Υπάρχουν και άλλοι Παντοκράτορες όπως αυτός του Καμπιέλου , για παράδειγμα , στα 25 μέτρα αλλά δεν είναι το ίδιο.
Τα παλιά χρόνια, Μια φορά τον χρόνο, ανηφόριζαν οι πιστοί για το ετήσιο πανηγύρι .
Τότε υπήρχαν μόνον κακοτράχαλα μονοπάτια.
Από την πόλη έφταναν στο Μπαρμπάτι με καΐκια και από κει ανέβαιναν με τα πόδια στην κορφή του Όρους.
Έκανα έναν πρόχειρο υπολογισμό και είναι σαν να ανεβαίνεις μέσα στο ήλιο του Αυγούστου πενήντα τετραώροφες πολυκατοικίες (χωρίς ασανσέρ) .
Οι Πιστοί που ανέβαιναν τότε ήταν χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες.
Οι νεότεροι που πήγαιναν με σκοπό να αμαρτήσουν κατά την διάρκεια της διαδρομής και οι μεγαλύτεροι που πήγαιναν για να παραγράψουν τα αμαρτήματα τους.
Είχα γνωρίσει έναν από τη Λεμονιά που είχε βάλει στο μάτι μιαν συμμαθήτρια του από την πόρτα Ρεμούντα .
Κατεβαίνανε από το καΐκι και κρυβόταν τσι ελιές.
Όσο οι άλλοι ανέβαιναν τον Γολγοθά αυτοί έμεναν ξεβράκωτοι στην παραλία με την μαρέντα τους και τους περιμένανε να ξανακατεβούν.
Μου αποκάλυψε, μάλιστα , ότι κάποτε αμάρτησαν «..τολάχιστο 20 φορές» μέσα σε δύο μέρες που μείνανε στην έρημη αμμουδιά.
Σήμερα ανεβαίνουν από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο βρίζοντας και βλαστημώντας κλεισμένοι ο καθένας στο αυτοκίνητο του.
Πιστεύουν ότι είναι αναμάρτητοι .
Άλλωστε , είναι γνωστό ότι , δεν φταίνε και σε τίποτα από όσα συμβαίνουν σε αυτόν τον μπερδεμένο κόσμο.
Ανεβαίνουν μάλλον για να φτάσουν μέχρι το Στρινύλα και να φάνε παϊδάκια γιατί πιο πάνω είναι μποτιλιαρισμένο το σύμπαν.
Ας είναι. Έτσι και αλλιώς αυτά είναι ξένα ιντερέσα.
Εγώ ουδέποτε θα ανέβαινα κάτω από τέτοιες συνθήκες ακόμα και αν με παρακαλούσε γονυπετής και με δάκρυα στα μάτια η Scarlett Johansson.
Η μόνη φορά που επείσθην να ανέβω ήταν έναν χειμώνα όταν μου το ζήτησε ο φίλος μου ο Κώστας.
Μόλις είχε γυρίσει από τα καράβια και ήθελε να γίνει ιδιοκτήτης ραδιοφωνικού σταθμού.
Χρειαζόταν έναν ιστό 24 μέτρα στην κορφή του βουνού και έτσι βρεθήκαμε , όχι απλά στην κορφή, αλλά και 24 μέτρα ψηλότερα να βιδώνουμε τα λίνκ μέσα σε δέκα μποφώρ.
Είμαστε δεμένοι απάνω στον Ιστό , δουλεύαμε και μια βλέπαμε από κάτω μας την Δασιά , μία ψηλά το αχανές σύμπαν.
Ο Κώστας μονολογούσε: «..και μου τόλεγε η Μάνα μου, εσύ παιδί μου μια μέρα θα ανέβεις πολύ ψηλά».
Ο Παντοκράτορας παρακολουθούσε αμίλητος τα καμώματα μας .
Ήταν φανερό ότι το δάσος των κεραιών τον ενοχλούσε διότι εκτός από τους ανέμους και τις κακοκαιρίες θα είχε να αντιμετωπίσει και την ακτινοβολία των ανταγωνιστών του.
Ο Κώστας εξέπεμπε ποιοτικό τραγούδι διανθισμένο με μικρές ιστορίες που μπορούσαν να καταλάβουν μόνον οι μυημένοι ακροατές.
Το ίδιο έκανε και ο Παντοκράτορας με άλλο τρόπο.
Επικοινωνούσε με τους πολύ ψαγμένους πιστούς στην Αραμαϊκή για υπαρξιακά ζητήματα .
Όλα πήγαιναν καλά ώσπου μια μέρα εκεί που ο Κώστας σχολίαζε το γνωστό παραδοσιακό τραγούδι «Πολύ ψηλά έχτισες φωλιά και θα ζαϊσει ο κλώνος», πιάνει μια πρωτοφανή κακοκαιρία και σαρώνει το δάσος των κεραιών, μαζί βεβαίως , και την κεραία του Κώστα που με τόσο κόπο είχαμε στήσει.
Οι καλόγεροι το απέδωσαν στην «οργή του Παντοκρατόρου που δεν ανεχόταν άλλο να στέλνουν αήθη μηνύματα στο ποίμνιο του οι κεραίες της ακολασίας».
Κάτι ανάλογο ισχυριζόταν και οι τσοπαναραίοι της παλιάς Περίθειας που έβλεπαν τις προβατίνες τους να χάνουν το τρίχωμά τους από τις κεραίες του Σατανά.
Έτσι σώπασε το «Ράδιο Κέρκυρα» και χάσαμε ανεπανάληπτες εκπομπές που όμοιες τους δεν ακούσαμε ποτέ ούτε από τους καλύτερους ραδιοφωνικούς σταθμούς αυτού του άκαρδου κόσμου.
Έτσι γινόταν πάντα .
Οι Παντοκράτορες , οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί και οι ηλεκτροσυγκολλητές πίστευαν ότι ήταν αιώνιοι πέραν πάσης αμφιβολίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου