Η ιστορία του Αργου, του σκύλου του Οδυσσέα από την Οδύσσεια του Ομήρου των αδελφών Στεφανίδη, βιβλίο αρ. 17
Όπως µιλούσαν, ένας σκύλος που ήταν ξαπλωµένος χάµω, τέντωσε τ’ αυτιά του και σήκωσε το κεφάλι του. Ήταν ο Άργος, το σκυλί του Οδυσσέα. Το µεγάλωσε ο ίδιος, µα δεν πρόλαβε να το χαρεί γιατί έφυγε για την Τροία. Έτσι το παίρναν άλλοι να κυνηγούν λαγούς κι αγριοκάτσικα, µα τώρα που γέρασε κειτόταν παρατηµένο στην κοπριά έξω απ’ το στάβλο των µουλαριών, κι ήταν τόσο αδύναµο που δεν µπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του. Όταν όµως µυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα, κούνησε την ουρά και σήκωσε τ’ αυτιά του. Εκείνος τότε γύρισε αλλού το πρόσωπό του και σκούπισε ένα δάκρυ να µην τον καταλάβει ο χοιροβοσκός. Ύστερα είπε:
–Κοίταξε, Εύµαιε, ένα τόσο καλό σκυλί και να ’ναι πεσµένο στην κοπριά. Κυνηγάρικο µοιάζει.
–Τι µου θύµισες, ξένε, είπε εκείνος. Αυτός είναι ο Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα. Έπρεπε να τον έβλεπες πώς ήταν τότε που έφυγε ο αφέντης. Κανένα άλλο σκυλί δεν τον ξεπερνούσε στο θάρρος και στη γρηγοράδα και ποτέ δεν του ξέφυγε αγρίµι, έτσι και το µυριζόταν. Τώρα όµως που τον πήραν τα χρόνια και λείπει κι ο Οδυσσέας, ποιος να τον προσέξει. Οι δούλες, σαν λείπει ο αφέντης, ξεχνούν το χρέος τους, γιατί ο βροντητής Δίας αφαιρεί τη µισή αρετή από τον άνθρωπο που πέφτει στη σκλαβιά.
Σαν είπε αυτά ο Εύµαιος µπήκε στο παλάτι. Ο Οδυσσέας στάθηκε κοιτάζοντας το σκύλο του µε πόνο. Κι αυτός ο έρµος, γέρνοντας το κεφάλι του, δέχτηκε τώρα πια τη µαύρη µοίρα του θανάτου, ευχαριστηµένος που έζησε να δει την επιστροφή του αφέντη του. (...)
Όπως µιλούσαν, ένας σκύλος που ήταν ξαπλωµένος χάµω, τέντωσε τ’ αυτιά του και σήκωσε το κεφάλι του. Ήταν ο Άργος, το σκυλί του Οδυσσέα. Το µεγάλωσε ο ίδιος, µα δεν πρόλαβε να το χαρεί γιατί έφυγε για την Τροία. Έτσι το παίρναν άλλοι να κυνηγούν λαγούς κι αγριοκάτσικα, µα τώρα που γέρασε κειτόταν παρατηµένο στην κοπριά έξω απ’ το στάβλο των µουλαριών, κι ήταν τόσο αδύναµο που δεν µπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του. Όταν όµως µυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα, κούνησε την ουρά και σήκωσε τ’ αυτιά του. Εκείνος τότε γύρισε αλλού το πρόσωπό του και σκούπισε ένα δάκρυ να µην τον καταλάβει ο χοιροβοσκός. Ύστερα είπε:
–Κοίταξε, Εύµαιε, ένα τόσο καλό σκυλί και να ’ναι πεσµένο στην κοπριά. Κυνηγάρικο µοιάζει.
–Τι µου θύµισες, ξένε, είπε εκείνος. Αυτός είναι ο Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα. Έπρεπε να τον έβλεπες πώς ήταν τότε που έφυγε ο αφέντης. Κανένα άλλο σκυλί δεν τον ξεπερνούσε στο θάρρος και στη γρηγοράδα και ποτέ δεν του ξέφυγε αγρίµι, έτσι και το µυριζόταν. Τώρα όµως που τον πήραν τα χρόνια και λείπει κι ο Οδυσσέας, ποιος να τον προσέξει. Οι δούλες, σαν λείπει ο αφέντης, ξεχνούν το χρέος τους, γιατί ο βροντητής Δίας αφαιρεί τη µισή αρετή από τον άνθρωπο που πέφτει στη σκλαβιά.
Σαν είπε αυτά ο Εύµαιος µπήκε στο παλάτι. Ο Οδυσσέας στάθηκε κοιτάζοντας το σκύλο του µε πόνο. Κι αυτός ο έρµος, γέρνοντας το κεφάλι του, δέχτηκε τώρα πια τη µαύρη µοίρα του θανάτου, ευχαριστηµένος που έζησε να δει την επιστροφή του αφέντη του. (...)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου