέρνο έλεγαν πως θα να το ζαπίσουν.
Την παντιέρα πήρανε και παν έξι νομάτοι
Στον Κολονέλο γύρισαν να κάμουνε τη φτειάσι
Κη ο Κολονέλος τσούλεγε <<Αν είστε παλλικάρια
Δυό ώρες καρτερήτε με να κάμωμε  μπατάλια>>
Δεν ήξεραν οι δύστυχοι να παν να προσκυνήσουν
πάλη εβάλανε βουλή να τονε πολεμήσουν
κη αρχίνισαν να πολεμούν από τα μητηρίζα
τα βόλια τα χωριάτικα τσ Ουγγλέζους εθερίζαν
μα τούτοι είχαν ορδινιά ομπρός να περβατήσουν
μεκάρι ‘ολοι να χαθούν πίσω να μη γυρίσουν.
σαν τα μπυρμπύγκια στο δεντρό οπόταν τα χτυπούνε
έτσ’ οι Ουγγλέζοι γλίγωρα στα πλάγια περβατούνε
κ’ οι Λευκαδίταις φεύγουνε δεν στέκουν πλειό άλλο
ετότενες το γνώρισαν πως εκαμανάνε σφάλλο
κ’ οι Ουγγλέζοι πάν’ από κοντά και τους εκυνηγούσαν
να πιάσουνε κανένανε ποσώς δέν ημπορούσαν
παρ’ ένα Καρσανόπουλο Γηωργάκη το ελέγαν
αυτό ‘πολέμα δυνατά από το μητηρίζι
στ’ ασκέρι το Ουγγλέζικο πάρα πολλούς θερίζει.
Κρίμα ήταν τέτοιο κορμί   άδικα ν’ αποθάνη
Που ζωντανό δεν δύνονταν κανένας ναν το πιάνη!
ας τον αφήσωμεν αυτόν γιατ’ έπαθεν ολίγα
και για τους άλλους να ειπώ που έφυγαν κ’ επήγαν.
Οι Λευκαδίταις το λοιπόν σαν έκαμαν τη χύσι
Κανένας δεν εκούταγε μήτε να σταματήση
Πέρη επήραν τα βουνά και τα χαμολαγκάδια
στους λόγγους εκρυφτήκανε σαν κ’ ήτανε ζαρκάδια
το πώς επροντηθήκανε από το μητηρίζι
γιατί αυτοί δεν είχανε κανέναν να τσωρίζει.
Και οι Ουγγλέζοι από κοντά μ’ άκοπη μπαταρία
Εις τη Λευκάδα μπήκανε κ’ έπιασαν τα χωρία.
Άνθρωπο δεν ευρήκανεσε σπίτια και παλάτια
πέρη βαγένια με κρασιά εβρήκανε γιομάτα.
Άλλ’ έπιαν άλλα έχυσαν κη ο Κολονέλος κράζει
Απ’ άλλο πράμμα τίποτες κανείς να μην πειράζη
Και ορδινία έδωσε σε όλα τα χωρία
Να κάτσουνε στα σπίτια τους δίχως καμία χρεία.
κ’ οι Λευκαδίταις ήτανε στα σπήλαια κρυμμένοι
να βγούνε δεν εκούταγαν γιατ’ ήταν φοβισμένοι.
Μα ο Κολονέλος έφτασε προκλάμο και τους δίνει
Νάρτουν όλοι στα σπίτια τους κανείς μην απομείνη
Κη άλλη ορδίνια έβγαλε τους επιστάτας κράζει
κη ωσάν καλός πνευματικός πολλά τους εξετάζει.
<<Θέλω να μαρτυρήσετε ποιος ήταν η αιτία
Να τον παιδέψω αυστηρά με δίχως εσπλαχνία>>-
κι ‘ολοι τους απεκρίθηκαν-<<Ηξεύρετ’ αφεντάδες
άλλη δεν ήταν γη αφορμή από τους Χαλικιάδες>>.
κη ο Κολονέλος άρχισε πάραυτα τους μπαντίρει
τα σπίτια τσ απ τα θέμελα όλα τους τα γκρεμίζει.
Κ’ οι επιστάταις άρχισαν και τονε προσκυνούνε
Τον Κολονέλο πάραυτα πολλά τον φχαριστούνε.
<<Αφέντ’ εμείς το ξέρομε το φταίξιμό μας όλοι
Που πήγαμε να κάψωμε μία δεύτερη Πόλι
μα δόξα νάχη ο Θεός την νύχτα και ημέρα
οπού εμείς βρισκόμαστε σε τούτη την μπαντιέρα
πούν’ το κουβέρνο έσπλαχνο κη όλους μας ελυπήθη
που έπρεπε να κρεμαστή ένας ‘πο κάθε σπίτι>>
κη ο Κολονέλος ΄ξέταζε και ηύρε δυό παπάδες
που είχανε το φταίξιμο ωσάν τους Χαλικιάδες.
Κ’ ευθύς τους αποφάσισε κ’ οι δυό να φουρκιστούνε.
Και μήτε να τους χώσουνε πάρη να κρεμαστούνε.
σαν τα σταφύλια κρέμονται τον Τρυγητή στ’ αμπέλια
μέσ’ στα κλουβιά τους έβαλαν σαν κ’ ήτανε γαρδέλια.
καλά να πάθουν το λοιπόν γιατ’ έτσι τους τυχαίνει
διότι εις τον πόλεμο ήταν ξεσπαθωμένοι.
Θαμμάζομαι ο ταπεινός δούλος σας αφεντάδες
Γνώσι να μην ποτάζουνε μήτε και οι παπάδες.
μα τώρα η  αμαρτίαις μου όχι άλλον παρ’ εμένα
να κρέμωνται μές’ στα κλουβιά πρόσωπα γερωμένα.
μα ο Θεός μας ήθελε και έκαμ’ εσπλαχνία
και το Σενάτο έστειλε μιάν άλλην ορδινία.
Που μας ετύχαινε καλό ο Ουγγλέζος να μας δώση
Να κάψη όλα τα χωριά κη ο τόπος να ρημώση.
Μάλιστα δυό μικρά χωριά Καρυώτη και Κατούνα
τους τύχαινε να λάβουνε μία κακή κουντούνα
γιατί αυτοί ετρέξανε στη χώρα σα λιοντάρια
κανόνια δε φοβήθηκαν γιατ’ ήταν παλλικάρια.
και μέγα θάμα γείνηκε  σ’ αυτά τα δυό χωρία
οπού κανείς δεν βλάφτηκε μήτε και στα σκουτία.
που τα σμιντράλια πέφτανε χαλάζι ομπροστά τους
κανέναν δεν εγγύξανε μήτε και στα σκουτιά τους.
μα σόρτε είχανε καλή  και ο Θεός τους θέλει
και το Σενάτο έστειλε φελίτσι το Ζαμπέλι.
και ορδινία έστειλεν αυτός προτού να φτάση
τη φούρκα να χαλάσουνε κη ο θάνατος να πάψη
έτσι με θέλημα Θεού και με της Παναγίας
ελευθερώθη το νησί από τας κρεμασίας.
μ’ άς έχει δόξα ο Θεός κ’ η μήτηρ Παναγία
που έκαμε το έλεος εις τούτα τα χωρία.
σταχάζομαι , αν ο Θεός δεν ήθελε βοηθήσει
η φούρκα και το κρέμασμα δεν είχε σταματήσει.
μα πάλιν θέλω να ειπώ δίκιο ΄χαν οι καυμένοι
γιατ’ ήταν οι περσσότεροι Ουγγλέζοι λαβωμένοι.
τ’ ανάθεμα να έχουνε αυτοί οι Χαλικιάδες
οπού εκάμαν την αρχή και κρέμοντ’ οι παπάδες.
τούτο ποτέ δε γείνηκε κανείς δεν το θυμήθη
κη όποιος δεν εγεννήθηκε εκείνος δεν φοβήθη.
κη όσοι κη αν εγεννήθηκαν όλοι τρομάρα είδαν
και Λευκαδίταις μερικοί εσκόθηκαν κ’ εφύγαν.
Ο Κολονέλος κάθονταν μέσα εις ταις Σφακιώταις
και ύστερα προσκάλεσε όλους τους προεστώταις
στην Πισκοπή εκάθονταν με τη σολδαταρία
και ορδινία έδωσε σε όλα τα χωρία
να μαζοχτούν στην Πισκοπή  να παν’ και τ’ αρματά τους
τότες να ησυχάσουνε αυτοί και τα παιδιά τους
κ’ ευθύς ετρέξαν ‘ολοι τους κ’ εδώσαν τ’ αρματά τους
να γλύσουν απ’ το θάνατο αυτοί και τα παιδιά τους
κι όταν ησυχάσανε και εσυλλογισθήκαν
εγνώρισαν τι έκαμαν και πως κατασταθήκαν.
<<Αγλοίμονο ελέγανε πήγανε τ’ αρματά μας
Και τώρα σκλάβοι γήμαστε εμείς και τα παιδιά μας.
πρέπει τώρα να ήμαστεν έτοιμοι σταις δουλείαις
να κάννωμε ταις προασταγαίς κι όλαις ταις ορδινίαις.
ούτ’ άρχοντας, ούτε κανείς κοτάει να μιλήση
για  να μας  δώσει τ’ άρματα και να μας συμπαθήση.
μ’ ας έχει δόξα ο Θεός που ‘βοήθησ’ ως τώρα
και τα καράβια έστειλε κ’ εγλύτωσε τη χώρα.
αν ήθελε μη φθάσουνε Ουγγλέζοι αρματωμένοι
η Αγιο-Μαύρα ως την αυγή ευρίσκονταν καμμένη.
να πέση βάρος περισσό σε όλο το νησί μας
να χάσωμε και την τιμή και την υπόληψί μας>>
Τούτα που εγραφτήκανε είναι βεβαιωμένα
κη ας έχω και συγχώρεσιν αν έσφαλα κανένα
Categories:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου